Η προβληματική της αναγκαιότητας και αποτελεσματικότητας του θεσμού των στρατοδικών στη χώρα μας

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ

 

Ο Νέος Στρατολογικός Νόμος και η ρύθμιση θεμάτων Ανυποταξίας και Λιποταξίας

Παρουσίαση του Ν 3421/2005 «Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις», με ειδικότερη εξέταση του Όγδοου Κεφαλαίου αυτού, το οποίο ρυθμίζει θέματα ανυποτάκτων και λιποτακτών

* Άρθρο δημοσιευμένο στο περιοδικό «Ποινική Δικαιοσύνη», Δεκ. 2006, σελ. 1323-1336

 Ευγένιου Αρ. Γιαρένη, Στρατιωτικού Δικαστή του Αεροδικείου Αθηνών, Νομικού Συμβούλου ΓΕΑ/Γρ. Αποζημιώσεων ΝΑΤΟ, Υπ. Διδάκτορος Παντείου Πανεπιστημίου

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ

Πόλεμος και νερό – Πόλεμος για το νερό

Ζητήματα νομικής προστασίας του νερού κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων. 

ΕΥΓΕΝΙΟΣ Αρ. ΓΙΑΡΕΝΗΣ, Δικαστής Αεροδικείου Αθηνών, Νομικός Σύμβουλος ΓΕΑ -Γρ. Αποζημιώσεων ΝΑΤΟ, Υπ. Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ

Η ποινική αξιολόγηση της ατομικής εκπαιδεύσεως

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΤΗ, Στρατιωτικού Δικαστή Β΄, Αντεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών

Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΟΙΝΙΚH ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» (2003), τεύχος 4, σελ. 424-428.

Ι. Πειθαρχία και υποχρέωση υπακοής

Έχει γίνει πολύς λόγος σχετικά με την υποχρέωση υπακοής των στρατιωτικών. Είναι γεγονός ότι η πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του στρατιωτικού οικοδομήματος και εξασφαλίζει τη λειτουργική ενότητα των ενόπλων δυνάμεων[1]. Με αυτήν αποσκοπείται τόσο η υπακοή, όσο και η τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς, οι οποίοι αφορούν το στρατιωτικό γίγνεσθαι. Μπορεί κανείς αβίαστα να διαπιστώσει την αναγκαιότητα της πειθαρχίας, ειδικότερα αν αναλογιστεί το ιδιάζον και νευραλγικό έργο που καλούνται να επιτελέσουν οι ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή το μαχητικό προορισμό τους. Το γεγονός ότι η παράβαση του καθήκοντος υπακοής είναι δυνατόν εκτός από πειθαρχικό παράπτωμα, να αποτελεί και ποινικό αδίκημα, εφόσον άπτεται θεμάτων που αφορούν το μαχητικό προορισμό των στρατιωτικών, φανερώνει τη σημασία αυτού[2]. Δεδομένου ότι η υποχρέωση υπακοής δημιουργείται μόνο από νόμιμες διαταγές, εκφεύγει της σχετικής υποχρεώσεως μια διαταγή που, μεταξύ άλλων, εκδίδεται από αναρμόδιο όργανο και δεν αφορά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας, έτσι όπως αυτή ρητά προσδιορίζεται στις οικείες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις[3].

Προκειμένου όμως να αποτρέπονται, να εντοπίζονται και να κολάζονται καταχρήσεις βασιζόμενες στο καθήκον υπακοής, εκτός από τους σχετικούς νόμους, τους κανονισμούς και τις διαταγές των ενόπλων δυνάμεων, υπάρχουν και συνταγματικές ρυθμίσεις που προσδιορίζουν τις συντεταγμένες μέσα στις οποίες θα πρέπει αυτό να ασκείται. Οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών δεν είναι αυτονόητοι ή απλώς συνεπαγόμενοι από τη γενικότητα της διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 4 § 6. Πέραν των διατάξεων των άρθρων 29 § 3, 56 §§ 1,3 και 4 δεν περιέχεται στο Σύνταγμα άλλη γενική ή ειδική ρύθμιση, η οποία να αφορά τα δικαιώματα των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις ή τους περιορισμούς στους οποίους είναι επιτρεπτό να υποβάλλονται αυτά[4].

ΙΙ. Ατομική εκπαίδευση (καψώνι)

Η ατομική εκπαίδευση (καψώνι) αποτελεί παρέκκλιση από το καθήκον υπακοής. Η εκπαίδευση στο έργο των ενόπλων δυνάμεων έχει πάντοτε ομαδικό χαρακτήρα και σε καμία απολύτως περίπτωση ατομικό. Για το λόγο αυτό απαγορεύεται ρητώς από όλα τα σχετικά θεσμικά κείμενα η “ατομική εκπαίδευση”[5]. Παρά το γεγονός αυτό, με το πέρασμα των χρόνων έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις που παρατύπως αυτή τελείται είτε από ανώτερο προς κατώτερο στη στρατιωτική ιεραρχία, είτε μεταξύ ομοιοβάθμων[6]. Ουσιαστικά, στις δεύτερες περιπτώσεις, πρόκειται για μια ιδιότυπη σχέση “υποταγής” που εκφεύγει μεν της στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο -άτυπο- “εθιμικό πλαίσιο” των ενόπλων δυνάμεων.

Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ παλαιό και σχεδόν συνυφασμένο με την ύπαρξη οργανωμένων στρατευμάτων. Όπως είναι γνωστό, δε συναντάται μόνο στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο[7]. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι στις ένοπλες δυνάμεις διαφόρων χωρών υφίστανται άγραφοι κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι αφορούν τις σχέσεις ανωτέρων βαθμοφόρων με τους κατώτερους ή προγενέστερα καταταγέντες ομοιοβάθμους. Οι νομοθεσίες των χωρών επιχειρούν, ουσιαστικά, την οριοθέτηση του σημείου πέραν του οποίου ανάλογες συμπεριφορές θεωρούνται ως υπερβολικές και κατά συνέπεια ανεπιθύμητες. Ταυτόχρονα όμως διαπιστώνεται δυσκολία στον εντοπισμό τους, δεδομένου του “κύκλου σιωπής” που διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις των στρατιωτικών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να έρχονται στο φως ανάλογα περιστατικά κυρίως όταν διαπιστωθούν σωματικές κακώσεις στους υποβληθέντες σε ατομική εκπαίδευση. Ο ρόλος του διοικητή για τον εντοπισμό και την εξάλειψη τέτοιων φαινομένων είναι καθοριστικός[8].

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η εκδήλωση ανάλογων φαινομένων στη χώρα μας έχει περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, σε σχέση με τη συχνότητα εμφανίσεώς τους στο παρελθόν. Οι λόγοι που οδήγησαν στη μείωσή τους δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις περί του ατόμου και του στρατεύματος, αλλά αφενός με αξιόλογα μέτρα που ελήφθησαν σε πρακτικό επίπεδο και αφετέρου με τον πειθαρχικό και ποινικό κολασμό των υπευθύνων. Πράγματι, ήδη υφίστανται και εξακολουθούν να εκδίδονται πολλές διαταγές που αφορούν την ίση μεταχείριση και το σεβασμό της προσωπικότητας των στρατιωτικών, γεγονός που κάθε άλλο παρά τον εφησυχασμό των ιθυνόντων για ανάλογα θέματα φανερώνει.

Ενόψει αυτών, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την αποτροπή τελέσεως ατομικής εκπαιδεύσεως κρίνεται επαρκές. Η αποτελεσματικότητά του όμως, η οποία θα συντελέσει στην εξάλειψη του φαινομένου, δεδομένης της ιδιαιτερότητας της στρατιωτικής κοινότητας, δεν εξαρτάται μόνο από τη θέληση των ίδιων των στρατιωτικών να εφαρμόσουν τις υφιστάμενες διαταγές, αλλά σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδό τους.

ΙΙΙ. Ποινική αξιολόγηση της ατομικής εκπαιδεύσεως 

Η ποινική αξιολόγηση της ατομικής εκπαιδεύσεως θα μπορούσε θεωρητικά να λάβει διάφορες μορφές. Καθοριστικός παράγοντας για τον ορθό χαρακτηρισμό ανάλογων συμπεριφορών είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό, το οποίο δε μπορεί παρά να σχετίζεται τόσο με την ατομική υπόσταση του υποβαλλομένου σε ατομική εκπαίδευση στρατιωτικού, όσο και με τη στρατιωτική υπηρεσία, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στο πρόσωπο αυτού με βάση το βαθμό που φέρει στη στρατιωτική ιεραρχία. Ομαδοποιώντας τις σχετικές δυνατότητες, παρατηρούμε τα εξής: 

α) Εξυβρίσεις Κατ’ αρχήν, η ατομική εκπαίδευση παραπέμπει στην εξύβριση. Σύμφωνα με τη βασική μορφή του εγκλήματος του άρθρου 361 του ΠΚ, τιμωρείται εκείνος που εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφημήσεως προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Έχει γίνει ευρύτερα δεκτό ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό της τιμής ενυπάρχει στην κοινωνική παράσταση αυτής, δηλαδή στην κοινωνική “εικόνα” που αντιστοιχεί σε κάθε πρόσωπο και συνίσταται σε μια κοινή και αστιγμάτιστη για όλους θέση στον κοινωνικό χώρο. Συνεπώς, η προσβολή της τιμής, με την ανωτέρω έννοια, αναφέρεται στην κοινωνική σημασία της άμεσης ή έμμεσης αρνήσεως στο άτομο ενός status τιμής με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και σε δεδομένο τόπο και χρόνο[9].

Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες σε ανάλογες συμπεριφορές ασκήθηκε ποινική δίωξη με το άρθρο 361 Α του ΠΚ. Με το άρθρο αυτό τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση του άρθρου 361 παρ. 1, εφόσον έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα. Είναι δεδομένο ότι προκειμένου να θεμελιωθεί το στοιχείο του “απρόκλητου” θα πρέπει η πράξη να στρέφεται κατά προσώπου το οποίο αφενός δε συνδέεται με το δράστη με εμπεδωμένη σχέση και αφετέρου προς το οποίο δεν έχει προηγηθεί άμεση και σκοπούμενη από τον παθόντα επικοινωνία. Επίσης θα πρέπει να τελείται χωρίς να επιδιώκεται κάποιο περαιτέρω όφελος[10]. Σύμφωνα με το πνεύμα του ποινικού νομοθέτη, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν.1419/84 με τον οποίο το άρθρο 361 Α προστέθηκε στον ισχύοντα ΠΚ, η ρήτρα “χωρίς πρόκληση από τον παθόντα” καταφάσκεται στις περιπτώσεις που μόνος ο δράστης “εκ του μηδενός” και χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι, εισέρχεται στην κοινωνική σφαίρα του θύματος με ανύπαρκτη προηγούμενη σχέση ή κοινωνική σύνδεση και προβαίνει σε πράξεις εξυβρίσεως με έργο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα ατομική εκπαίδευση προϋπάρχει σχέση συγχρωτισμού, δεδομένου ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα διαβιούν -έστω και προσωρινά- σε κοινό χώρο και ακολουθούν κοινό πρόγραμμα. Ανεξαρτήτως αυτού, είναι γεγονός ότι οι προαναφερθείσες μορφές εξυβρίσεως μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε ανάλογες περιπτώσεις μόνο όταν οι πράξεις τελούνται μεταξύ ομοιοβάθμων, καθόσον έχουν γενική μορφή σε σχέση με την ειδικότερη διάταξη της εξυβρίσεως κατωτέρου, της οποίας σύντομη ανάλυση ακολουθεί.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 περ. β’ του ΣΠΚ στρατιωτικός που εξυβρίζει -ανώτερο ή- κατώτερό του με λόγια, έργα, απειλές ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, στις περιπτώσεις που η εξύβριση δεν τελέστηκε κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτήν. Η αξιόποινη συμπεριφορά της διατάξεως του άρθρου 60 παρ. 1 του ΣΠΚ, η οποία θα ήταν ορθότερα διατυπωμένη αν συμπεριελάμβανε αυτούσια τη διατύπωση του άρθρου 361 του ΠΚ, αποτελεί πράξη που προσβάλλει την τιμή κατά βαθμό κατωτέρου στις περιπτώσεις που μας απασχολούν στρατιωτικού -όχι όμως του ομοιοβάθμου- και ενέχει την κοινωνική σημασία της άμεσης ή έμμεσης αρνήσεως στον εξυβρισθέντα στρατιωτικό ενός status τιμής. Με το έγκλημα αυτό δεν προσβάλλεται άμεσα η στρατιωτική τάξη και πειθαρχία[11], αλλά καταρχήν η τιμή άλλου προσώπου, το οποίο όμως συνδέεται με το δράστη με την ιεραρχική σχέση των ενόπλων δυνάμεων. Μπορεί να λεχθεί λοιπόν ότι η συγκεκριμένη εξύβριση έχει διπλό εγκληματικό χαρακτήρα, διότι εκτός της προσβολής της τιμής του προσώπου του κατωτέρου αυτής καθεαυτής, υφίσταται και προσβολή της εκφρασμένης στο πρόσωπό του στρατιωτικής ιδιότητας, ως όρου εξατομικεύσεως της στρατιωτικής υπηρεσίας[12].

Με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου θεσπίζεται η απρόκλητη στρατιωτική εξύβριση, η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προϋποθέτει ότι ο δράστης και ο παθών δεν έχουν προγενέστερη επαφή σε οποιοδήποτε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, καθώς και ότι στόχος του δράστη ήταν το γένος του εννόμου αγαθού της τιμής των στρατιωτικών, με την εξατομίκευση να λαμβάνει χώρα τυχαία[13].

β) Σωματική βλάβη – Βιαιοπραγία 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 του ΠΚ τιμωρείται όποιος με πρόθεση προξενήσει σε άλλον κάκωση ή βλάβη της υγείας του. Οι αξιόποινες πράξεις του άρθρου αυτού στρέφονται κατά του σώματος αυτού καθεαυτού και της υγείας[14]. Όταν μάλιστα αυτές τελούνται χωρίς πρόκληση από τον παθόντα τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 308 Α του ΠΚ, όπου περί του “απροκλήτου” ισχύουν τα προαναφερθέντα[15]. Η διάταξη αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής στις υπό εξέταση περιπτώσεις μόνο όταν οι πράξεις τελούνται μεταξύ ομοιοβάθμων στρατιωτικών, δεδομένης της ειδικότερης διατάξεως του άρθρου 59 του ΣΠΚ, σύμφωνα με την οποία τιμωρείται η βιαιοπραγία κατά -ανωτέρου ή- κατωτέρου.

Υποκείμενο τελέσεως του εγκλήματος του προαναφερθέντος άρθρου είναι στρατιωτικός και ειδικότερα στο θέμα που μας απασχολεί κατά βαθμό ανώτερος του παθόντος. Πράξη του εγκλήματος είναι η βιαιοπραγία και αντικείμενο είναι ο κατά βαθμό κατώτερος στρατιωτικός, με την ιδιότητα του προσώπου στο οποίο εξατομικεύονται τα έννομα αγαθά της μορφικής και λειτουργικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της εξωτερικής τιμής[16]. Με τον όρο “βιαιοπραγία” νοείται κάθε χρήση υλικής δυνάμεως που έχει ως αποτέλεσμα την κακοποίηση του σώματος[17]. Κατά την κρατούσα πλέον άποψη η βιαιοπραγία του ΣΠΚ αφορά πράξεις που επενεργούν στο σώμα στρατιωτικού και πλήττουν τα προαναφερθέντα έννομα αγαθά. Η προσβολή της στρατιωτικής υπηρεσίας, σε σχέση με τα εξατομικευόμενα στο πρόσωπο του παθόντος στρατιωτικού έννομα αγαθά, πραγματώνεται με έμμεσο τρόπο, προσδίδοντας στη βιαιοπραγία αυτή το χαρακτήρα του μη γνήσιου στρατιωτικού εγκλήματος.  

γ) Παράβαση στρατιωτικής εντολής

Ο εξαναγκασμός ετέρων σε ατομική εκπαίδευση θα ήταν δυνατόν να αφορά και παράβαση των στρατιωτικών εντολών που υφίστανται και την απαγορεύουν ρητά, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 55 του ΣΠΚ. Εν συντομία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι υποκείμενο της περιγραφόμενης στο άρθρο αυτό πράξεως είναι μόνο στρατιωτικός και αντικείμενο ο συγκεκριμένος υπηρεσιακός προορισμός που εκφράζει και μορφοποιεί ο στρατιωτικός ως υπερασπιστής της πατρίδας. Σύμφωνα με την ορθότερη και κρατούσα άποψη, στην έννοια της στρατιωτικής εντολής του εν λόγω άρθρου δεν υπάγεται οποιαδήποτε αυτοτελής διαταγή, αλλά μόνο εκείνη που σχετίζεται λειτουργικά με ορισμένη κύρια υπηρεσία, συνιστά επιμέρους διευκολυντική πτυχή της και εξυπηρετεί άμεσα το σκοπό της[18]. Ενόψει αυτών, θα πρέπει πάντοτε η στρατιωτική εντολή -υπό την έννοια του όρου που αυτή προσλαμβάνει στο συγκεκριμένο άρθρο- να αφορά συγκεκριμένη υπηρεσία, η οποία συνδέεται άμεσα με το έννομο αγαθό της στρατιωτικής υπηρεσίας. Συνεπώς, παραμένουν εκτός εφαρμογής του άρθρου 55 του ΣΠΚ οι απλές παραβάσεις της υπηρεσιακής τάξεως και πειθαρχίας, στις οποίες είναι ορθότερο να αποδεχθούμε ότι υπάγεται και η ατομική εκπαίδευση.

δ) Παράνομη βία

Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 του ΠΚ τιμωρείται όποιος χρησιμοποιώντας σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως, εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για τις οποίες ο παθών δεν είχε υποχρέωση[19]. Με τη διάταξη αυτή προστατεύεται το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει και ενεργεί με ελεύθερη βούληση[20]. Στο υπαλλακτικώς μικτό αυτό έγκλημα, όπου η συναίνεση του παθόντος αίρει την αντικειμενική υπόστασή του, υπάγεται τόσο η σωματική βία, όσο και η απειλή. Στην έννοια της βίας εμπερικλείεται η χρήση υλικής ή ψυχολογικής δυνάμεως, προκειμένου να καμφθεί μια προβαλλόμενη αντίσταση με καταναγκασμό. Επειδή η βία ενέχει το στοιχείο του εξαναγκασμού προϋποθέτει μια υλικοψυχολογική αναμέτρηση σε υλικό τελικά επίπεδο δύο τουλάχιστον ανθρώπινων βουλήσεων. Συνεπώς, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η βία εκδηλώνεται πάντοτε σε υλικό επίπεδο, έστω και αν γίνεται χρήση ψυχολογικής και όχι μυϊκής δυνάμεως[21]. Στην έννοια της βίας μπορούμε να διακρίνουμε εκτός της υλικής (σωματικής) και την ψυχολογική (απειλή), χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται ο παθών να περιέλθει σε τρόμο ή ανησυχία. Είναι πρόδηλο, όχι μόνο από τον τίτλο του άρθρου 330 του ΠΚ αλλά και από τη φράση “άλλης παράνομης πράξης”, ότι η ασκούμενη βία θα πρέπει να είναι παράνομη, ως εξαναγκάζουσα έτερο σε συμπεριφορά, στην οποία αυτός δεν υποχρεούται να προβεί. Το παράνομο αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως και προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πράξη επηρεασμού της βουλήσεως ενός προσώπου αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της χρήσεως βίας και της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής που έλαβε χώρα, είναι αναγκαία.

ΙV. Ποιο έγκλημα τελείται πραγματικά με την ατομική εκπαίδευση

Τόσο στην προγενέστερη στρατιωτική ποινική νομοθεσία όσο και στην ισχύουσα δεν υφίσταται ειδική διάταξη με την οποία κολάζεται η τέλεση ατομικής εκπαιδεύσεως. Ο ποινικός έλεγχος της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, ο οποίος τελούσε ανέκαθεν σε συνάρτηση με τις κρατούσες περί επιβολής της πειθαρχίας αντιλήψεις, επαφίετο στις επιμέρους διατάξεις που εν συντομία προαναφέρθηκαν. Αφετηριακό, αλλά και πλέον κρίσιμο στοιχείο, είναι το κατά πόσο υπάρχει βούληση εξαλείψεως της απαγορευόμενης ρητά από γενικές και ειδικές διαταγές ατομικής εκπαιδεύσεως. Οι εντολές που δίδονται κατά την τέλεση αυτής είναι εντελώς ξένες προς το εγκεκριμένο και προκαθορισμένο πλαίσιο στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και συνεπώς ανάλογες πρωτοβουλίες και ενέργειες βάλλουν ευθέως κατά της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του στρατιωτικού, έτσι όπως αυτή περιγράφεται στο Σύνταγμα, τους νόμους και τους κανονισμούς που αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις. Οι ειδικές συνθήκες που διέπουν τη διαβίωση των στρατιωτικών καθορίζονται στις οικείες διατάξεις και, όπως είναι αυτονόητο, δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο επαναπροσδιορισμού από μη εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο άτομα. Η στρατιωτική ιδιότητα αυτή καθεαυτή δημιουργεί μεν επιπρόσθετες υποχρεώσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις.

Η ποινική αντιμετώπιση της ατομικής εκπαιδεύσεως στη χώρα μας δεν εμφανίζεται ενιαία. Η ασφαλής εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κρατούσα αντίληψη για τον ποινικό χαρακτηρισμό αυτής δεν είναι δυνατή, λόγω του περιορισμένου αριθμού των περιπτώσεων που έρχονται στην επιφάνεια και αποστέλλονται προς ποινική αξιολόγηση στις Εισαγγελίες των Στρατιωτικών Δικαστηρίων. Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε το έγκλημα που όντως πραγματώνεται με την τέλεση ατομικής εκπαιδεύσεως, παρατηρούμε ότι οι διατάξεις του ΣΠΚ που αφορούν την εξύβριση και τη βιαιοπραγία κατά κατωτέρου διώκονται αυτεπαγγέλτως και μπορούν να τύχουν εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δράστης είναι κατά βαθμό ανώτερος του παθόντος. Συνεπώς, όταν η ατομική εκπαίδευση τελείται μεταξύ ομοιοβάθμων, δε μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις του ΣΠΚ, αλλά οι ανάλογες του ΠΚ, οι οποίες αφορούν εγκλήματα διωκόμενα κατ’ έγκληση. Με αυτά τα δεδομένα, η ποινική μεταχείριση της ατομικής εκπαιδεύσεως δεν είναι δυνατό να εμφανίζεται ίδια σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι βάσει των προεκτεθέντων ο κολασμός της σε περίπτωση ομοιοβάθμων θα εξαρτάτο από τη βούληση του παθόντος να εγκαλέσει το δράστη, αποφασίζοντας έτσι ο ίδιος περί του αξιοποίνου μιας πράξεως, η οποία δεν βάλλει μόνο κατά του προσώπου του, αλλά και κατά της στρατιωτικής υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο κατά βαθμό ανώτερος του παθόντος[22] που τελεί ατομική εκπαίδευση τυγχάνει αυστηρότερης αντιμετωπίσεως από τον ομοιόβαθμό του, ο οποίος μάλιστα, σε περίπτωση που δεν είναι βαθμοφόρος, δε δικαιούται να δώσει ακόμη και νόμιμες εντολές. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι σε αρκετές περιπτώσεις και προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτή η ανισότητα ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αυτεπαγγέλτως διωκόμενη απρόκλητη έργω εξύβριση, αλλά η κατηγορία αυτή εν συνεχεία μετεβλήθη με βάση τα προεκτεθέντα κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία σε έργω εξύβριση[23].

Κατόπιν αυτών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι περιπτώσεις ατομικής εκπαιδεύσεως καταρχάς υπάγονται στην αυτεπαγγέλτως διωκόμενη αξιόποινη πράξη της παράνομης βίας του άρθρου 330 του ΠΚ και όχι αφενός σε αυτές της εξυβρίσεως ή βιαιοπραγίας κατά κατωτέρου και αφετέρου της εξυβρίσεως και της σωματικής βλάβης του ΠΚ, αναλόγως της ιεραρχικής σχέσεως του δράστη και του παθόντος[24]. Τα προαναφρεθέντα πλην της παράνομης βίας εγκλήματα δεν περιλαμβάνουν στην αντικειμενική τους υπόσταση το στοιχείο του εξαναγκασμού του παθόντος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για την οποία δεν έχει υποχρέωση, που αποτελεί εν προκειμένω ουσιώδες στοιχείο της ατομικής εκπαιδεύσεως. Στις περιπτώσεις που μας απασχολούν μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί το στοιχείο του εξαναγκασμού στο πρόσωπο του παθόντος, καθόσον ουδείς υποβάλλεται σε -ούτως ή άλλως απαγορευμένη- ατομική εκπαίδευση κατόπιν δικής του συναινέσεως, αλλά πάντοτε υπό το κράτος πιέσεων, ενόψει του ότι οι εντολές δίδονται είτε από όντως αρχαιότερους στρατιωτικούς, είτε από αρχαιοτέρους κατά το μέτρο της ιεραρχίας μιας Στρατιωτικής Σχολής μαθητές ή, τέλος, από “παλαιότερους” σε κατάταξη οπλίτες. Μάλιστα, ο εξαναγκασμός αυτός επιτείνεται από το γεγονός ότι ο παθών ως υποδεέστερος στην ιεραρχία προφανώς θα υποστεί περισσότερα δεινά, σε περίπτωση που δε συμμορφωθεί προς αυτές.

Είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι οι τελούμενες με την ατομική εκπαίδευση προσβολές πλήττουν πέραν του προσώπου του παθόντος και την εκφρασμένη σε αυτό στρατιωτική υπηρεσία. Κατόπιν αυτού, σε περίπτωση που θεωρήσει κανείς ότι με την ατομική εκπαίδευση τελείται η αυτεπαγγέλτως διωκόμενη πράξη της παράνομης βίας, καθιερώνεται ίση μεταχείριση των δραστών. Παρά ταύτα, ελλείψει μάλιστα ειδικής διατάξεως στον ΣΠΚ, μπορεί να διαπιστωθεί μια σχετική ανακολουθία, η οποία συνίσταται στο ότι εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής μια διάταξη του Ποινικού Κώδικα για να προστατευθεί -παράλληλα με το πρόσωπο του παθόντος- η στρατιωτική υπηρεσία. Είναι παράδοξο, πλην όμως αληθινό, το ότι με την παρούσα διάταξη του ΠΚ εμφανίζεται εν τέλει ως αποτελεσματικότερα προστατευόμενη η στρατιωτική υπηρεσία, έτσι όπως αυτή εξατομικεύεται στο ταυτόχρονα θιγόμενο πρόσωπο του υποβαλλομένου σε ατομική εκπαίδευση στρατιωτικού. Στον αντίποδα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ανάλογη ποινική δίωξη εμφανίζεται ανελαστική σε προσωπικό επίπεδο, στις περιπτώσεις που οι παθόντες δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη των δραστών.

V. Τελική παρατήρηση

Κατόπιν αυτών και προκειμένου να αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο αλλά και ισότητα οι τελούντες ατομική εκπαίδευση, κρίνεται αναγκαία η προσθήκη ειδικής διατάξεως στον ΣΠΚ[25]. Με τον τρόπο αυτό θα ολοκληρωθεί η όντως αξιόλογη προσπάθεια των διοικούντων τις ένοπλες δυνάμεις να εξαλείψουν ανάλογες αναχρονιστικές συμπεριφορές που δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν έστω και στο περιθώριο των εχόντων πάντοτε ομαδικό χαρακτήρα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ούτε καν υπό τη μορφή εθίμου που διαιωνίζεται με την ανοχή ελαχίστων ιθυνόντων. Έως τότε οι όποιες επιλογές των ασκούντων την ποινική δίωξη επί του προκειμένου θα βρίσκονται εκ των πραγμάτων αντιμέτωπες με προβλήματα ίσης μεταχειρίσεως, ανελαστικότητας και αποτελεσματικής προστασίας του έννομου αγαθού της “στρατιωτικής υπηρεσίας”.

[1] Στο άρθρο 10 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό (ΣΚ 20-1) δίδεται ο ορισμός της πειθαρχίας, ο οποίος έχει ως εξής: “Κάθε κατώτερος οφείλει να υπακούει στους ανωτέρους του και να εκτελεί χωρίς αντιλογία τις διαταγές τους που αφορούν στην εφαρμογή των στρατιωτικών Νόμων, των κανονισμών και των διαταγών της Υπηρεσίας. Η υπακοή αυτή λέγεται πειθαρχία”. Επίσης σε κάθε κλάδο των ενόπλων δυνάμεων υφίστανται θεσμικά κείμενα που κάνουν λόγο για τους κανόνες της πειθαρχίας.

[2] Στο άρθρο 53 του Ν.2287/95 “Κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα” (στο εξής ΣΠΚ) περιγράφεται η αξιόποινη πράξη της ανυπακοής, η οποία παρά τη γενικότητα της διατυπώσεώς της (“…να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία…”) έχει μέσω της σχετικής βιβλιογραφίας και νομολογίας οδηγήσει σε άμεση σύνδεση του προστατευόμενου έννομου αγαθού της στρατιωτικής υπηρεσίας με τις δραστηριότητες μέσω των οποίων ο στρατιωτικός εκφράζει και μορφοποιεί το μαχητικό του προορισμό (βλέπε σχετικά Μανωλεδάκη, Έννοια υπηρεσίας κατ’ άρθρο 70 ΣΠΚ, Γνωμοδ. Αρμ 1981, σελ. 14, Παπαδαμάκη, Η ανυπακοή του στρατιωτικού ως αξιόποινη πράξη κατά το άρθρο 70 Σ.Π.Κ., 1987 – ανατύπωση 1994, σελ. 105 επ., του ιδίου, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 184 επ.).

[3] Σχετικά με τη νομιμότητα και δεσμευτικότητα μιας διαταγής βλέπε Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, ΙΙ, Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ. 177 επ.

[4] βλ. Αλιβιζάτου, ό.π., σελ. 133 επ.

[5] Ο όρος “ατομική εκπαίδευση” δεν αποδίδει κατά κυριολεξία το περιεχόμενό του. Ουσιαστικά, βαρύτητα έχει η λέξη “ατομική” -σε αντιδιαστολή με την προβλεπόμενη ομαδική-, ενώ η έννοια της λέξεως “εκπαίδευση” εκφεύγει της παρεχομένης στο πλαίσιο των ενόπλων δυνάμεων, εννοουμένης της ασκήσεως ψυχολογικής ή -και- σωματικής βίας.

[6] Δηλαδή περιπτώσεις, κατά τις οποίες “παλαιότερος” οπλίτης εξαναγκάζει “νεότερό” του σε ατομική εκπαίδευση, κάνοντας χρήση της εξουσίας που αυθαίρετα αντλεί από τη μεγαλύτερη χρονικά θητεία του στις ένοπλες δυνάμεις. Οι μαθητές των Στρατιωτικών Σχολών θεωρούνται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 περ. γ’ του ΣΠΚ ομοιόβαθμοι, όμως η αρχαιότητα που ισχύει μέσα στο πλαίσιο μιας διαρθρωμένης Σχολής είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Κατά συνέπεια, μια εντολή που δίδεται από αρχαιότερο μαθητή προς νεότερο, ενέχει χωρίς αμφιβολία το στοιχείο του εξαναγκασμού, ενόψει του ότι στην μεταξύ τους υπηρεσιακή σχέση υπάρχει μια έμμεση πειθαρχική εξουσία, η οποία πηγάζει από τη δυνατότητα που έχουν οι αρχαιότεροι μαθητές να αναφέρουν στη Διοίκηση αντιπειθαρχικές συμπεριφορές των νεοτέρων. Σχετικά με τις έννοιες του κατά βαθμό “ανωτέρου – κατωτέρου” , τις οικείες νομολογιακές τάσεις, αλλά και την ιεραρχία βαθμών και καθηκόντων, βλέπε Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 409-410.

[7] Για την εκδήλωση του φαινομένου της ατομικής εκπαιδεύσεως στη Βρετανία, την Ισπανία, τη Δανία, την Ολλανδία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Αμερική, τη Σλοβακία, την Ιταλία, τη Νορβηγία και την Ουγγαρία, βλέπε Criminal Expo ’97, 3rd International military criminal law conference, 1997, σελ. 58 επ.

[8] Σύμφωνα με το άρθρο 87 του ΣΠΚ, τιμωρείται όχι μόνο ο διοικητής, αλλά και κάθε  στρατιωτικός ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο έλαβε γνώση ότι άλλος τέλεσε στρατιωτικό έγκλημα και παρέλειψε να το καταγγείλει αμέσως.

[9] Βλ. σχετ. Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποιναι αυτού προσβολαί, 1976, σελ. 145 επ.

[10] Βλ. Αναγνωστόπουλου, Τα Απρόκλητα Εγκλήματα, Μια κατανοούσα ερμηνεία, ΝοΒ 1986, σελ. 359 επ., Φελουτζή, Απρόκλητη σωματική βλάβη, απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση και απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, Μνήμη Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, Ι, 1986, σελ. 299 επ.

[11] Πρβλ. Γιαννήρη, Ερμηνεία του στρατιωτικού ποινικού κώδικος, 1959, σελ.95, όπου μνημονεύεται ότι το εν λόγω αδίκημα θίγει την “πειθαρχίαν διότι ενέχει ανυποταξίαν κατά του προσώπου του ανωτέρου”.

[12] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 413 επ., του ιδίου Ποινικά ανάλεκτα, 1994, σελ. 462 επ.

[13] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 419 επ.

[14] Βλ. σχετ. Μαργαρίτη, Σωματικές βλάβες – άρθρα 308-315 ΠΚ, 1991, σελ. 49 επ. και 131 επ.

[15] Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 287 επ.

[16] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, ό.π. σελ. 407.

[17] Πρβλ. Ανανιάδη, Στρατιωτικόν ποινικόν δίκαιον, ουσιαστικόν, 1955, σελ. 130.

[18] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 198 επ., όπου παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία.

[19] Στην απαγόρευση των βασάνων, των σωματικών κακώσεων, των βλαβών υγείας ή της ασκήσεως ψυχολογικής βίας αναφέρεται τόσο η συνταγματική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2, όσο και εκείνη του άρθρου 137 Α του ΠΚ (βλέπε  σχετικά Ναυτ. Πειρ. 213/97, Ποιν. Χρον. ΜΘ’, σελ. 267 επ., με πρόταση του Αντεισαγγελέα Μακρή Νικολάου).

[20] Βλ. Μαγκάκη, Το έγκλημα της παρανόμου βίας κατά το άρθρο 330 ΠΚ, Ποιν. Χρον. ΙΒ’, σελ. 521  επ., Συμεωνίδη – Καστανίδη, Το έγκλημα της παράνομης βίας κατά το άρθρο 330 ΠΚ, Αρμ. 1982, σελ. 972.

[21] Βλ. Ανδρουλάκη,Η έννοια της βίας εν τω ποινικώ δικαίω, Ποιν. Χρον. ΙΓ’, σελ. 593 επ.

[22] Αξίζει να υπομνησθεί ότι εν προκειμένω ο κατά βαθμό ανώτερος μπορεί να μην είναι μόνιμο στέλεχος των ενόπλων δυνάμεων π.χ. κληρωτός Σμηνίας προς Σμηνίτη.

[23] Στο σημείο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές οι περιπτώσεις ατομικής εκπαιδεύσεως αποτελούν αντικείμενο ποινικής έρευνας ύστερα από παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος, με πρακτικό αποτέλεσμα συχνά να παραλείπεται να ερωτηθεί ο παθών εντός τριμήνου εάν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη.

[24] Πρβλ Αερ.Αθ. 103/98, Ποινική Δικαιοσύνη 1999, σελ. 135 επ.

[25] Κάτι τέτοιο θα απέβαινε προς όφελος του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αυτός θα διώκεται για μία πράξη και όχι κατά περίπτωση σωρρευτικά για εξυβρίσεις, σωματικές βλάβες και παράνομη βία.

 

Η τάση ενσωματώσεως του αντικειμένου της στρατιωτικής δικαιοσύνης στην κοινή δικαιοσύνη

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΤΗ, Στρατιωτικού Δικαστή Β΄, Αντεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών

Άρθρο που δημοσιεύθηκε στα «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» ΜΘ΄ (1999), σελ. 888-892.

 Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.

Τα τελευταία χρόνια σε διάφορα μέρη του κόσμου έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές στο θεσμό της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Σε πολλές χώρες το όλο θεσμικό πλαίσιό της έχει επανεξεταστεί -συχνά μάλιστα επί της αφετηριακής βάσεως της αναγκαιότητας ή μη υπάρξεώς της- και έχουν επέλθει αρκετές περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά αποτελούν κυήματα των σύγχρονων αντιλήψεων και νομοθετικών αλλαγών στις κοινωνίες και στα στρατεύματα. Η στρατιωτική δικαιοσύνη πρωτοεμφανίστηκε την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως με τη μορφή της απονομής δικαιοσύνης από τον “αρχηγό” και εξελίχθηκε μέχρι τις ημέρες μας σε ιδιαίτερο κλάδο απονομής δικαιοσύνης[1]. Στο αρχικό στάδιο εμφανίσεως του θεσμού με τη μορφή που έχει στις ημέρες μας, ήταν γεγονός ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν είχαν ιδρυθεί για να αποδώσουν δικαιοσύνη κατά τα πρότυπα των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Κύριος σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν την πειθαρχία και επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων κατά το αναλογούν σε αυτά μέρος, εκπληρώνοντας, παράλληλα, τουλάχιστον τις βασικές εγγυήσεις απονομής της δικαιοσύνης[2]. Με την πάροδο όμως του χρόνου και τη μεταβολή των περί στρατεύματος αντιλήψεων, έγινε σαφές το αυτονόητο του δικαιώματος των στρατιωτικών σε δίκαιη δίκη, κατά τα ισχύοντα στα κοινά ποινικά δικαστήρια[3].

Υπό το κράτος των σύγχρονων αντιλήψεων περί της αναγκαιότητας και της μορφής που πρέπει να προσδοθεί στη σύγχρονη στρατιωτική δικαιοσύνη, μερικές χώρες κατήργησαν το θεσμό αυτό, σε αντίθεση με άλλες που τον διατήρησαν ως στρατιωτικά οργανωμένο σώμα[4]. Με δεδομένο όμως το ότι συνήθως υιοθετούνται λύσεις, οι οποίες υλοποιούν με διάφορους τρόπους τη συνύπαρξη πολιτικού και στρατιωτικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στο στράτευμα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί πλέον η υπό διαμόρφωση τάση να ενσωματωθεί το αντικείμενο της στρατιωτικής ποινικής δικαιοσύνης σε αυτό της κοινής[5]. Οι διεθνείς αυτές μεταβολές, που οριοθετούν αναμφίβολα μια κρίσιμη καμπή στην ιστορική διαδρομή της στρατιωτικής δικαιοσύνης, δίνουν αφορμή για εξέταση του όλου θέματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα σχετικά με τη θέση της στρατιωτικής δικαιοσύνης στα σύγχρονα δικαιικά συστήματα, η οποία εκ των πραγμάτων στηρίζεται στην περιορισμένη σχετική βιβλιογραφία, περιλαμβάνει γενικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις, αλλά και ειδικότερες αναφορές στα ισχύοντα σε διάφορα κράτη. Λόγω των αξιοσημείωτων κατά περίπτωση διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται στις σχετικές νομοθεσίες, η γενικού χαρακτήρα κατηγοριοποίηση των χωρών σε εκείνες στις οποίες δεν υφίσταται στρατιωτική δικαιοσύνη, σε εκείνες στις οποίες υφίσταται αυτοτελής και τέλος, σε εκείνες στις οποίες υιοθετείται ένα μικτό στρατιωτικό και πολιτικό σύστημα, δε μπορεί να αποδώσει με σαφήνεια την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. Ενόψει αυτού και προκειμένου να προσεγγίσουμε το υπό εξέταση θέμα με περισσότερη σαφήνεια και αυτοτέλεια, κρίθηκε σκόπιμο να αποτελέσουν κύρια σημεία της έρευνας η ύπαρξη ή μη νομοθετημάτων στρατιωτικού ποινικού περιεχομένου, η ύπαρξη ή μη αυτοτελών στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων και η υπόσταση των στρατιωτικών δικαστών.

 ΙΙ. Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο

Δε μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη ουσιαστικών πλεονεκτημάτων από την κωδικοποίηση του στρατιωτικού ποινικού και δικονομικού δικαίου σε ιδιαίτερο κώδικα. Άλλες χώρες έχουν ανάλογα αυτοτελή νομοθετήματα και άλλες έχουν ενσωματώσει τις σχετικές διατάξεις τους στους κοινούς ποινικούς κώδικες και τους κώδικες ποινικής δικονομίας.

Στη χώρα μας με το νόμο 2287/1-2-95 αντικαταστάθηκε ο προϊσχύων αναγκαστικός νόμος 2803/41 “περί στρατιωτικού ποινικού κώδικος” και κυρώθηκε ο νέος στρατιωτικός ποινικός κώδικας. Σε αυτόν επαναδιατυπώθηκαν τα στρατιωτικά εγκλήματα και οι προβλεπόμενες ποινές τους που βρίσκονταν σε δυσαρμονία με τις κρατούσες συνθήκες, ενώ τέθηκε σε εφαρμογή το σύνολο των διατάξεων του κώδικα ποινικής δικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στο στρατιωτικό ποινικό κώδικα ή σε άλλο ειδικό νόμο. Ο κώδικας αυτός περιέχει τόσο ουσιαστικές διατάξεις, όσο και δικονομικές, οι οποίες αναφέρονται στην ίδρυση και λειτουργία των στρατιωτικών δικαστηρίων σε ειρηνική και πολεμική περίοδο[6].

Πλην της Ελλάδας, άλλες χώρες οι οποίες έχουν αυτοτελείς στρατιωτικούς ποινικούς κώδικες είναι η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Πορτογαλία, η Δανία, η Γαλλία, η Ελβετία και η Νότια Κορέα, όπου υφίσταται ιδιαίτερη κωδικοποίηση τόσο του ουσιαστικού στρατιωτικού ποινικού δικαίου όσο και της αντίστοιχης δικονομίας[7]. Το ίδιο ισχύει και στην Ελβετία, με τη διαφορά ότι υφίσταται ιδιαίτερος στρατιωτικός ποινικός κώδικας και αντίστοιχη ποινική δικονομία σε κάθε καντόνι. Στη Αμερική υπάρχει ο λεγόμενος “ενοποιημένος” στρατιωτικός ποινικός κώδικας, ο οποίος αποτελεί συλλογή ομοσπονδιακών νομοθετημάτων και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα καθαρά στρατιωτικών και μη εγκλημάτων. Οι δικονομικές διατάξεις είναι οι ισχύουσες στα κοινά ποινικά δικαστήρια.

Στις χώρες στις οποίες δεν υπάρχουν αυτοτελείς κώδικες, οι διατάξεις του ουσιαστικού και δικονομικού στρατιωτικού δικαίου περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα νομοθετήματα του κοινού δικαίου. Ανάλογα ειδικά τμήματα συναντάμε, μεταξύ άλλων, στους ποινικούς κώδικες της Εσθονίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Στη Βρετανία, όπου δεν υφίστανται σε μόνιμη βάση ένοπλες δυνάμεις, αλλά το θεσμικό τους πλαίσιο ανανεώνεται κατόπιν συγκεκριμένης νομοθεσίας ανά πενταετία, η σχετική νομοθεσία περιλαμβάνει επανακαθοριζόμενες διατάξεις για  τα στρατιωτικά εγκλήματα. Υπάρχουν, τέλος, και χώρες όπως η Νορβηγία, η στρατιωτική δικαιοσύνη βασίζεται σε πειθαρχικό έλεγχο των πράξεων, καθώς επίσης και χώρες όπως ο Καναδάς, όπου στον πειθαρχικό κώδικα προβλέπονται αφενός στρατιωτικά εγκλήματα που δεν εμπεριέχονται σε άλλους ποινικούς νόμους, και αφετέρου πειθαρχική δικαιοδοσία με αντίστοιχα πειθαρχικά στρατοδικεία[8].

ΙΙΙ. Στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια

Υπάρχουν χώρες όπου υφίστανται αυτοτελή στρατιωτικά δικαστήρια και χώρες όπου οι υποθέσεις των στρατιωτικών εκδικάζονται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Η εξέταση των πλεονεκτημάτων ή μειονεκτημάτων των δύο ανωτέρω κατευθύνσεων θα πρέπει να γίνει εκ παραλλήλου με την ιδιότητα των στρατιωτικών δικαστών και τη σύνθεση του κάθε στρατιωτικού δικαστηρίου. Γενικά όμως, η ύπαρξη αυτοτελών στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων συνεπάγεται μια λειτουργική αυτοτέλεια, η οποία σίγουρα δημιουργεί μια, αν μη τι άλλο, αίσθηση ασφάλειας δικαίου στους στρατιωτικούς. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τους εκφραστές της συγκεκριμένης απόψεως, διότι η φύση των στρατιωτικών εγκλημάτων, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες διατελούν οι στρατιωτικοί, απαιτούν δικαιοδοτικά όργανα με γνώση των αρκετών ιδιαιτεροτήτων που είναι συνυφασμένες με τις ένοπλες δυνάμεις. Μάλιστα, κατ’ αυτούς, η ανάγκη υπάρξεως αυτοτελών στρατιωτικών δικαστηρίων παρουσιάζεται εντονότερη στις ημέρες μας, ενόψει του ότι ο κάθε στρατιωτικός και ειδικότερα ο στρατιωτικός κατηγορούμενος θα πρέπει να μην υστερεί σε τίποτα έναντι του αντίστοιχου πολίτη. Στον αντίποδα, υπάρχουν πολλοί που επισημαίνουν την ανάγκη υπάρξεως ενιαίων δικαστηρίων για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αφού η μη ύπαρξη στρατιωτικών δικαστηρίων αυτή καθεαυτή δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη απουσία των ιδιαίτερων για την εύρυθμη λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης εγγυήσεων. Οι υποστηρικτές της απόψεως αυτής ισχυρίζονται ότι το επιχείρημα της εξειδικεύσεως των στρατιωτικών δικαστών καλύπτεται πλήρως με τη λειτουργία ειδικών τμημάτων στα κοινά ποινικά δικαστήρια, τα οποία έχουν αρμοδιότητα επί στρατιωτικών εγκλημάτων και με ανεξάρτητους από τις ένοπλες δυνάμεις δικαστικούς λειτουργούς.

Στη χώρα μας τα αφορώντα τα στρατιωτικά δικαστήρια προβλέπονται από το πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του στρατιωτικού ποινικού κώδικα[9]. Η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο. Στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν πέντε στρατοδικεία με έδρες την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Ξάνθη, τη Λάρισα και τα Χανιά, δύο ναυτοδικεία με έδρες τον Πειραιά και τα Χανιά και τρία αεροδικεία με έδρες την Αθήνα, τη Λάρισα και τα Χανιά. Τέλος, υφίσταται ένα αναθεωρητικό δικαστήριο με έδρα την Αθήνα. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών υπάγονται όσοι φέρουν τη στρατιωτική ιδιότητα κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου. Σύμφωνα μάλιστα με τη συνταγματική επιταγή της διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 4, στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων δεν δύνανται να υπαχθούν ιδιώτες. Τα στρατιωτικά εγκλήματα, όπως και οι ποινικές υποθέσεις των στρατιωτικών, εκδικάζονται πάντοτε από τα στρατιωτικά δικαστήρια[10]. Στη σύνθεση των πρωτοβάθμιων τριμελών και πενταμελών στρατιωτικών δικαστηρίων πλειοψηφούν των στρατοδικών οι στρατιωτικοί δικαστές, ενώ το Αναθεωρητικό δικαστήριο συνεδριάζει με τριμελή ή πενταμελή σύνθεση στρατιωτικών δικαστών[11]. Οι στρατοδίκες είναι αξιωματικοί απόφοιτοι των παραγωγικών σχολών αξιωματικών των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι ορίζονται κατόπιν κληρώσεως από σχετικούς πίνακες. Σε περίπτωση συμμετοχής σε έγκλημα στρατιωτικών και ιδιωτών καθιερώνεται αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων, εφόσον το έγκλημα δεν είναι στρατιωτικό[12].

Στρατιωτικά δικαστήρια κατά το πρότυπο της Ελλάδας έχουν επίσης ο Καναδάς, η Ρουμανία, το Ισραήλ, η Ισπανία και η Ιταλία[13]. Επίσης, ανάλογα δικαστήρια υπάρχουν στην Ιρλανδία, στη Βρετανία, στην Ελβετία, στην Πολωνία, στη Δανία, στη Βουλγαρία, στη Νότια Κορέα και στο Βέλγιο, παρά το ότι στη χώρα αυτή δεν υφίσταται ιδιαίτερο σώμα στρατιωτικών δικαστών. Στην Κίνα τα στρατιωτικά δικαστήρια αποτελούν, ουσιαστικά, ειδικά τμήματα των κοινών δικαστηρίων, παρά το γεγονός ότι εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των ενόπλων δυνάμεων. Στρατιωτικά δικαστήρια τα οποία λειτουργούν μόνο σε καιρό πολέμου υπάρχουν στη Φινλανδία, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Πορτογαλία, στην Ιαπωνία και στη Γαλλία[14], ενώ λειτουργία πειθαρχικών στρατοδικείων παρατηρείται στη Γερμανία και στον Καναδά. Στη Βρετανία και στην Αμερική συναντάται επίσης ένα παράλληλο σύστημα που ισχυροποιεί τη θέση του στρατιωτικού διοικητή μιας μονάδας. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, που ένας διοικητής κρίνει ότι μια υπόθεση δεν είναι σοβαρή για να προωθηθεί προς εκδίκαση σε στρατιωτικό δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινή, η οποία μπορεί να εκταθεί μέχρι και τη στέρηση του φερόμενου βαθμού, ύστερα από συνοπτική διαδικασία που προσομοιάζει στη δικαστηριακή. Τέλος, χώρες ανάμεσα στις οποίες η εκδίκαση των στρατιωτικών εγκλημάτων έχει ανατεθεί στα κοινά ποινικά δικαστήρια είναι οι Εσθονία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Νορβηγία, Τσεχία, Λιθουανία και Σουηδία.

Συναντάται επίσης το φαινόμενο να υπάρχουν ανεξάρτητες στρατιωτικές εισαγγελίες σε συνεργασία με τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Στη Λετονία υπάρχει ένα γραφείο στρατιωτικών εισαγγελέων που συστεγάζεται με τα δικαστήρια της κοινής ποινικής δικαιοσύνης, ενώ στην Ουγγαρία η στρατιωτική εισαγγελία εξακολουθεί να υπάρχει ως χωριστή διωκτική υπηρεσία, με προϊστάμενο ένα στρατιωτικό εισαγγελέα με ανώτατο βαθμό.

Μεγάλες διαφοροποιήσεις υφίστανται επίσης στο θέμα της σύνθεσης των στρατιωτικών δικαστηρίων. Κατά κανόνα στη σύνθεση συμμετέχουν αξιωματικοί και στρατιωτικοί δικαστές, οι οποίοι, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, μπορεί να έχουν είτε τη στρατιωτική είτε την πολιτική ιδιότητα. Γενικά, διαπιστώνεται ότι η σύνθεση του δικαστηρίου συνήθως εξαρτάται από το βαθμό του κατηγορουμένου και τη βαρύτητα της πράξεως. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στα Βουλγαρικά στρατιωτικά δικαστήρια την πλειοψηφία έχουν οι ένορκοι (στρατοδίκες). Ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξεως, αυτά μπορούν να απαρτίζονται είτε από έναν δικαστή και δύο ενόρκους, είτε από τρεις δικαστές και τέσσερις ενόρκους. Οι δε ένορκοι λαμβάνονται από στρατιωτικούς τουλάχιστον του βαθμού του λοχία, οι οποίοι διορίζονται από το γραφείο της Γενικής Συνέλευσης των Δικαστών του Εφετείου με πενταετή θητεία. Στη Νότια Κορέα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια απαρτίζονται από έναν αξιωματικό και δύο δικαστές. Το δε Ανώτερο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης και το Ανώτατο Δικαστήριο, που εκδικάζουν εφέσεις και αναιρέσεις αντίστοιχα, έχουν στη σύνθεσή τους τρεις στρατιωτικούς δικαστές και δύο αξιωματικούς. Στη Γερμανία τα πρωτοβάθμια δικαστήρια αποτελούνται από έναν προεδρεύοντα πολίτη και δύο στρατιωτικούς δικαστές, ενώ τα δευτεροβάθμια από τρεις πολίτες και δύο στρατιωτικούς δικαστές. Στην Πολωνία η επάνδρωση των δικαστηρίων αποφασίζεται από τον Πρόεδρο. Οι ένορκοι εκλέγονται από το στρατιωτικό προσωπικό και εγγράφονται σε ειδική κατάσταση που τηρείται από τα δικαστήρια. Τα πρωτοβάθμια δικαστήρια περιλαμβάνουν ένα δικαστή και δύο ενόρκους. Σε ιδιαίτερα όμως σοβαρές υποθέσεις ο Πρόεδρος μπορεί να διορίσει τρεις ενόρκους. Σε περίπτωση εγκλημάτων που επισύρουν την ποινή του θανάτου το δικαστήριο αποτελείται από δύο δικαστές και τρεις ενόρκους, ενώ τα εφετεία σε περιπτώσεις εγκλημάτων που επισύρουν την ποινή του θανάτου μπορούν να έχουν στη σύνθεσή τους τρεις ή πέντε δικαστές. Στην Αμερική, όπου τα στρατιωτικά δικαστήρια ακολουθούν τα στρατεύματα σε όλες τις εκτός συνόρων αποστολές, οι καταδικαστικές των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων αποφάσεις παραπέμπονται αυτοδικαίως στο Εφετείο, το οποίο αποτελείται είτε από τρεις στρατιωτικούς δικαστές, είτε από πέντε πολίτες δικαστές. Υπάρχει, παράλληλα, δυνατότητα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο περιλαμβάνει εννέα ισόβιους πολίτες δικαστές. Στη Βραζιλία διαπιστώνουμε ότι στις συνθέσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων συνυπάρχουν στρατιωτικοί και πολίτες δικαστές. Στο Ανώτερο Στρατιωτικό Δικαστήριο, παραδείγματος χάριν, υπηρετούν δεκαπέντε δικαστές και συγκεκριμένα τρεις από το Ναυτικό, τέσσερις από το Στρατό, τρεις από την Αεροπορία και πέντε από το κοινό δικαστικό σώμα. Στην Ισπανία το στρατιωτικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελείται από οκτώ δικαστές, τέσσερις πολίτες και τέσσερις αξιωματικούς, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων. Στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όπου πρόεδρος είναι ένας Υποστράτηγος του ίδιου σώματος, η σύνθεση ολοκληρώνεται με τέσσερις Ταξιάρχους, ενώ στον πρώτο βαθμό πρόεδρος είναι ένας Συνταγματάρχης και τέσσερα μέλη που είναι Αντισυνταγματάρχες ή Ταγματάρχες. Στα Ελβετικά δικαστήρια συμμετέχουν ένας πρόεδρος του στρατιωτικού δικαστικού κλάδου, δύο αξιωματικοί και δύο υπαξιωματικοί, ενώ ο εισαγγελέας έχει βαθμό Ταγματάρχη και ανήκει στον προαναφερθέντα κλάδο. Πιο συγκεκριμένα, οι συνθέσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων δεν περιλαμβάνουν απόφοιτους νομικής σχολής, αλλά αξιωματικούς που κρίνουν με τις ειδικές τους γνώσεις. Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια αποτελούνται συνήθως από δικαστές που είναι νομικοί και το Ακυρωτικό αποκλειστικά από νομικούς. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι κατά τα έτη 1922, 1973 και 1990 έγιναν προσπάθειες να καταργηθούν τα στρατιωτικά δικαστήρια σε καιρό ειρήνης, οι οποίες όμως δεν είχαν αποτέλεσμα. Στα πρωτοβάθμια δικαστήρια της Ιταλίας συμμετέχουν δύο στρατιωτικοί δικαστές και ένας αξιωματικός, ενώ στα δευτεροβάθμια τρεις στρατιωτικοί δικαστές και ένας αξιωματικός. Στη Βρετανία ένα στρατιωτικό δικαστήριο μπορεί να είναι είτε περιφερειακό οπότε έχει στη σύνθεσή του τρεις αξιωματικούς και πρόεδρο ταγματάρχη ή αντισυνταγματάρχη, είτε γενικό οπότε έχει στη σύνθεσή του τουλάχιστον πέντε αξιωματικούς και πρόεδρο συνταγματάρχη ή ταξίαρχο. Οι συμμετέχοντες αυτοί αξιωματικοί δεν έχουν νομικές γνώσεις και αποφασίζουν για τα μη νομικά θέματα, αφήνοντας την κρίση επί των νομικών θεμάτων στο διορισμένο από τον αρχαιότερο δικαστή της χώρας πολίτη δικαστικό[15]. Στα πειθαρχικά και γενικά στρατιωτικά δικαστήρια του Καναδά συμμετέχουν τρεις ή πέντε αξιωματικοί αντίστοιχα και ένας στρατιωτικός δικηγόρος για παροχή νομικών πληροφοριών, ο οποίος, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, αναλαμβάνει ρόλο προέδρου. Στην Πορτογαλία ναι μεν τα κοινά ποινικά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα να εκδικάζουν τα στρατιωτικά εγκλήματα, αλλά υποχρεούνται από το Σύνταγμα να έχουν στη σύνθεσή τους στρατιωτικούς δικαστές. Στα στρατιωτικά δικαστήρια του Βελγίου διορίζονται δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και στη σύνθεσή τους μετέχουν αξιωματικοί. Τέλος, στη Γαλλία, παρά τα αρχικά σχέδια, δε δημιουργήθηκαν στα κοινά ποινικά δικαστήρια ειδικά τμήματα για την εκδίκαση στρατιωτικών εγκλημάτων, με αποτέλεσμα αυτή να ανατίθεται στους κοινούς δικαστές.

Αναφορικά με το θέμα της αρμοδιότητας των στρατιωτικών δικαστηρίων παρατηρείται γενικά ότι τα αυτά εκδικάζουν τα εγκλήματα που διέπραξαν πρόσωπα που είχαν τη στρατιωτική ιδιότητα. Το κριτήριο αυτό που αναφέρεται στην ιδιότητα του κατηγορουμένου σέβονται απόλυτα, μεταξύ άλλων, οι νομοθεσίες του Ισραήλ, του Καναδά, της Ισπανίας και της Νότιας Κορέας. Ειδικότερα στην Ισπανία από τα εν λόγω δικαστήρια ελέγχεται και η νομιμότητα επιβολής πειθαρχικών ποινών σε στρατιωτικούς, ενώ στην Αργεντινή και στην Αμερική οι κληρωτοί υπάγονται τόσο στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων για στρατιωτικά εγκλήματα που διέπραξαν, όσο και των κοινών για εγκλήματα μη καθαρώς στρατιωτικού χαρακτήρα. Στην Ολλανδία, αντιθέτως, τα στρατιωτικά δικαστήρια εκδικάζουν τα στρατιωτικά και τα κοινά εγκλήματα των στρατιωτικών. Στη Γαλλία και τη Δανία από τα δικαστήρια αυτά εκδικάζονται τα στρατιωτικά και μη αδικήματα, υπό την προϋπόθεση ότι διεπράχθησαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, ενώ ειδικότερα στη Δανία υπάρχει δυνατότητα να επιληφθούν και σε περίπτωση που ο τόπος τελέσεως είναι οποιαδήποτε στρατιωτική εγκατάσταση. Αξίζει εν προκειμένω να τονισθούν τα ισχύοντα στην Πολωνία, όπου στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων της υπάγονται τόσο τα εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατιωτικοί, όσο και αυτά που διαπράττουν οι πολίτες που υπηρετούν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καθώς επίσης και αυτά που στρέφονται κατά σημαντικών πολιτικών και οικονομικών ενδιαφερόντων του κράτους, άσχετα από το εάν έχουν τελεσθεί από στρατιωτικούς ή μη. Στη Βρετανία μερικά από τα σοβαρότερα εγκλήματα, όπως της ανθρωποκτονίας και της ληστείας εντάσσονταν ανέκαθεν στην αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Επίσης, κατ’ εξαίρεση τα στρατιωτικά αυτά δικαστήρια εκδικάζουν και υποθέσεις πολιτών, όπως υπαλλήλων, που συνοδεύουν στρατιωτικά τμήματα στο εξωτερικό. Στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων της Κίνας υπάγονται τόσο οι στρατιωτικοί, όσο και οι πολίτες που αποτελούν μέλη των ενόπλων δυνάμεων για όλα τα εγκλήματα που διαπράττουν, ενώ στη Ρουμανία, τον Καναδά, το Βέλγιο και την Ελβετία η σχετική αρμοδιότητα επί πολιτών είναι εξαιρετική και εκτείνεται μόνο σε καθορισμένα από το νόμο αδικήματα. Στη Βραζιλία τα υπόψη δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα εκδικάσεως των στρατιωτικών εγκλημάτων, μόνο που στην έννοια του “στρατιωτικού εγκλήματος” υπάγονται τόσο αυτά που έχουν καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, όσο και εκείνα που, όντας εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, αντλούν τον έμμεσο στρατιωτικό χαρακτήρα τους από το γεγονός ότι βάλλουν κατά της οργανώσεως, συντηρήσεως, τάξεως και των σκοπών των ενόπλων δυνάμεων.  Κατά συνέπεια, είναι αυτονόητο ότι, υπό την δεύτερη έννοια, είναι δυνατό να διαπράξουν στρατιωτικά εγκλήματα και πολίτες, οπότε οι σχετικές υποθέσεις τους θα εκδικασθούν από στρατιωτικά δικαστήρια.

Εξετάζοντας στο σημείο αυτό το θέμα της αρμοδιότητας σε περίπτωση συμμετοχής στρατιωτικών και ιδιωτών, παρατηρούμε ότι στις νομοθεσίες των κρατών συναντώνται και οι τρεις δυνατές επιλογές. Ειδικότερα, στη Βουλγαρία η αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων περιλαμβάνει και εγκλήματα που διέπραξαν από κοινού στρατιώτες με πολίτες, στη Νότια Κορέα σε ανάλογες περιπτώσεις θα λάβουν χώρα χωριστές διαδικασίες, ενώ, τέλος, στην Πολωνία τα στρατιωτικά δικαστήρια μπορούν να επιληφθούν είτε στο σύνολο των κατηγορουμένων είτε να χωρίσουν τις υποθέσεις.

 ΙV. Στρατιωτικοί δικαστές

Η ιδιότητα των στρατιωτικών δικαστών ως αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων ή ανεξάρτητων δικαστών που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για το όλο οικοδόμημα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Οι υπερασπιστές κάθε μιας από τις δύο ιδιότητες εκθέτουν τα δικά τους πλεονεκτήματα επιχειρώντας με συχνά πειστικό τρόπο να καταξιώσουν την άποψή τους. Αναμφισβήτητα, είναι γεγονός ότι ένα δικαστικό σώμα με στρατιωτική δομή και ιεραρχία βρίσκεται πλησιέστερα στις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας και τα μέλη του, ως έχοντα την ιδιότητα του αξιωματικού, έχουν αποκτήσει πρωτογενώς τις απαιτούμενες γνώσεις για ορθή κρίση επί των στρατιωτικών εγκλημάτων. Τα μειονεκτήματα όμως του δικαστικού σώματος αυτής της μορφής έχουν να κάνουν με αυτή καθεαυτή την ιεραρχική δομή και υπηρεσιακή εξάρτηση των στρατιωτικών δικαστών από τη στρατιωτική και πολιτική ιεραρχία του υπουργείου άμυνας, η οποία είναι καταρχάς ασυμβίβαστη με τη δικαστική ιδιότητα. Στον αντίποδα, οι στρατιωτικοί δικαστές που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, έχουν όλα τα εχέγγυα για να απονείμουν ορθά δικαιοσύνη[16]. Στη χώρα μας με το νόμο 2304/95 κυρώθηκε ο κώδικας Δικαστικού Σώματος ενόπλων δυνάμεων. Ως γνωστόν, πέρασαν είκοσι χρόνια για να υλοποιηθεί η συνταγματική επιταγή της διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 5 και να μεταρρυθμιστούν τα ισχύοντα στην ελληνική στρατιωτική δικαιοσύνη. Με το νόμο αυτό και με το νόμο 2287/95 κατοχυρώθηκε θεσμικά η ανεξαρτησία και αποστολή της, αφού οι στρατιωτικοί δικαστές δεν έχουν πλέον τη στρατιωτική ιδιότητα και περιβάλλονται με εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας[17]. Μεταξύ των άλλων χωρών όπου οι στρατιωτικοί δικαστές δεν έχουν στρατιωτική ιδιότητα, αξίζει να αναφερθούν ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα ισχύοντα στην Ελβετία τη Νότια Κορέα και την Πολωνία. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελβετία οι στρατιωτικοί δικαστές είναι πτυχιούχοι νομικής, οι οποίοι διατηρούν την πολιτική τους ιδιότητα, διορισμένοι ειδικά προς άσκηση ανάλογων καθηκόντων, σε αντίθεση με τον προϊστάμενο της εισαγγελίας, ο οποίος είναι μέλος του στρατιωτικού δικαστικού κλάδου.

Στη Νότια Κορέα οι στρατιωτικοί δικαστές διορίζονται κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, έχουν πολιτική ιδιότητα και απολαμβάνουν εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Τέλος, στην Πολωνία για να γίνει κάποιος στρατιωτικός δικαστής θα πρέπει να έχει πτυχίο νομικής, να έχει αποκτήσει δικαστική εμπειρία είτε σε στρατιωτικά είτε σε κοινά δικαστήρια και να επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό. Οι κάτοχοι πτυχίων νομικής, καθηγητές του δικαίου, πρώην δικαστές, συμβολαιογράφοι και δικηγόροι με τριετή τουλάχιστον ενάσκηση καθηκόντων δεν υποχρεούνται να πληρούν την απαίτηση της προαναφερθείσας εμπειρίας. Οι στρατιωτικοί δικαστές διορίζονται από το υπουργείο άμυνας καθ’ υπόδειξη της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου των Στρατιωτικών Δικαστών. Αντίθετα με τα ισχύοντα στις προαναφερθείσες χώρες, στη Βρετανία, στη Βραζιλία και στη Ρουμανία, οι στρατιωτικοί δικαστές έχουν στρατιωτική ιδιότητα. Ειδικότερα, στη Ρουμανία οι στρατιωτικοί δικαστές και εισαγγελείς είναι αξιωματικοί κάτοχοι πτυχίου νομικής, οι οποίοι φέρουν δικαστικούς βαθμούς. Στην Ισπανία το στρατιωτικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελείται από οκτώ δικαστές, τ πολίτες και αξιωματικούς, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων. Φέρουν όλοι τους βαθμό Υποστρατήγου, διορίζονται χωρίς προκαθορισμένη θητεία και αμείβονται όσο και οι πολίτες συνάδελφοί τους. Τα μέλη του σώματος των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων είναι αξιωματικοί, οι οποίοι αμείβονται όπως οι λοιποί μη νομικοί ομοιόβαθμοι συνάδελφοί τους. Στις περιπτώσεις που δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα χάνουν τον τίτλο του δικαστή και τοποθετούνται σε μονάδες ως νομικοί. Για να ενταχθεί κάποιος στο σώμα των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων απαιτείται να είναι πτυχιούχος νομικής και να επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό. Δεν υφίσταται ποσοστιαίος περιορισμός εισαγωγής γυναικών στο σώμα και μάλιστα τα τελευταία χρόνια, όπως και στη χώρα μας, οι επιτυχούσες γυναίκες υπερέχουν ελαφρά από αριθμητικής πλευράς των συναδέλφων τους ανδρών. Στην Κίνα οι στρατιωτικοί δικαστές είναι επίσης αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων. Ο πρόεδρος του Ανώτατου Στρατιωτικού Δικαστηρίου προτείνεται από τον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διορίζεται κατόπιν εγκρίσεως του κοινοβουλίου, ενώ οι λοιποί στρατιωτικοί δικαστές, οι οποίοι πρέπει να είναι πτυχιούχοι νομικής σχολής, διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενόπλων δυνάμεων. Για να ενταχθεί κάποιος στην Ελβετική στρατιωτική δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι απόφοιτος νομικής και να έχει εμπειρία προϋπηρεσίας στις ένοπλες δυνάμεις. Η ένταξη στο σώμα νέων αξιωματικών εγκρίνεται από την κυβέρνηση ύστερα από πρόταση του επικεφαλής της Στρατιωτικής Εισαγγελίας, ενώ οι δικαστές των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων επιλέγονται απευθείας από την κυβέρνηση, σε αντίθεση με εκείνους του ακυρωτικού που διορίζονται από το κοινοβούλιο.

Τέλος, παρατηρούνται περιπτώσεις όπου οι στρατιωτικοί δικαστές, αν και έχοντες τη στρατιωτική ιδιότητα, απολαμβάνουν ανεξαρτησίας ή διαφόρων εχεγγύων, με τα οποία διευκολύνεται η εκτέλεση των καθηκόντων τους. Στη Βουλγαρία, φερ’ ειπείν, οι δικαστές που δικάζουν τα στρατιωτικά εγκλήματα διορίζονται από Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και φέρουν στρατιωτικό βαθμό, ο οποίος απονέμεται από το υπουργείο άμυνας. Είναι, όμως, ανεξάρτητοι από την εκτελεστική εξουσία και απολαμβάνουν την ίδια ασυλία με αυτήν που απολαμβάνουν οι βουλευτές. Στον Καναδά οι πρόεδροι των στρατιωτικών δικαστηρίων είναι μόνιμοι αξιωματικοί και διορίζονται από τον υποστράτηγο διοικητή του δικαστικού σώματος. Για να εξασφαλιστεί η αμεροληψία τους είναι αμετακίνητοι και ασχολούνται αποκλειστικά με τα καθήκοντα αυτά. Η επιλογή των λοιπών μελών του δικαστηρίου είναι στην κρίση του προέδρου ανάμεσα από αξιωματικούς, στους οποίους έχουν ανατεθεί ανάλογα καθήκοντα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στη Δανία υπάρχει σώμα στρατιωτικών δικαστών με στρατιωτική ιδιότητα, που βρίσκεται εκτός της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτοί ασκούν ανακριτικά καθήκοντα, αλλά και δικαστικά σε περιπτώσεις λιγότερο σοβαρών αδικημάτων που τιμωρούνται με επίπληξη, πρόστιμο ή περιορισμό μέχρι τριάντα ημερών. Στην Ιταλία οι στρατιωτικοί δικαστές, που είναι πτυχιούχοι νομικής και κατατάσσονται κατόπιν διαγωνισμού, απολαμβάνουν των ίδιων εγγυήσεων ανεξαρτησίας των δικαστών των κοινών δικαστηρίων, ενώ στην Ισπανία απολαμβάνουν ανεξαρτησίας και έχουν το αμετάθετο.

  1. V. Επίμετρο

Ως δικαιολογητική βάση της ιδρύσεως των στρατιωτικών δικαστηρίων θεωρήθηκε η ιδιάζουσα φύση των στρατιωτικών εγκλημάτων, τα οποία στη γνήσια μορφή τους μπορούν να διαπραχθούν μόνο από εκείνους που φέρουν τη στρατιωτική ιδιότητα. Το γεγονός όμως ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια αποτελούν ειδικά δικαστήρια με γενική –ποινική- αρμοδιότητα, καθώς και το ότι κατά καιρούς η ίδρυση τους έχει θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας, οδήγησαν κάποιους στη διατύπωση της απόψεως ότι η στρατιωτική δικαιοσύνη από τον εγγυητικό απέναντι των στρατιωτικών ρόλο που εκλήθη να διαδραματίσει εξελίχθηκε βαθμιαία σε προνόμιό τους[18].

Θα ήταν ανακόλουθο αν υποστηριζόταν ότι οι αλλαγές που επέφερε το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου στα στρατεύματα θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη στρατιωτική δικαιοσύνη. Κατόπιν αυτού, το θέμα της δωσιδικίας των στρατιωτικών δικαστηρίων δε θα πρέπει να επανεξετασθεί μόνο υπό το πρίσμα των κοινωνικοπολιτικών μεταβολών που επήλθαν σε κάθε χώρα, αλλά και υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που αφορούν το όλο νομικό καθεστώς που διέπει τους στρατιωτικούς, οι οποίοι συχνά πλέον καλούνται να επιχειρήσουν εκτός των συνόρων της χώρας τους και συνήθως μέσα στο πλαίσιο πολυεθνικών δυνάμεων. Με τα δεδομένα αυτά, η ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού της λειτουργίας των στρατιωτικών δικαστηρίων μοιάζει περισσότερο επιτακτική από ποτέ.

Από όσα προεκτέθηκαν διαπιστώσαμε ένα ευρύ φάσμα συστημάτων με τα οποία εμφανίζεται στην πράξη ο θεσμός της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Σε μερικές χώρες δεν υφίσταται στρατιωτική δικαιοσύνη, σε άλλες αυτή παραμένει οργανωμένη σε στρατιωτικά πρότυπα και, τέλος, σε μερικές υιοθετείται ένα μικτό στρατιωτικό και πολιτικό σύστημα. Το μικτό αυτό σύστημα υλοποιείται με διάφορους τρόπους, οι οποίοι κατεξοχήν επιβεβαιώνουν τη σύγχρονη τάση ενσωματώσεως του αντικειμένου της στρατιωτικής δικαιοσύνης στην κοινή δικαιοσύνη. Είναι σαφές ότι κάθε ένα από τα τρία γενικά συστήματα έχει τα δικά του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Θα ήταν λάθος εάν κάποιος, αναφερόμενος σε διεθνές επίπεδο, ετάσσετο απολύτως υπέρ ενός και μόνο συστήματος, ενόψει του ότι η γνώμη καθενός μπορεί, καταρχάς, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα εντός του πλαισίου της χώρας του. Οι συντεταγμένες εκείνες που θα προσδιορίσουν σε κάθε χώρα την υπόσταση των στελεχών της στρατιωτικής δικαιοσύνης και τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων είναι το ισχύον νομικό σύστημα, η φύση των ενόπλων δυνάμεων, η παράδοση και οι κρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Είναι βέβαιο ότι θα ήταν πολλά και δυσεπίλυτα τα προβλήματα που θα έπρεπε να λυθούν για να καταλήγαμε σε ένα σύστημα κοινής αποδοχής, εάν, φυσικά, αυτό ήταν το ζητούμενο.

 Ύστερα όμως από τις διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει στα επιμέρους συστήματα, μπορεί αβίαστα να διαπιστωθεί μια σαφής τάση απομακρύνσεως από το στρατιωτικά οργανωμένο πρότυπο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η οποία υλοποιείται με διάφορους τρόπους. Είναι δεδομένη, άλλωστε, η γενικότερη τάση για ελαχιστοποίηση των μη δικαστών (ενόρκων, στρατοδικών) από τα δικαστήρια. Παραμένοντας όμως στις πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν τη στρατιωτική δικαιοσύνη, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι κοινός γνώμονας όλων των αλλαγών που ήδη επήλθαν είναι η ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης στον ιδιαίτερο χώρο των ενόπλων δυνάμεων.

[1] Βλέπε σχετικά Ν. Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, ΙΙ, Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ. 239 επ.

[2] Ο Κλεμανσώ με μνημειώδη δηκτικότητα είχε τονίσει ότι: “Η στρατιωτική δικαιοσύνη είναι για τη δικαιοσύνη ό,τι η στρατιωτική μουσική για τη μουσική”, ενώ ο στρατιωτικός ακόλουθος της Καναδικής πρεσβείας στη Ρώμη Geoff St John κατά το εκεί διεξαχθέν συνέδριο την 22-23/4/98 με θέμα τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, εκπροσωπώντας πλέον τις σύγχρονες απόψεις περί καταργήσεως της στρατιωτικής δικαιοσύνης, είχε αναφέρει ότι: “Έτσι όπως ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικός για να αφεθεί αποκλειστικά στους στρατηγούς και η κατασκοπεία πολύ σημαντική για να αφεθεί αποκλειστικά στους αξιωματικούς των αρμόδιων γραφείων, έτσι και η στρατιωτική δικαιοσύνη είναι πολύ σημαντική για να αφεθεί αποκλειστικά στους στρατιωτικούς νομικούς”.

[3] Βλέπε και Χ. Αργυρόπουλου, Στρατιωτική δικαιοσύνη και σύνταγμα, τόμος πρακτικών του Α’ συνεδρίου της ενώσεως ελλήνων συνταγματολόγων, Οι συνταγματικές ελευθερίες στην πράξη, 1986, σελ. 139 επ.

[4] Στη χώρα μας, όπως θα διαπιστώσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια, με το νόμο 2287/95 τροποποιήθηκε ο επί πεντηκονταετία περίπου ισχύων στρατιωτικός ποινικός κώδικας, ενώ με το νόμο 2304/95 επήλθαν ριζικές διαφοροποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους δικαστικούς λειτουργούς των στρατιωτικών δικαστηρίων.

[5] Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 26-27.

[6] Για την ανάγκη μεταρρυθμίσεως του στρατιωτικού ποινικού δικαίου βλέπε Ι. Μανωλεδάκη, Χρειάζεται μεταρρύθμιση η στρατιωτική ποινική νομοθεσία, Μελέτες, 1990, σελ. 330, Α. Παπαδαμάκη, Οι προσανατολισμοί του του στρατιωτικού ποινικού δικαίου κατά την ιστορική του διαδρομή και η ανάγκη μεταρρύθμισής του, Υπεράσπιση 1992. 709, Γ. Παπαδημητρίου, Στρατιωτική δικαιοσύνη και Σύνταγμα, Η αρχή του κράτους δικαίου σε “σωτήρια” δοκιμασία;, Υπεράσπιση 1993. 17, Γ. Βουλγαράκη, Ατέλειαι του στρατιωτικού ποινικού κώδικος, ΠοινΧρον 1977. 702.

[7] Ειδικότερα για τη σχετική νομοθεσία της Ιταλίας βλέπε και Ordinamento giudiziario militare, 1997, σελ. 147 επ., Constituzione della republica Italiana – Codice militaredi pace e di guerra, 1996, σελ. 44 επ.

[8] Εφόσον δεν επισημαίνεται διαφορετικά, τα στοιχεία που αφορούν τα ισχύοντα σε λοιπές χώρες, πλην της Ελλάδας, έχουν ληφθεί είτε από τη Rassegna della giustiziamilitare, gennaio-aprile 1998, ως εξής: Ισπανία σελ. 58-70, Αμερική σελ. 76-79, Ολλανδία σελ.88-99, Κίνα σελ.100-105, Ρουμανία σελ.106-110, Ουγγαρία σελ. 116-122, Αυστρία σελ. 123-130, Αργεντινή σελ.131-135, Γαλλία σελ.142-149, Βρετανία σελ.150-156, Βραζιλία σελ. 176-185, Ελβετία σελ. 192-200, Γερμανία σελ.201-204, Καναδάς σελ. 211-216, Βουλγαρία σελ. 217-219, Πορτογαλία σελ. 220-221και Ιταλία σελ. 42-58,190-192 και 205-211, είτε από αδημοσίευτα σχετικά στοιχεία που έχουν περιέλθει στην τότε Διεύθυνση Δικαστικού – Νομοθετικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης κατά το έτος 1992.

[9] Βλέπε σχετικά τα άρθρα 167 και επόμενα του Ν. 2287/95.

[10] Για τις εξαιρέσεις από τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα βλέπε τη διάταξη του άρθρου 193 παρ. 2 του Ν. 2287/95.

[11] Βλέπε σχετικά τα άρθρα 178 επ. του Ν.2287/95.

[12] Βλέπε σχετικά το άρθρο 195 του Ν.2287/95 και την κριτική επισκόπηση της σχετικής νομολογίας από τον Α. Παπαδαμάκη, Η αρμοδιότητα λόγω συμμετοχής και συνάφειας κατά το νέο στρατιωτικό ποινικό κώδικα, Υπεράσπιση 1996. 611 επ.

[13] Για το σκοπό υπάρξεως στρατιωτικής δικαιοσύνης και τα στρατιωτικά δικαστήρια στην Ιταλία, βλέπε Ordinamento giudiziario militare, 1997, σελ. 107 επ.

[14] Ο σχετικός νόμος στη Γαλλία ετέθη σε ισχύ την 1/1/1983. Βλέπε σχετικά Ν. Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, ΙΙ Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ.240 επ.

[15] Στο Βρετανικό Ναυτικό, όμως, το σχετικό καθεστώς διαφοροποιείται τόσο στο ότι παρέχονται στον κυβερνήτη ευρύτερες εξουσίες στην εκδίκαση των ελαφρών αδικημάτων, όσο και στο ότι δεν υπάρχει περιφερειακό στρατιωτικό δικαστήριο.

[16] Για τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή βλέπε Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό δίκαιο, τ.Β’, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, 1993, σελ.552 επ.

[17] Βλέπε σχετικά Π. Χριστοφοράκου, Η ποινική δωσιδικία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων (συγχρόνως μια ελάχιστη συμβολή στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος), Ποιν. Χρον. ΜΗ’ .328. Για τις ατέλειες του Ν. 2304/95 που σχετίζονται με την ακριβή ιδιότητα των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, βλέπε Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997 σελ. 28 υποσημ. 4.

[18] Ν. Αλιβιζάτου, ό.π., σελ. 239-240.

Η εξέταση της νομιμότητας στρατιωτικής χρήσης των μη φονικών όπλων

Η απαγόρευση χρήσης συγκεκριμένων μεθόδων & μέσων εχθροπραξιών, βάση τον υφισταμένων διεθνών κειμένων και τον – γενικώς αναγνωρισμένων – κανόνων του διεθνούς δικαίου.

κείμενο:Ευγένιος Αρ. Γιαρένη Ανακριτή του Στρατοδικείου Αθηνών

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ

Η αντιμετώπιση των εγκλημάτων πολέμου

Από τη Νυρεμβέργης και το Τόκιο στο Μόνιμο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΑΠΔ) της Χάγης.

κειμενο:Ευγένιος Αρ. Γιαρένης , Ανακριτής του Στρατοδικείου Αθηνών

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΕΔΩ

Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και Δίκαιο Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) και ιδίως την απόφαση της 12-12-01  επί της υπ’αρ. 52207/99 προσφυγής των Bancovic και λοιπών κατά χωρών-μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ)

ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΥΡΚΟΥ, Αντεισαγγελέα Αεροδικείου Αθηνών, Μ.Δ. (Ποινικών Επιστημών), LLM (London), Μέλους Επιτροπής Διάδοσης Ανθρωπιστικού Δικαίου

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», τ. 12/2006)

Α) Η υπόθεση Bancovic και λοιπών κατά χωρώνμελών του ΝΑΤΟ[1]     

  1. I) Το χρονικό της υπόθεσης:

Την 30-1-1999, το ΝΑΤΟ, κατόπιν σχετικής απόφασης του Συμβουλίου των χωρών-μελών του, ανακοίνωσε την απόφασή του για έναρξη διεξαγωγής αεροπορικών επιθέσεων στην εδαφική επικράτεια της (τότε) Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, στην περίπτωση που η κυβέρνηση της χώρας αυτής δεν θα συμμορφωνόταν στις επιταγές της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με τους όρους διευθέτησης της κρίσης που είχε ανακύψει στην επαρχία του Κοσόβου. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις  μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και εκπροσώπων της διεθνούς κοινότητας αρχικά στο Ραμπουγέ (6 έως 23-2-99) και στη συνέχεια στο Παρίσι (15 έως 18-3-99).Το προταθέν κείμενο συμφωνίας υπεγράφη από τους εκπροσώπους των αλβανικής καταγωγής Κοσοβάρων αλλά απορρίφθηκε από την σερβική πλευρά. Κατόπιν τούτου και θεωρώντας ότι κάθε προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης της κρίσης είχε αποτύχει, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε, την 23-3-1999, την έναρξη αεροπορικών επιθέσεων σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες ξεκίνησαν την επομένη ημέρα και διήρκεσαν μέχρι την 8-6-1999.Την 23-4-99,λίγο μετά την 02.00΄ώρα,το κτίριο της Σερβικής Ραδιοτηλεόρασης (RTS) στο Βελιγράδι επλήγη από πύραυλο που εκτοξεύτηκε από αεροσκάφος των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων. Η επίθεση είχε ως συνέπεια την κατάρρευση δύο εκ των τεσσάρων ορόφων του κτιρίου, τον θάνατο 16 ατόμων και τον τραυματισμό άλλων 16.

  1. II) Η προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ)

Οι συγγενείς τεσσάρων από τους φονευθέντες κατά την ως άνω αεροπορική επιδρομή καθώς και ένας από τους τραυματίες υπέβαλαν προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ σε βάρος των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που συναίνεσαν στη λήψη της απόφασης για την διεξαγωγή των αεροπορικών επιθέσεων  και συμμετείχαν στην σχετική επιχείρηση (Allied Force) είτε με απ’ευθείας εμπλοκή σ’αυτές είτε με παροχή διοικητικής ή άλλης υποστήριξης και οι οποίες ταυτόχρονα είχαν την ιδιότητα του Συμβαλλομένου Μέρους στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[2]. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν παραβίαση των δικαιωμάτων στη ζωή, την ελεύθερη έκφραση και την παροχή αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος (άρ. 2,10 και 13 της ΕΣΔΑ αντίστοιχα).

 III) Οι ισχυρισμοί των εναγομένων κυβερνήσεων

Οι κυβερνήσεις των εναγομένων χωρών ζήτησαν την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, κατ’άρ. 35 παρ. 3 και 4 της ΕΣΔΑ, επικαλούμενες το γεγονός ότι, κατά το χρόνο του επιδίκου συμβάντος, οι παθόντες και οι συγγενείς τους δεν τελούσαν υπό την δικαιοδοσία (jurisdiction) του Δικαστηρίου, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρ. 1 της ΕΣΔΑ ,το οποίο ορίζει ότι ότι όλα τα Κράτη-Μέλη της ΕΣΔΑ αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν για κάθε πρόσωπο που τελεί υπό την δικαιοδοσία τους την απόλαυση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ορίζονται στο 1ο Κεφάλαιο της Σύμβασης,με συνέπεια να μην υφίσταται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ratione persone.Το ως άνω επιχείρημα στηρίχθηκε κυρίως στην ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» ο οποίος, κατά τις εναγόμενες, θα έπρεπε να ερμηνευθεί σύμφωνα με το κοινό και στέρεα παγιωμένο νόημα του όρου αυτού στο πλαίσιο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Επομένως, κατά τις ίδιες, η άσκηση «δικαιοδοσίας» προϋποθέτει τη δυνατότητα επιβολής νόμιμης εξουσίας πάνω σε πρόσωπα τα οποία οφείλουν κάποια μορφή υπακοής στο κράτος ή τα οποία έχουν τεθεί υπό τον έλεγχο του κράτους αυτού. Επιπλέον ο όρος «δικαιοδοσία» συνεπάγεται την εγκαθίδρυση μιάς μορφής «δομημένης σχέσης» κράτους-υποκειμένου, διαρκούσης για ορισμένη χρονική περίοδο. Δεδομένων λοιπόν των ανωτέρω, η συμπεριφορά των εναγομένων (η λήψη, δηλαδή απόφασης για διεξαγωγή αεροπορικών βομβαρδισμών και η υλοποίησή της) δεν συνιστά άσκηση δικαιοδοσίας επί των προσφυγόντων και των φονευθέντων και τραυματισθέντων προσώπων.Από τους λοιπούς προβληθέντες ισχυρισμούς, αξίζει, για τους σκοπούς του παρόντος πονήματος, να σταθούμε ιδιαίτερα στα παρακάτω σημεία:α) Οι εναγόμενες, στο πλαίσιο της αντίκρουσης των ισχυρισμών των προσφυγόντων ότι η θετική υποχρέωση που επιβάλει το άρ. 1 της ΕΣΔΑ στα συμβαλλόμενα μέρη θα πρέπει να ερμηνεύεται σε αναλογία προς τον βαθμό του de facto ελέγχου που ασκείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (εν προκειμένω, ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του εναερίου χώρου της Γιουγκοσλαβίας από τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις και η συνακόλουθη ιδιαίτερη ευχέρεια διενέργειας αεροπορικών επιθέσεων κατά επιγείων στόχων),αντέτειναν ότι το κοινό νόημα της διατύπωσης του κειμένου του άρ, 1 της ΕΣΔΑ ουδόλως καταλείπει περιθώρια για την υποστήριξη μιάς τέτοιας άποψης: αν οι συντάκτες της ΕΣΔΑ επιθυμούσαν πράγματι να καθιερώσουν μια παρόμοια σχέση αιτίου-αιτιατού (cause-effect) θα είχαν επιλέξει διατύπωση παρόμοια με αυτή του –κοινού- άρ. 1 των Συμβάσεων της Γενεύης[3] του 1949,η οποία τυγχάνει ευρύτερη και δεν δικαιολογεί την προβολή εξαιρέσεων είτε ratione loci  είτε ratione persone.β) Στον εύλογο ισχυρισμό των προσφυγόντων ότι, τυχόν μη αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων άσκησης δικαιοδοσίας εκ μέρους του ΕΔΔΑ στην υπόψη προσφυγή ,θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με παροχή ασυλίας προς τα κράτη –μέρη της ΕΣΔΑ  να διαπράττουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και προστατεύονται απ’αυτή όταν εμπλέκονται σε στρατιωτικής φύσης επιχειρήσεις, οι εναγόμενες αντέτειναν τον ισχυρισμό ότι, τυχόν υιοθέτηση από το Δικαστήριο του επιχειρήματος περί δυνατότητας αξιοποίησης της σχέσης αιτίου-αιτιατού για τη θεμελίωση «εξωεδαφικής» (extraterritorial) εφαρμογής της Σύμβασης θα συνεπαγόταν σοβαρές διεθνείς συνέπειες στο πεδίο της διεθνούς συλλογικής στρατιωτικής δράσης και θα συνιστούσε παραμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της ΕΣΔΑ. Τούτο διότι, κατ’αυτόν τον τρόπο, το ΕΔΔΑ θα καθίστατο αρμόδιο να εξετάζει τη συμμετοχή μελών σε στρατιωτικές αποστολές σε παγκόσμια κλίμακα και υπό περιστάσεις που θα καθιστούσαν ιδιαίτερα δυσχερή έως αδύνατη τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κατοίκων των περιοχών όπου αναπτύσσεται η δράση αυτή, ακόμη και υπό περιστάσεις όπου το Μέρος δεν έχει ενεργό συμμετοχή. Επιπρόσθετα, τόνισαν, για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της συμπεριφοράς προσώπων που συμμετέχουν σε ανάλογες επιχειρήσεις ως μέλη των ενόπλων δυνάμεων ή εν γένει αντιπρόσωποι (agents) κάποιου κράτους, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του ΔΑΔ. 

  1. IV) H απόφαση

Το ΕΔΔΑ, μετά από εκτεταμένη και αναλυτική αναφορά στις προβλέψεις της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών, τη σχετική νομική φιλολογία, τις προπαρασκευαστικές εργασίες (travaux preperatoires) της ΕΣΔΑ καθώς και την προγενέστερη νομολογία του, απεφάνθη ομόφωνα ότι η αποδιδόμενη στα εναγόμενα κράτη δράση δεν δύναται ν’ αξιολογηθεί στο πλαίσιο των απορρεουσών από τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ υποχρεώσεών τους και για το λόγο αυτό κήρυξε τη σχετική προσφυγή απαράδεκτη. Όπως δε αναφέρεται χαρακτηριστικά στην παρ. 80 του κειμένου της απόφασης «…η ΕΣΔΑ συνιστά μια πολυμερή συνθήκη, η οποία λειτουργεί κατ’ ουσίαν σε περιφερειακό επίπεδο και δη στον νομικό χώρο (espace juridique) των Συμβαλλομένων Κρατών. Η Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν περιλαμβάνεται στον νομικό αυτό χώρο[4]. Η Σύμβαση δεν καταρτίστηκε ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί σε παγκόσμια κλίμακα, ακόμη και αναφορικά με τη συμπεριφορά των Συμβαλλομένων Κρατών. Συνεπώς, η επιθυμία ν’ αποφευχθεί οποιαδήποτε χάσμα ή κενό στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει βασιστεί, σε ό,τι αφορά το Δικαστήριο, μέχρι σήμερα στη δυνατότητα εγκαθίδρυσης δικαιοδοσίας μόνο στις περιπτώσεις όπου, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, η περιοχή που έλαβε χώρα το κρινόμενο συμβάν καλύπτεται από τη Σύμβαση» (μετάφραση του γράφοντος).

  1. V) Σχόλια-Παρατηρήσεις

Η απόφαση του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής Bancovic και λοιπών αποτελεί κατά τη γνώμη μας μια εξέλιξη καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της επακριβούς σχέσης μεταξύ Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ) και Δικαίου Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΠΑΔ), με συνέπειες που ασφαλώς εκτείνονται πέραν των τοπικών και χρονικών πλαισίων της κριθείσας υπόθεσης, δημιουργώντας ένα σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο στο πεδίο του καθορισμού των ορίων μεταξύ των δύο αυτών κλάδων του διεθνούς δικαίου. Θα μπορούσε βεβαίως εύστοχα να παρατηρήσει κανείς ότι η υπόθεση αυτή έχει ιδιάζουσα βαρύτητα, όχι τόσο για τη θέση που δεν έλαβε (τουλάχιστον ρητά)  το ΕΔΔΑ αναφορικά με τη δυνατότητα ελέγχου παραβιάσεων των κανόνων του ΔΑΔ στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, όσο για την περιοριστική ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» του άρ. 1 της ΕΣΔΑ, που έχει ως συνέπεια την αδυναμία υπαγωγής υπό την κρίση του ενός τομέα κρατικής δράσης, αυτού της στρατιωτικής δραστηριότητας εκτός των συνόρων του Συμβαλλομένου στην ΕΣΔΑ Κράτους, από τη φύση του ιδιαίτερα σημαντικού και καθοριστικού για τη βλάβη ή διακινδύνευση εννόμων αγαθών και δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τις προβλέψεις της Σύμβασης. Γιά το λόγο αυτό άλλωστε η απόφαση έτυχε έντονης κριτικής διεθνώς[5], συνισταμένης κυρίως στο ότι το ΕΔΔΑ οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή από επιθυμία να λειτουργήσει ως «ασπίδα» για τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και όχι για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Περαιτέρω, καταλογίσθηκε στο ΕΔΔΑ η δημιουργία μιάς «γκρίζας ζώνης» αναφορικά με το ποιές περιστάσεις ενεργοποιούν την υποχρέωση των κρατών να μεριμνούν για την προστασία των κατοχυρωμένων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων εκτός των ορίων της εδαφικής τους αρμοδιότητας. Ενώ, δηλαδή, με την απόφασή του στην ιδιαίτερα γνωστή στη χώρα μας υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας[6] το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η στρατιωτική κατοχή εδάφους άλλης χώρας (εν προκειμένω της Τουρκίας επί του βορείου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας) υποχρεώνει την κατέχουσα χώρα να διασφαλίζει των σεβασμό των προστατευομένων από τη σύμβαση δικαιωμάτων στο κατεχόμενο έδαφος, δεν έπραξε το ίδιο στην περίπτωση των αεροπορικών βομβαρδισμών ακριβείας χωρών του ΝΑΤΟ στο έδαφος της πρ. Γιουγκοσλαβίας, με συνέπεια να δημιουργείται η εντύπωση ότι τα κράτη μπορούν να βομβαρδίζουν άλλα κράτη, έχοντας προκαταβολικά εξασφαλισμένη ατιμωρησία, τουλάχιστον σε επίπεδο περιφερειακών συστημάτων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Επανερχόμενοι στο θέμα των σχέσεων του ΔΑΔ  με το ΔΠΑΔ, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε ιδιαίτερα στην παράλειψη του ΕΔΔΑ να λάβει θέση επί του ισχυρισμού των προσφυγόντων ότι η προσφυγή τους ερείδεται όχι μόνον στις διατάξεις της ΕΣΔΑ αλλά και στις οικείες προβλέψεις του ΔΑΔ, δεδομένου ότι όλα τα εναχθέντα κράτη αποτελούσαν Μέρη τόσο στις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, όσο και στο 1ο Πρόσθετο σ’αυτές Πρωτόκολλο του 1977,οι οποίες μάλιστα περιέχουν προβλέψεις που διαθέτουν status εθιμικού δικαίου. Έτσι, στο μέτρο που οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις διέθεταν διττό χαρακτήρα (συνιστούσαν δηλαδή παραβάσεις τόσο προστατευτικών κανόνων της ΕΣΔΑ όσο και διατάξεων του ΔΑΔ, δεδομένου ότι ήταν απότοκες κατάστασης ένοπλης σύρραξης),μήπως το γεγονός αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε μια πιο ευέλικτη ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» του αρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι σύμφωνα με το κοινό άρ.1 των Συμβάσεων της Γενεύης και του 1ου Πρωτοκόλλου οι παραβιάσεις των διατάξεών τους πρέπει να διώκονται και να τιμωρούνται ανεξαρτήτως του τόπου τέλεσής τους; Περαιτέρω, η παράλειψη του ΕΔΔΑ να τοποθετηθεί σχετικά στο σκεπτικό της απόφασής του έλαβε χώρα επειδή αυτό θεωρήθηκε περιττό, εν όψει της ήδη διαμορφωθείσας κρίσης σχετικά με την έλλειψη δικαιοδοσίας ή ήταν σκόπιμη και αν συμβαίνει το δεύτερο, ποιοί ήταν οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη στάση αυτή του Δικαστηρίου; Έμμεσος αποκλεισμός της δικαιοδοσίας του να χρησιμοποιήσει τις προβλέψεις του ΔΑΔ ως αξιολογικό πρίσμα ή απροθυμία να υπεισέλθει η δικαιοδοτική κρίση σε ομόρους δικαιικούς τομείς, προς αποφυγή τυχόν περιπλοκών εξωνομικής φύσης;

Β) Η σχέση μεταξύ Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ) και Δικαίου Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΠΑΔ).

Παρ’ όλο που το ΔΑΔ και το ΔΠΑΔ διαφέρουν αναφορικά με τις πηγές προέλευσής τους και το πεδίο εφαρμογής τους, δεν μπορεί ν’αμφισβητηθεί ότι και οι δύο δικαιϊκοί αυτοί κλάδοι αποβλέπουν στον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, που δεν είναι άλλος από την προστασία των ανθρωπίνων υπάρξεων σε όλες τις περιστάσεις.[7] Το κλασικό δημόσιο δίκαιο αναγνώριζε τη διάκριση μεταξύ δικαίου της ειρήνης και δικαίου του πολέμου. Η υιοθέτηση, όμως, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ το 1945,καθώς και η μετέπειτα θέσπιση των μειζόνων συνθηκών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ΔΑΔ, σχετικοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την άκαμπτη αυτή διάκριση. Η εξέλιξη αυτή δεν έτυχε οικουμενικής αποδοχής: οι οπαδοί μάλιστα της περί σαφούς διαχωρισμού των δύο κλάδων θεωρίας απορρίπτουν την εφαρμογή των προβλέψεων του ΔΠΑΔ σε περιπτώσεις ένοπλης σύρραξης, με το σκεπτικό ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς κλάδους, οι οποίοι δεν μπορούν να εφαρμόζονται ταυτόχρονα. Με αφορμή μάλιστα την πρόσφατα εκδοθείσα συμβουλευτική γνώμη (advisory opinion) του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αναφορικά  με τις έννομες συνέπειες από την κατασκευή τείχους εκ μέρους του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη[8], διατυπώθηκε η άποψη ότι η δογματική σαφήνεια που τυγχάνει απαραίτητη για τον πληρέστερο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, δεν επιτυγχάνεται με την ταυτόχρονη και παράλληλη εφαρμογή περισσοτέρων του ενός δικαιϊκών κλάδων, ούτε εξυπηρετείται από την παραδοχή ότι το ΔΑΔ και το ΔΠΑΔ αλληλοεπικαλύπτονται. Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη δια της κύρωσης ή προσχώρησής τους σε συμβάσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων ουδόλως συνεπάγεται την αυτοδίκαιη εκ μέρους τους αποδοχή εφαρμογής αυτών σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης και μάλιστα εκτός της εδαφικής τους επικράτειας, ούτε μπορεί να συναχθεί πρόθεση εφαρμογής των κανόνων του ΔΠΑΔ είτε εκ παραλλήλου είτε κατ’αποκλεισμό των διατάξεων του ΔΑΔ, το οποίο, ως lex specialis, τυγχάνει εφαρμοστέο επί ενόπλων συρράξεων. Τυχόν αποδοχή της αντίθετης εκδοχής, θα οδηγούσε σε δύσβατη και αβέβαιη ατραπό αναφορικά με την συμμόρφωση των κρατών προς τους διεθνείς κανόνες. Ακόμη περισσότερο, η επιδίωξη μιάς δικαιοδοτικής επιβεβαίωσης της ευρύτερης εφαρμογής του ΔΠΑΔ  σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης και στρατιωτικής κατοχής, θα συνεισέφερε στη δημιουργία σύγχυσης παρά αποσαφήνισης, με αυτονόητη συνέπεια την μεγέθυνση του χάσματος μεταξύ νομικής θεωρίας και τήρησης των υποχρεώσεων εκ μέρους των κρατών[9].Κάποιες από τις ανωτέρω επιφυλάξεις φαίνεται ν’ απηχεί και η θέση που εξέφραζε, τουλάχιστον παλαιότερα, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού αναφορικά με τη σχέση ΔΑΔ και ΔΠΑΔ. Συγκεκριμένα, στην έκδοση «Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (απαντήσεις στις ερωτήσεις σας)» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα,2000) αναφέρεται (κεφ.17) ότι το ΔΑΔ και το ΔΠΑΔ είναι συμπληρωματικά, υπό την έννοια ότι και τα δύο επιζητούν να προστατεύσουν το άτομο, παρ’όλο που το κάνουν υπό διαφορετικές περιστάσεις και με διαφορετικούς τρόπους (υπογράμμιση δική μας).Στη συνέχεια, ενώ γίνεται δεκτό ότι το ΔΠΑΔ προστατεύει τον άνθρωπο, τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, αναφέρεται ότι το ΔΑΔ ασχολείται κυρίως με την μεταχείριση ατόμων που έχουν πέσει στα χέρια αντιπάλου μέρους καθώς και με τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι εχθροπραξίες, ενώ το ΔΠΑΔ με τον περιορισμό την εξουσίας του κράτους πάνω στα άτομα, επιζητώντας ν’αποτρέψει την αυθαίρετη συμπεριφορά. Δεν είναι στόχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να ρυθμίσουν τους τρόπους με τους οποίους διεξάγονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις (υπογράμμιση δική μας). Παρ’ όλα αυτά όμως, από το περιεχόμενο της ομιλίας του Προέδρου της ICRC Jacob Kellenberger στην 27η ετήσια Στρογγυλή Τράπεζα πάνω στα τρέχοντα προβλήματα του ΔΑΔ, που έλαβε χώρα την 4-9-2003,προκύπτει ότι η θέση της ICRC αναφορικά με τη σχέση ΔΑΔ και ΔΠΑΔ κινείται σαφώς εντός ενός πλαισίου αποδοχής και προώθησης της επικουρικής αξιοποίησης των προβλέψεων του ΔΠΑΔ προς συμπλήρωση των αντιστοίχων του ΔΑΔ. Βεβαίως αναγνωρίζεται ότι πολλές φορές, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου η ένταση της βίας και οι συνοδευτικές περιστάσεις καθιστούν δυσχερή την απόφανση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ΔΑΔ, η νομοθεσία δεν επαρκεί ώστε να δοθεί επαρκής καθοδήγηση ως προς το ποιό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο και ως τέτοιο παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση των διασυνοριακών μορφών άσκησης βίας, ιδίως μετά τα γεγονότα της 11-9-2001[10].Για τον μελετητή και τον εφαρμοστή τόσο του ΔΑΔ όσο και του ΔΠΑΔ, υπάρχουν αναμφίβολα περιπτώσεις όπου η αποτελεσματική και πλήρης ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων των δύο δικαιϊκών κλάδων προϋποθέτει την, έστω υπόρρητη, παραδοχή της αλληλεξάρτησης και αλληλοσυμπλήρωσής τους. Ο Heintze[11] παραθέτει μια σειρά από χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία καταδεικνύουν εναργώς την ανάγκη προσφυγής σε διατάξεις του ΔΠΑΔ για την ερμηνευτική συμπλήρωση των κανόνων του ΔΑΔ και αντίστροφα. Συγκεκριμένα:α) Η ερμηνεία του όρου «απάνθρωπη μεταχείριση» (inhuman treatment) που απαντάται σε συμβάσεις του ΔΠΑΔ ,θα ήταν δύσκολο να ερμηνευτεί κατά τρόπο διάφορο από αυτόν που καθορίζεται στην 3η Σύμβαση της Γενεύης που αφορά την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου[12]. Αντιστρόφως, η παρ. 1δ΄ του κοινού άρ. 3 των Συμβάσεων της Γενεύης[13] θα ήταν κενή νοήματος εάν προσπαθούσε κανείς να την ερμηνεύσει χωρίς προσφυγή στους οικείους ορισμούς των κειμένων του ΔΠΑΔ.β) Το ΔΠΑΔ ενδυναμώνει τους κανόνες του ΔΑΔ παρέχοντας μια πλέον επακριβή διατύπωση των υποχρεώσεων των κρατών. Έτσι, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρ. 55 της 4ης Σύμβασης της Γενεύης του 1949 και αφορούν την μέριμνα για την υγεία των πληθυσμών των κατεχομένων εδαφών, θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως των αντιστοίχων προβλέψεων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα. Περαιτέρω, για την διάκριση του βιασμού ως μεθόδου διεξαγωγής πολέμου απαγορευμένης από το ΔΑΔ, αναγκαία τυγχάνει η προσφυγή στις αντίστοιχες προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ ενάντια στα Βασανιστήρια και τις Άλλες Μορφές Απάνθρωπης και Εξευτελιστικής Μεταχείρισης.γ) Το ΔΑΔ οδηγεί αναγκαστικά στην εφαρμογή κανόνων του ΔΠΑΔ καθορίζοντας, για παράδειγμα, τα καθήκοντα των κρατών αναφορικά με τα αγνοούμενα πρόσωπα, Παρ’ όλο που οι «εξαφανίσεις» προσώπων συνιστούν μια ιδιαίτερα σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η σχετική νομοθεσία αναφορικά με τις υποχρεώσεις των κρατών σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Σε περιπτώσεις, όμως, ένοπλης σύρραξης, η κατέχουσα Δύναμη υποχρεούται (αρ. 121 επ. της 3ης Σύμβασης και 136 και επ. της 4ης) να παρέχει πληροφορίες για τα κρατούμενα πρόσωπα, οι οποίες περιλαμβάνουν και τη γνωστοποίηση του θανάτου τους και τις πιθανές αιτίες, καθώς και την αναζήτηση προσώπων των οποίων η τύχη αγνοείται.

Η  αξιοποίηση των προβλέψεων του ΔΑΔ στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ: Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα

Το άρ. 15 της ΕΣΔΑ ρητά αναγνωρίζει το δικαίωμα των Κρατών-Μερών να προβαίνουν, σε περιόδους πολέμου ή άλλης κατάστασης ανάγκης που απειλεί την ζωή του έθνους, στη λήψη μέτρων που παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από τη Σύμβαση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτά δεν είναι ασύμβατα με τις λοιπές υποχρεώσεις τους κατά το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προβλέψεις των κειμένων του ΔΑΔ πρέπει και στην παραπάνω περίπτωση να τηρούνται. Κατά την εκδίκαση της διακρατικής προσφυγής της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με το κατά πόσο οι παρεκκλίσεις από τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο θέσπισης και θέσης σε εφαρμογή έκτακτου νομοθετικού καθεστώτος για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην Β. Ιρλανδία μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές με τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω άρθρο της ΕΣΔΑ. Η προσφεύγουσα κυβέρνηση της Ιρλανδίας έθεσε ζήτημα συμβατότητας της νομοθεσίας αυτής με τις προβλέψεις των Συμβάσεων της Γενεύης. Το ΕΔΔΑ δεν απέκλεισε τη δυνατότητα εξέτασης της προσφυγής υπό το πρίσμα αυτό, πλην όμως απεφάνθη ότι από τα στοιχεία που έθεσε υπόψη του η ιρλανδική κυβέρνηση δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η κυβέρνηση του Η.Β. παρέβη τις απορρέουσες από το ΔΑΔ  υποχρεώσεις της καθ’οιονδήποτε τρόπο[14].Tο ανωτέρω παράδειγμα, παρά την απορριπτική επί της ουσίας θέση του ΕΔΔΑ, καταδεικνύει ότι η αναφορά στο ΔΑΔ είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο εφαρμογής των προβλέψεων της ΕΣΔΑ. Η μετέπειτα νομολογιακή πρακτική, πάντως, αποτυπώνει μια μάλλον διστακτική στάση του ΕΔΔΑ (και της ήδη καταργηθείσας με το 11ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) ως προς την υιοθέτηση μιάς σαφούς θέσης πάνω στο ζήτημα[15]. Έτσι, κατά την εκδίκαση της προσφυγής Λοϊζίδου κατά Τουρκίας[16], το ΕΔΔΑ δεν προέβη στην εφαρμογή των προβλέψεων του ΔΑΔ και ιδίως της 4ης Σύμβασης της Γενεύης Περί Προστασίας των Πολιτών εν Καιρώ Πολέμου, παρ’όλο που η υπόθεση αφορούσε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (και συγκεκριμένα του προστατευομένου από το άρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας). Αν και το Δικαστήριο απεφάνθη τελικά υπέρ της προσφεύγουσας, απέφυγε να τοποθετηθεί ως προς το αν η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» αποτελούσε κατεχόμενο από την Τουρκία έδαφος, επί του οποίου τυγχάνει εφαρμοστέο το ΔΑΔ. Το γεγονός αυτό, πάντως, δεν εμπόδισε το Δικαστήριο ν’αναφερθεί στην υπ’αρ. S/550/1984 απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία πραγματοποιεί ρητή αναφορά σε «κατεχόμενο τμήμα της Δημοκρατίας της Κύπρου».Στο πλαίσιο της διαφωνούσας γνώμης του, ο Δικαστής Petiti, υποστηρίζοντας μια ολιστική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα της εξέτασης την συνδρομής των προϋποθέσεων της δικαιοδοσίας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «…μια συνολική αξιολόγηση της όλης κατάστασης…θα καθιστούσε εφικτό τον έλεγχο των κριτηρίων, βάσει των οποίων ο ΟΗΕ έχει αναλύσει το πρόβλημα τόσο της αναγνώρισης ή μη της βόρειας Κύπρου ως κράτους, όσο και τα προβλήματα που απορρέουν από την εφαρμογή του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (κατοχή, προσάρτηση, εδαφική εφαρμογή των Συμβάσεων της Γενεύης στην βόρεια Κύπρο, άσκηση διεθνών σχέσεων)»(μετάφραση δική μας). Εν κατακλείδι, η συγκεκριμένη απόφαση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι δικαστές, για λόγους που προφανώς μπορούν να συναχθούν, αν ληφθεί υπόψη η περιπετειώδης εξέλιξη της υλοποίησης της απόφασης αυτής από την Τουρκία στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της ως μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης και Συμβαλλομένου Μέρους στην ΕΣΔΑ, απέφυγαν να τοποθετηθούν ως προς το ακριβές status από άποψη διεθνούς δικαίου της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».Παρ’όλο που το ΕΔΔΑ επισήμανε, όπως και στην προαναφερθείσα υπόθεση Βancovic και λοιπών κατά χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, ότι η ΕΣΔΑ θα πρέπει να ερμηνεύεται με την αξιοποίηση των ερμηνευτικών κανόνων που καθορίζονται στις οικείες διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών, στο άρ. 31 παρ. 3 εδ. (γ) της οποίας υποδεικνύεται η λήψη υπόψη, στο πλαίσιο της ερμηνευτικής διαδικασίας, όλων των σχετικών εκείνων κανόνων του διεθνούς δικαίου που τυγχάνουν εφαρμοστέοι μεταξύ των μερών, αυτό απέσχε από την εφαρμογή των προβλέψεων του ΔΑΔ : αντ’αυτού, το Δικαστήριο περιόρισε την απόφανσή του μόνον στο κατά πόσο η Τουρκία (και όχι η «υποτελής τοπική διοίκηση» (subordinate local administration) κατά την χαρακτηριστική ορολογία του ΕΔΔΑ, δηλαδή η «κυβέρνηση» του ψευδοκράτους της Βόρειας Κύπρου) τύγχανε υπαίτια για την παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αναφορικά με την παρακώλυση απόλαυσης της ιδιοκτησίας της στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Κατ’αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα που προβλήθηκε από την προσφεύγουσα, δηλαδή κατά πόσο η «τοπική διοίκηση» ήταν παράνομη κατά το διεθνές δίκαιο καθώς και αυτό της παράνομης χρήσης στρατιωτικής βίας εκ μέρους των τουρκικών δυνάμεων κατοχής, ζητήματα που άπτονται ευθέως του Δικαίου της Κατοχής (4η Σύμβαση της Γενεύης και 1ο Πρόσθετο σ’αυτές Πρωτόκολλο) δεν εξετάσθηκαν τελικά από το ΕΔΔΑ.Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στις κατοικούμενες από κουρδικούς πληθυσμούς περιοχές της Τουρκίας, έχουν προκαλέσει πολυάριθμα θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού καθώς και εκτεταμένη καταστροφή περιουσιών, με αποτέλεσμα την υποβολή ενός ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ σε βάρος της Τουρκίας. Στην υπόθεση Ergi κατά Τουρκίας[17], τέθηκε ενώπιον της κρίσης του Δικαστηρίου η περίπτωση του μη σκοπούμενου θανάτου μιας αμέτοχης γυναίκας στη διάρκεια μιας στρατιωτικής επιχείρησης του τουρκικού στρατού κατά ανταρτών. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι το τουρκικό κράτος απέτυχε να λάβει κάθε δυνατή προφύλαξη ως προς τα μέσα και τις μεθόδους διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των ανταρτικών ομάδων, κατά τρόπο ώστε ν’αποφύγει ή έστω να ελαχιστοποιήσει την παράπλευρη απώλεια της ζωής αθώων πολιτών. Αυτό που πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί είναι το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης του παραβιασθέντος και προστατευομένου από το άρ. 2 της ΕΣΔΑ δικαιώματος στη ζωή, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε ορολογία που απαντάται στα κείμενα του ΔΑΔ, όπως «άμαχος πληθυσμός» και «παρεπόμενες της ζημίας (παράπλευρες) απώλειες»[18]. Από το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην παραπάνω υπόθεση, μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα, ιδιαίτερα σημαντικά συμπεράσματα: Πρώτον, ότι τυγχάνει επιτρεπτή αλλά και αναγκαία η ταυτόχρονη  εφαρμογή τόσο  μιας Σύμβασης προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και  του ΔΑΔ (1Ο Πρωτόκολλο).Δεύτερον, ότι επιρρωνύεται η άποψη που εξέφρασε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση κατασκευής τείχους εκ μέρους του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη όσο και σε αυτή που αφορούσε τη νομιμότητα ή μη της απειλής χρήσης πυρηνικών όπλων[19],ότι δηλαδή το ΔΑΔ τυγχάνει lex specialis και γι αυτό εφαρμόζεται πρωτίστως, όταν πρόκειται για καταστάσεις ένοπλης σύρραξης. Με άλλα λόγια, τόσο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όσο και το ΕΔΔΑ, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας, του πρώτου της χρήσης πυρηνικών όπλων και του δευτέρου των όπλων αλλά και των μεθόδων διεξαγωγής των εχθροπραξιών χρειάστηκε ν’αξιοποιήσουν, για την εκφορά της τελικής δικαιοδοτικής τους κρίσης, τόσο τις προβλέψεις του ΔΠΑΔ ,όσο και αυτές του ΔΑΔ.Σε μια άλλη υπόθεση σε βάρος της Τουρκίας[20],που αφορούσε τον φόνο διαδηλωτή από πυρά που εκτοξεύθηκαν από άρμα μάχης, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο η χρήση βίας υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ήταν συμβατή με το άρ. 2 παρ. 2γ’ της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο η αφαίρεση της ζωής προσώπου δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε κατά παράβαση της πρόβλεψης της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όταν αυτή συνιστά αποτέλεσμα νόμιμης χρήσης βίας που τυγχάνει απολύτως απαραίτητη στο πλαίσιο νόμιμης δράσης με σκοπό την καταστολή βίαιης κινητοποίησης ή εξέγερσης. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η χρήση βίας θα πρέπει να τυγχάνει ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν είχαν εκτιμήσει ορθά τις παραμέτρους της κατάστασης και προέβησαν σε χρήση πολεμικών όπλων, παρ’ όλο που ήταν εξοπλισμένες με τα κατάλληλα μέσα (εκτοξευτήρες ύδατος, προστατευτικές ασπίδες, ελαστικές σφαίρες και δακρυγόνα αέρια) για την αντιμετώπιση των διαδηλωτών. Έτσι, η μαζική χρήση πολεμικών όπλων ,που κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του υιού του προσφυγόντος, κρίθηκε ότι δεν τύγχανε απολύτως απαραίτητη για την καταστολή της διαδήλωσης, σύμφωνα με την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης της ΕΣΔΑ και γι αυτό το λόγο η Τουρκία κρίθηκε υπαίτια για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή. Οπως στην υπόθεση Εrgi,έτσι και στην παρούσα ανιχνεύεται ευχερώς η αναγωγή του Δικαστηρίου σε αξιολογικές σταθμίσεις απορρέουσες από το ΔΑΔ.

Γ) Συμπεράσματα:

Οι ρίζες του δικαίου του πολέμου ανιχνεύονται ήδη στην αρχαιότητα. Η εξέλιξή του οφείλεται κυρίως στους πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, κωδικοποιούμενο σταδιακά από την εποχή των Μεσαιωνικών Χρόνων. Το ΔΠΑΔ, που αποσκοπεί κυρίως στον καθορισμό των ορίων άσκησης της κρατικής εξουσίας απέναντι στο άτομο, αποτέλεσε τμήμα του δημοσίου διεθνούς δικαίου μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την επίδραση και των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκειά του.[21] Συνεπώς, το ερώτημα σχετικά με την αμοιβαία σχέση τους αναφύεται το πρώτον περί τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και προσλαμβάνει επιτακτική σημασία εξαιτίας τόσο της δημιουργίας διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων για τον έλεγχο της εφαρμογής του, όσο και της αξιοσημείωτης μεταβολής της φύσης των ενόπλων συρράξεων στον μεταπολεμικό κόσμο, που κατέστησαν πολλές φορές δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ διεθνών και εσωτερικών ενόπλων συγκρούσεων, καθώς επίσης και ενόπλων συρράξεων και καταστάσεων εκτεταμένων βιαιοτήτων, δημιουργώντας σύγχυση και προβληματισμό ως προς το εκάστοτε εφαρμοστέο δικαιϊκό πλαίσιο. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την στάση του ΕΔΔΑ αναφορικά με τη σχέση ΔΑΔ και ΔΠΑΔ, από τα προεκτεθέντα νομολογιακά παραδείγματα καθίσταται εμφανές ότι η αλληλοεπικάλυψη των δύο αυτών κλάδων του Δικαίου αποτελεί ήδη ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας για το ΕΔΔΑ, το οποίο έχει ήδη δώσει απτά δείγματα της πρόθεσής του να εξετάζει ζητήματα στο πλαίσιο του ΔΑΔ, όπου αυτό απαιτείται, αν και εμφανίζεται απρόθυμο να το επικαλεσθεί ευθέως ή να το χρησιμοποιήσει ως ερμηνευτικό εργαλείο, έστω και αν τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης οδηγούν αβίαστα προς την κατεύθυνση αυτή. Παρ’ όλο που η αλληλεπίδραση και αλληλοεπικάλυψη μεταξύ ΔΑΔ και ΔΠΑΔ ως προς το ουσιαστικό μέρος των διατάξεών τους τυγχάνει προφανής και νομολογιακά επιβεβαιωμένη, προκύπτουσα άλλωστε από τον απώτερο αντικειμενικό στόχο τους, που είναι η προστασία των ανθρώπινων υπάρξεων σε κάθε περίπτωση, η θέση που έλαβε το ΕΔΔΑ ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων της δικαιοδοσίας του στην υπόθεση Bancovic και λοιπών είναι δηλωτική της απροθυμίας των οργάνων του Στρασβούργου ν’αξιοποιήσουν τις ευρύτερης εμβέλειας διατάξεις των Συμβάσεων του ΔΑΔ, ώστε να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για ενέργειες των Κρατών-Μερών της ΕΣΔΑ που τελούνται εκτός της επικράτειάς τους και συνιστούν παραβιάσεις τόσο του ΔΑΔ όσο και των διατάξεων της ΕΣΔΑ. Η εμμονή όμως στον «περιφερειακό» χαρακτήρα της ΕΣΔΑ καθίσταται μαχητή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το αρ. 31 παρ. 3γ’ της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών, ρητά προβλέπει την ερμηνευτική αξιοποίηση, πέραν του κειμένου της προς ερμηνεία διάταξης και οποιουδήποτε άλλου κανόνα διεθνούς δικαίου που τυγχάνει εφαρμοστέος μεταξύ των μερών. Έτσι, αν και το (κοινό) άρ. 1 των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 δεν θα μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί  ως αυτοτελής νομιμοποιητική βάση για την κατάφαση της δικαιοδοσίας του ΕΔΔΑ ως προς εξωεδαφικές παραβιάσεις διττού χαρακτήρα των Κρατών-Μερών της ΕΣΔΑ, η σύμφωνη με την αρχή της παροχής της μέγιστης δυνατής προστασίας, σε συνδυασμό με την κατ’άρ. 31 παρ. 1γ΄ της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο των Συνθηκών ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» του αρ. 1 της ΕΣΔΑ θα επέτρεπε την παραδεκτή εξέταση από το ΕΔΔΑ των σχετικών προσφυγών, επαυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της Σύμβασης και ενισχύοντας σημαντικά το κύρος της αλλά και των οργάνων στα οποία έχει ανατεθεί ο ρόλος του ελέγχου τήρησης των επιταγών της  στη συνείδηση των λαών.

[1] Απόφαση του ΕΔΔΑ της 12-12-01 επί της προσφυγής υπ’αρ. 52207/99 των: Bancovic,Stojanovic Stoimenovski ,Joksimovic και Sukovic εναντίον Βελγίου, Τσεχίας, Δανίας. Γαλλίας, Γερμανίας, Ελλάδας, Ουγγαρίας, Ισλανδίας, Ιταλίας, Λουξεμβούργου, Ολλανδίας, Νορβηγίας, Πολωνίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου.[2] Ως εκ τούτου, η προσφυγή δεν μπορούσε να στραφεί σε βάρος των ΗΠΑ και του Καναδά, χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που όμως δεν αποτελούσαν Συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ.[3] Άρ.1 (κοινό) των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 (κυρώθηκαν με τον Ν. 3481/30 Δεκ. 1955-5 Ιαν. 1956,ΦΕΚ Α΄,3): «Τα  Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να σεβαστούν και να καταστήσουν σεβαστήν την παρούσαν Σύμβασιν εις πάσαν περίπτωσιν».Βλ. επίσης την ταυτόσημη διατύπωση στο αρ. 1 του Ιου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στις Συμβάσεις της Γενεύης του 1977 (κυρώθηκε με το Ν. 1786/88, ΦΕΚ Α΄,125)[4] Θα πρέπει  να σημειωθεί ότι, κατά τον χρόνο που εξετάζεται, η Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν αποτελούσε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, ούτε Συμβαλλόμενο Μέρος στην ΕΣΔΑ [5] Βλ. μεταξύ άλλων  H.J. Heintze “On the relationship between human rights law protection and international humanitarian law”,International Review of the Red Cross,Vol. 86,σ. 789 επ.,στις σελ.808-9,D. Shelton “The boundaries of human rights jurisdiction in Europe”, Duke Journal of International and Comparative Law, Vol. 95,No 1, 2003,σ. 128,A. Orakhelashvili, “Restrictive interpretation of human rights treaties in the recent jurisprudence of the European Court of Human Rights”, European Journal of International Law,2003,σ. 529 επ., J.Cerone, “Out of bounds? Considering the reach of  International  Human Rights Law”,σ.25,προσβάσιμο στο δικτυακό τόπο του Center for Human Rights and Global Justice (http://www.nyuhr.org/docs/WPS_NYU_CHRGJ_Cerone_Final.pdf) (τελευταία επίσκεψη: 13-12-06), ο οποίος μάλιστα χαρακτηρίζει την απόφαση, ιδίως εν όψει της μεταγενέστερης  νομολογίας του ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Ilascu κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας και Μολδαβίας ως «ανώμαλη» (anomalous), το δε σκεπτικό της κήρυξης της προσφυγής ως απαράδεκτης «παράλογο» (unreasonable), D. Lawson, “Life after Bancovic: On the extraterritorial application of human rights treaties” σε Coomans F.-Kamminga M. (ed.) “Extraterritorial application of human rights treaties”,INTERSENTIA publications, 2004.[6] Απόφαση της 18-12-1996 επί της υπ’αρ. 15318/89 προσφυγής, ιδίως στην παρ. 43.[7] Έτσι Heintze, ο.π.,σ. 789.Για μια λεπτομερειακή ανάλυση των θεμελιωδών αρχών του ΔΑΔ βλ. μεταξύ άλλων «Εγχειρίδιο Ανθρωπιστικού Δικαίου»,έκδοση Υπ. Εθνικής Άμυνας/Δνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης,1995,σ.14 επ., Jean Pictet “Development and principles of International Humanitarian Law”,σ. 59-78.[8] Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory, Advisory Opinion, Int. Court of Justice, July 9,2004,ILM 43 (2004),σ. 1009 .[9] Έτσι M.J. Dennis “Application of human rights treaties extraterritorially in times of armed conflict and military occupation”,American Journal of International Law,2005,σ. 119 επ.,ιδίως στη σ.139.[10] Βλ. J. Kellenberger “International Humanitarian Law and other legal regimes: Interplay in situations of violence”,  International Review of the Red Cross, vol. 85 (2003),σ. 645 επ.[11] ο.π.,σ.795[12] Άρ. 13 της 3ης Σύμβασης της Γενεύης του 1949: «Οι αιχμάλωτοι πολέμου οφείλουν να τύχουν πάντοτε ανθρωπιστικής μεταχειρίσεως.Πάσα παράνομη πράξις ή παράλειψις της κατακρατούσης Δυνάμεως επιφέρουσα τον θάνατον ή θέτουσα σοβαρώς εν κινδύνω την υγείαν αιχμαλώτου πολέμου τελούντος υπό την εξουσίαν της απαγορεύεται και θα θεωρείται ως σοβαρά παραβίασις της παρούσας Συμβάσεως. Ειδικώτερον, ουδείς αιχμάλωτος πολέμου δύναται να υποβληθεί εις σωματικόν ακρωτηριασμόν ή εις ιατρικόν ή επιστημονικόν πειραματισμόν οποιασδήποτε φύσεως, όστις δεν θα εδικαιολογείτο εκ της ιατρικής περιθάλψεως του ενδιαφερομένου αιχμαλώτου και ο οποίος θα ήταν προς το συμφέρον του».[13] Άρ. 3 παρ. 1δ΄του (κοινού) άρ. 3 των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949: «Άτομα μη λαμβάνοντα μέρος εις τας εχθροπραξίας, συμπεριλαμβανομένων και των μελών των ενόπλων δυνάμεων των καταθεσάντων  τα όπλα και των τεθέντων εκτός μάχης ένεκα νόσου,τραυμάτων,κρατήσεως ή άλλης αιτίας θα τύχουν εν πάση περιπτώσει ανθρωπιστικής μεταχειρίσεως άνευ οιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης εις την φυλήν,το χρώμα, την θρησκείαν ή πίστιν,το φύλον, την γέννησιν   ή τον πλούτον ή εις οιονδήποτε άλλον κριτήριον. Προς τον σκοπόν τούτον είναι και θα παραμείνουν απαγορευμέναι καθ’οιονδήποτε χρόνον και τόπον ως προς τα ανωτέρω πρόσωπα:…δ) Αι απαγγελίαι καταδικών και αι εκτελέσεις αι γενόμεναι χωρίς να προηγηθεί διεξαγωγή δίκης υπό κανονικώς συσταθέντος δικαστηρίου, παρέχοντος τας δικαστικάς εγγυήσεις τας αναγνωριζομένας ως απαραιτήτους υπό των πεπολιτισμένων λαών». [14] Υπόθεση Ιρλανδίας εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου,ECHR (Judgements and Decisions),Series A 25, para. 222)[15] Έτσι Heintze,ο.π. σ. 805, Α. Reidy “The approach of the European Commission and the ECHR to International Humanitarin Law”,International Review of the Red Cross, 1998,σ. 513,στη σ. 514.[16] Βλ. ανωτέρω υποσημ. (6).[17] Aίτηση υπ’αρ.23818/93, απόφαση της 28ης Ιουλίου 1998.[18] Βλ. αρ. 51 του 1ου Προσθέτου στις Συμβάσεις τις Γενεύης Πρωτοκόλλου του 1977.[19] Legality of the threat of use of nuclear weapons, Advisory opinion, ICJ Reports,1996.[20] Gulec εναντίον Τουρκίας, Αίτηση υπ’ αρ.. 21593/93, Aπόφαση της 27ης Ιουλίου 1998.[21] Έτσι  R. Colb “The relationship between International Humanitarian Law and Human Rights Law:A brief history of the 1948 Universal Declaration of Human Rights and the 1949 Geneva Convevtions”,International Review of the Red Cross, 1998,σ. 409 επ.

Περί του τρόπου εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 74 του 3421/05

Αναφορικά με την κατάργηση εκδοθέντων ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος κατηγορούμενων για κακουργηματική ανυποταξία

ΣΩΤΗΡΙΟΥ Ε. ΚΥΡΚΟΥ

Αντεισαγγελέα Αεροδικείου Αθηνών 

Δημοσιεύτηκε στα Ποινικά Χρονικά, ΝΣΤ΄ (2006), σελ. 279

Σύμφωνα με τη νεοπαγή διάταξη του άρ. 74 παρ. 1 του Ν. 3421/05 (ΦΕΚ Α΄302/13-12-05) «Πράξεις ανυποταξίας που τελέστηκαν ενώ ίσχυε το Πρ. Δγμα 506/74 «Περί γενικής επιστρατεύσεως των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας» ή συνεχίστηκε η τέλεσή τους και μετά την κατάργησή του και δεν έχουν εκδικασθεί, τιμωρούνται με τις ποινές του άρ. 32 παρ. 1α΄ΣΠΚ. Εντάλματα συλλήψεως που έχουν εκδοθεί για τις πράξεις αυτές καταργούνται». Με την θέσπιση της ως άνω διάταξης επιχειρήθηκε από το νομοθέτη να επιλυθεί οριστικά το ζήτημα του εφαρμοστέου κανόνα ως προς την ποινική μεταχείριση του διαρκούς εγκλήματος της ανυποταξίας (αρ. 32 ΣΠΚ),  για πράξεις οι οποίες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δεν είχαν ακόμη κριθεί αμετάκλητα και οι οποίες είτε είχαν τελεσθεί εξ ολοκλήρου υπό το κράτος της ισχύος του Πρ. Δγτος 506/74, είτε η τέλεσή τους συνεχίστηκε και μετά την άρση της κατάστασης γενικής επιστράτευσης, με τη θέση σε ισχύ του Πρ. Δγτος 371/02, την 13-12-02.

Η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης κρίθηκε επιβεβλημένη, αφού το ζήτημα της εφαρμοστέας διάταξης (αρ. 32 περ. α΄ ΣΠΚ (τέλεση του εγκλήματος σε καιρό ειρήνης, που φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα) ή αρ. 32 περ. γ΄(τέλεση σε καιρό παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης, που φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα), δίχασε τόσο τη θεωρία[1] όσο και τη νομολογία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Από την ανωτέρω, λοιπόν, διάταξη προκύπτει ότι , από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παραπάνω νόμου (13-12-05), όλες οι εκκρεμούσες κατά την αυτή ημερομηνία σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο πράξεις ανυποταξίας τιμωρούνται πλέον ως  εάν να τελέστηκαν σε ειρηνική περίοδο, ήτοι σε βαθμό πλημμελήματος, έστω και αν η αρχικά ασκηθείσα ποινική δίωξη και η απαγγελθείσα κατηγορία αφορούσε πράξη κακουργηματικού χαρακτήρα (ανυποταξία σε καιρό γενικής ή παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης, αρ. 32 περ. β΄ και γ΄ αντίστοιχα.). Λόγω της μεταβολής του χαρακτήρα της πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα και δεδομένου ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠΔ (αρ. 282 παρ. 3 και 283) δεν επιτρέπεται η επιβολή προσωρινής κράτησης για πλημμελήματα (πλην αυτού της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή), άρα ούτε και η έκδοση εντάλματος σύλληψης από τον Ανακριτή, ο νομοθέτης καθόρισε ρητά ότι εντάλματα σύλληψης που έχουν εκδοθεί σε βάρος διωκομένων για το έγκλημα της ανυποταξίας καταργούνται. Η ως άνω διάταξη μπορεί ασφαλώς να εφαρμοστεί άμεσα στις περιπτώσεις εκείνες όπου το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο δεν έχει ακόμη αποφανθεί, σύμφωνα με το άρ. 308 παρ. 1 ΚΠΔ, οριστικά για την κατηγορία, διά της κατάργησης του εντάλματος με σχετική διάταξη του εκδώσαντος αυτό Ανακριτή. Δεδομένης όμως της σιωπής του νόμου, αναφύεται το ζήτημα ποια θα είναι η τύχη των ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν σε βάρος κατηγορουμένων για τους οποίους έχει ήδη εκδοθεί βούλευμα του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου, διά του οποίου, πλην της οριστικής απόφανσης επί της κατηγορίας για παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διατάσσεται ταυτόχρονα και η διατήρηση, κατ’άρ. 315 παρ. 2 ΚΠΔ, της ισχύος του εκδοθέντος από τον Ανακριτή εντάλματος σύλληψης και εφ’όσον η τελευταία επιτευχθεί, η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την οριστική εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι προφανές ότι δεν αρκεί η έκδοση διάταξης από τον αρμόδιο Ανακριτή, αφ’ενός διότι αυτός έχει απεκδυθεί πλέον της σχετικής αρμοδιότητας λόγω και της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης που επήλθε διά της έκδοσης του βουλεύματος, αφετέρου δεν θα ήταν δικονομικά επιτρεπτή η κατάργηση της σχετικής διάταξης του βουλεύματος με διάταξη του Ανακριτή ή του αρμοδίου Εισαγγελέα.

Περαιτέρω, από το όλο περιεχόμενο της διάταξης του αρ. 315 ΚΠΔ, συνάγεται ότι ο νομοθέτης έχει καταστήσει το δικαστικό συμβούλιο ως το αποκλειστικό όργανο που διαθέτει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται σχετικά με την τύχη της προσωρινής ή μη κράτησης του κατηγορουμένου, αλλά και κατ’ ανάλογο εφαρμογή αυτού και για την τύχη των τεθέντων περιοριστικών όρων, μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατηγορίας, ακόμη και αν λαμβάνει χώρα παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’αρ. 308 παρ.3 ΚΠΔ (ΠλΘεσ. 646/1962, ΠΧρ. ΙΒ΄, σ. 451).Συνεπώς , θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάργηση της διάταξης του βουλεύματος που διατάσσει τη διατήρηση της ισχύος του εκδοθέντος ανακριτικού εντάλματος σύλληψης και την προσωρινή κράτηση του τυχόν συλληφθέντος, μόνο με νεώτερο βούλευμα του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου μπορεί εγκύρως να χωρήσει.

Με δεδομένη την ανωτέρω παραδοχή , τίθεται το ερώτημα με ποια ειδικότερη  διαδικασία δύναται το Συμβούλιο να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης για την οποία έχει ήδη εκδώσει οριστικό βούλευμα για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και μόνον ως προς το κεφάλαιο της τύχης του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης. Κατά τη γνώμη μας, από τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ΣΠΚ, δεν παρέχεται άλλη δικονομική δυνατότητα πλην της διερεύνησης της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρ. 548 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία «Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε ν’ ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του». Γίνεται δεκτό (Κονταξής, COMMENTAR   ΚΠΔ, 1985, σ. 1675, ΑΠ 755/81) ότι στην έννοια της «απόφασης» κατά την ανωτέρω διάταξη περιλαμβάνεται και το βούλευμα.

 Ως προς τον χαρακτήρα μιάς απόφασης ή ενός βουλεύματος ως «προπαρασκευαστικής», λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την ερμηνεία της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΚΠΔ (συνεδρίαση 3ης Νοεμβρίου 1939,Πρακτικά β΄, σ. 107), το δικαστήριο μπορεί πάντα ν’ ανακαλεί όχι όλες τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις αλλά εκείνες που δεν επιλύουν  οριστικά αναφυέν ζήτημα σχετιζόμενο με την κατηγορία, οι οποίες προπαρασκευάζουν απλά την τελική κρίση και απόφανση, όπως αυτές που διατάζουν νέες αποδείξεις ή την αναβολή της δίκης κλπ.(έτσι και Μπουρόπουλος, Β΄, σ. 35). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης (περιλαμβανομένης στην έννοια της τελευταίας και της προδικασίας) είναι δυνατόν να εκδοθούν περισσότερες δικαστικές αποφάσεις δια των οποίων, πριν από την τελειωτική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της κατηγορίας, επιλύονται διάφορα παρεμπίπτοντα ζητήματα προς διευκόλυνση και πρόοδο της διαδικασίας και προς προπαρασκευή της τελειωτικής κρίσης και απόφασης επί της κατηγορίας. Περιπτωσιολογικά, έχουν κριθεί ως προπαρασκευαστικές ή παρεμπίπτουσες οι αποφάσεις που απορρίπτουν την ένσταση παραγραφής ή την ένσταση δεδικασμένου (ΕφΝαυπλίου 6/83,ΠΧρ. ΛΔ’,σ. 623), η διατάσσουσα αναβολή της δίκης, η απορρίπτουσα αίτηση αναβολής, η αποφανθείσα επί ακυρότητας πράξεων της προδικασίας, επί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (βλ. ΤρΠλημΠειρ. 5819/02, ΠοινΔικ. 2003,σ.48 επ.) κλπ.

Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, με δεδομένη τη μη θέσπιση από το νομοθέτη περιοριστικού καταλόγου αποφάσεων και βουλευμάτων που θα πρέπει να θεωρούνται ως προπαρασκευαστικές, στην ως άνω κατηγορία δύναται να υπαχθεί οποιαδήποτε απόφαση ή βούλευμα το οποίο δεν επιλύει οριστικά αναφυέν ζήτημα που σχετίζεται με την κατηγορία, αλλά απλά παρασκευάζει την τελειωτική κρίση και απόφαση επί της κατηγορίας. Ωστόσο, η ανάγκη κάποιου περιορισμού, με ειδικότερο προσδιορισμό των προπαρασκευαστικών αποφάσεων που μπορεί ν’ανακαλούνται , χωρίς η ανάκληση να οδηγεί σε άτοπα, είχε επισημανθεί και από την πρώτη Αναθεωρητική Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 3-11-1939. Έτσι, οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις, εν ευρεία εννοία, μπορούν πλέον να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: τις  γνήσιες προπαρασκευαστικές ή ανακλητές, που ανακαλούνται ελεύθερα από το Δικαστήριο και τις μη γνήσιες προπαρασκευαστικές, των οποίων δεν επιτρέπεται η ανάκληση (βλ. Αρβανίτη-Καλφέλη-Καράμπελα-Μαργαρίτη «ΚΠΔ» τ.2ος (άρ. 409-603), σ. 1208,αρ.6.). Με βάση την ανωτέρω κατηγοριοποίηση, η διάταξη του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου με την οποία διατάσσεται η διατήρηση του εκδοθέντος από τον Ανακριτή εντάλματος σύλληψης κατά του παραπεμπομένου διά του αυτού βουλεύματος στο ακροατήριο για κακούργημα καθώς και η προσωρινή του κράτηση σε περίπτωση που επιτευχθεί η σύλληψή του, καθόσον αφορά μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, δεν τυγχάνει δεκτική ανάκλησης[2]

Με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι διάταξη βουλεύματος ή απόφασης με την οποία επιβάλλεται μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, δεν είναι δυνατόν ν’ανακληθεί, ει μη μόνον σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ διαδικασία (λ.χ. υποβολή αίτησης εκ μέρους του κατηγορουμένου για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους). Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ειδικά σε ό,τι αφορά τα εντάλματα σύλληψης περί των οποίων προνοεί η διάταξη του άρ. 74 του Ν. 3421/05, υφίστανται ουσιώδεις διαφορές, που επιτρέπουν την κάμψη των σχετικών περιορισμών και συγκεκριμένα: πρώτον, η κατάργηση των ενταλμάτων σύλληψης απαγγέλλεται από τον ίδιο το νομοθέτη. Δεύτερον, η επιβολή προσωρινής κράτησης (άρα και η διατήρηση σε ισχύ του εντάλματος σύλληψης), με δεδομένη τη διά νόμου μεταβολή της κατηγορίας από κακούργημα σε πλημμέλημα, δεν βρίσκει πλέον έρεισμα στις οικείες περί προσωρινής κράτησης διατάξεις του ΚΠΔ. Τρίτον, με δεδομένο ότι, λόγω του ύψους της απειλουμένης για το αδίκημα της ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο ποινής (φυλάκιση μέχρι δύο έτη), δεν αναφύεται ζήτημα ενδεχομένης επιβολής περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο, αφού κάτι τέτοιο δεν τυγχάνει επιτρεπτό κατά το άρ. 282 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν είναι νοητή η υπό του Δικαστικού Συμβουλίου εξέταση του ενδεχομένου επιβολής περιοριστικού όρου, σε αντικατάσταση της διαταχθείσας υπ’ αυτού προσωρινής κράτησης. Εν όψει όλων των παραπάνω φρονούμε πως θα μπορούσε να γίνει δεκτό, ακόμη και με ευθεία εφαρμογή του άρ. 548 ΚΠΔ και όχι αντίστοιχη ανάλογη, η οποία, εν πάση περιπτώσει θα τύγχανε επιτρεπτή, λόγω συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων της (ταυτότητα νομικού λόγου, ανάγκη ρύθμισης και έλλειψη ρητής νομικής διάταξης), ότι η διάταξη του βουλεύματος με το οποίο διατάσσεται η διατήρηση της ισχύος του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου σε περίπτωση σύλληψής του για το έγκλημα της ανυποταξίας σε καιρό γενικής επιστράτευσης τυγχάνει δεκτική ανάκλησης κατά τα ανωτέρω, για το λόγο δε αυτό  το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να επανέλθει επί της ήδη οριστικά κριθείσας υπόθεσης σε βάρος του κατηγορουμένου και μόνο ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, εκδίδοντας νέο βούλευμα, με το οποίο θα καταργείται η ισχύς του εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρ. 74 του Ν. 3421/05.Αυτονόητο βέβαια τυγχάνει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο δεν δύναται δικονομικά να υπεισέλθει εκ νέου στην ουσία της κατηγορίας και να μεταβάλει αυτήν, κάτι που αποτελεί πλέον έργο του αρμοδίου Δικαστηρίου.

[1] Υπέρ της άποψης περί τιμώρησης του εγκλήματος ως τελουμένου σε καιρό ειρήνης, ανεξαρτήτως του χρόνου τέλεσής του βλ. Α. Παπαδαμάκη, «Οι συνέπειες άρσης της « γενικής επιστράτευσης» στο χώρο του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου», ΠοινΔικ. 2003, σ. 309. Contra, Σ. Παπασταύρος «Γενική Επιστράτευση και Νόμοι Προσωρινής Ισχύος», ΠοινΧρ ΝΓ΄,σ. 667 )

[2] Έτσι, σε ό,τι αφορά τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού γενικότερα, Ζυγούρας «Η διατάσσουσα προσωρινήν κράτησιν και κατάπτωσιν εγγυήσεως απόφασις δεν είναι δεκτική ανακλήσεως», ΠοινΧρ. ΜΘ΄,σ. 488).Βλ. όμως contra ΕφΘεσ   860/1998,ΠοινΔικ 1999,σ. 576