Η ποινική αξιολόγηση της ατομικής εκπαιδεύσεως
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΤΗ, Στρατιωτικού Δικαστή Β΄, Αντεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών
Άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΟΙΝΙΚH ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» (2003), τεύχος 4, σελ. 424-428. Ι. Πειθαρχία και υποχρέωση υπακοής Έχει γίνει πολύς λόγος σχετικά με την υποχρέωση υπακοής των στρατιωτικών. Είναι γεγονός ότι η πειθαρχία αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του στρατιωτικού οικοδομήματος και εξασφαλίζει τη λειτουργική ενότητα των ενόπλων δυνάμεων[1]. Με αυτήν αποσκοπείται τόσο η υπακοή, όσο και η τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς, οι οποίοι αφορούν το στρατιωτικό γίγνεσθαι. Μπορεί κανείς αβίαστα να διαπιστώσει την αναγκαιότητα της πειθαρχίας, ειδικότερα αν αναλογιστεί το ιδιάζον και νευραλγικό έργο που καλούνται να επιτελέσουν οι ένοπλες δυνάμεις, δηλαδή το μαχητικό προορισμό τους. Το γεγονός ότι η παράβαση του καθήκοντος υπακοής είναι δυνατόν εκτός από πειθαρχικό παράπτωμα, να αποτελεί και ποινικό αδίκημα, εφόσον άπτεται θεμάτων που αφορούν το μαχητικό προορισμό των στρατιωτικών, φανερώνει τη σημασία αυτού[2]. Δεδομένου ότι η υποχρέωση υπακοής δημιουργείται μόνο από νόμιμες διαταγές, εκφεύγει της σχετικής υποχρεώσεως μια διαταγή που, μεταξύ άλλων, εκδίδεται από αναρμόδιο όργανο και δεν αφορά την εκτέλεση της στρατιωτικής υπηρεσίας, έτσι όπως αυτή ρητά προσδιορίζεται στις οικείες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις[3]. Προκειμένου όμως να αποτρέπονται, να εντοπίζονται και να κολάζονται καταχρήσεις βασιζόμενες στο καθήκον υπακοής, εκτός από τους σχετικούς νόμους, τους κανονισμούς και τις διαταγές των ενόπλων δυνάμεων, υπάρχουν και συνταγματικές ρυθμίσεις που προσδιορίζουν τις συντεταγμένες μέσα στις οποίες θα πρέπει αυτό να ασκείται. Οι περιορισμοί των συνταγματικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών δεν είναι αυτονόητοι ή απλώς συνεπαγόμενοι από τη γενικότητα της διατυπώσεως της διατάξεως του άρθρου 4 § 6. Πέραν των διατάξεων των άρθρων 29 § 3, 56 §§ 1,3 και 4 δεν περιέχεται στο Σύνταγμα άλλη γενική ή ειδική ρύθμιση, η οποία να αφορά τα δικαιώματα των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις ή τους περιορισμούς στους οποίους είναι επιτρεπτό να υποβάλλονται αυτά[4]. ΙΙ. Ατομική εκπαίδευση (καψώνι) Η ατομική εκπαίδευση (καψώνι) αποτελεί παρέκκλιση από το καθήκον υπακοής. Η εκπαίδευση στο έργο των ενόπλων δυνάμεων έχει πάντοτε ομαδικό χαρακτήρα και σε καμία απολύτως περίπτωση ατομικό. Για το λόγο αυτό απαγορεύεται ρητώς από όλα τα σχετικά θεσμικά κείμενα η “ατομική εκπαίδευση”[5]. Παρά το γεγονός αυτό, με το πέρασμα των χρόνων έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις που παρατύπως αυτή τελείται είτε από ανώτερο προς κατώτερο στη στρατιωτική ιεραρχία, είτε μεταξύ ομοιοβάθμων[6]. Ουσιαστικά, στις δεύτερες περιπτώσεις, πρόκειται για μια ιδιότυπη σχέση “υποταγής” που εκφεύγει μεν της στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά εντάσσεται στο ευρύτερο -άτυπο- “εθιμικό πλαίσιο” των ενόπλων δυνάμεων. Το φαινόμενο αυτό είναι πολύ παλαιό και σχεδόν συνυφασμένο με την ύπαρξη οργανωμένων στρατευμάτων. Όπως είναι γνωστό, δε συναντάται μόνο στις Ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο[7]. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι στις ένοπλες δυνάμεις διαφόρων χωρών υφίστανται άγραφοι κώδικες συμπεριφοράς, οι οποίοι αφορούν τις σχέσεις ανωτέρων βαθμοφόρων με τους κατώτερους ή προγενέστερα καταταγέντες ομοιοβάθμους. Οι νομοθεσίες των χωρών επιχειρούν, ουσιαστικά, την οριοθέτηση του σημείου πέραν του οποίου ανάλογες συμπεριφορές θεωρούνται ως υπερβολικές και κατά συνέπεια ανεπιθύμητες. Ταυτόχρονα όμως διαπιστώνεται δυσκολία στον εντοπισμό τους, δεδομένου του “κύκλου σιωπής” που διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις των στρατιωτικών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να έρχονται στο φως ανάλογα περιστατικά κυρίως όταν διαπιστωθούν σωματικές κακώσεις στους υποβληθέντες σε ατομική εκπαίδευση. Ο ρόλος του διοικητή για τον εντοπισμό και την εξάλειψη τέτοιων φαινομένων είναι καθοριστικός[8]. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η εκδήλωση ανάλογων φαινομένων στη χώρα μας έχει περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, σε σχέση με τη συχνότητα εμφανίσεώς τους στο παρελθόν. Οι λόγοι που οδήγησαν στη μείωσή τους δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές αντιλήψεις περί του ατόμου και του στρατεύματος, αλλά αφενός με αξιόλογα μέτρα που ελήφθησαν σε πρακτικό επίπεδο και αφετέρου με τον πειθαρχικό και ποινικό κολασμό των υπευθύνων. Πράγματι, ήδη υφίστανται και εξακολουθούν να εκδίδονται πολλές διαταγές που αφορούν την ίση μεταχείριση και το σεβασμό της προσωπικότητας των στρατιωτικών, γεγονός που κάθε άλλο παρά τον εφησυχασμό των ιθυνόντων για ανάλογα θέματα φανερώνει. Ενόψει αυτών, το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο για την αποτροπή τελέσεως ατομικής εκπαιδεύσεως κρίνεται επαρκές. Η αποτελεσματικότητά του όμως, η οποία θα συντελέσει στην εξάλειψη του φαινομένου, δεδομένης της ιδιαιτερότητας της στρατιωτικής κοινότητας, δεν εξαρτάται μόνο από τη θέληση των ίδιων των στρατιωτικών να εφαρμόσουν τις υφιστάμενες διαταγές, αλλά σχετίζεται άμεσα με το κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδό τους. ΙΙΙ. Ποινική αξιολόγηση της ατομικής εκπαιδεύσεως Η ποινική αξιολόγηση της ατομικής εκπαιδεύσεως θα μπορούσε θεωρητικά να λάβει διάφορες μορφές. Καθοριστικός παράγοντας για τον ορθό χαρακτηρισμό ανάλογων συμπεριφορών είναι το προστατευόμενο έννομο αγαθό, το οποίο δε μπορεί παρά να σχετίζεται τόσο με την ατομική υπόσταση του υποβαλλομένου σε ατομική εκπαίδευση στρατιωτικού, όσο και με τη στρατιωτική υπηρεσία, έτσι όπως αυτή εκφράζεται στο πρόσωπο αυτού με βάση το βαθμό που φέρει στη στρατιωτική ιεραρχία. Ομαδοποιώντας τις σχετικές δυνατότητες, παρατηρούμε τα εξής: α) Εξυβρίσεις Κατ’ αρχήν, η ατομική εκπαίδευση παραπέμπει στην εξύβριση. Σύμφωνα με τη βασική μορφή του εγκλήματος του άρθρου 361 του ΠΚ, τιμωρείται εκείνος που εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφημήσεως προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Έχει γίνει ευρύτερα δεκτό ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό της τιμής ενυπάρχει στην κοινωνική παράσταση αυτής, δηλαδή στην κοινωνική “εικόνα” που αντιστοιχεί σε κάθε πρόσωπο και συνίσταται σε μια κοινή και αστιγμάτιστη για όλους θέση στον κοινωνικό χώρο. Συνεπώς, η προσβολή της τιμής, με την ανωτέρω έννοια, αναφέρεται στην κοινωνική σημασία της άμεσης ή έμμεσης αρνήσεως στο άτομο ενός status τιμής με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και σε δεδομένο τόπο και χρόνο[9]. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες σε ανάλογες συμπεριφορές ασκήθηκε ποινική δίωξη με το άρθρο 361 Α του ΠΚ. Με το άρθρο αυτό τιμωρείται η έμπρακτη εξύβριση του άρθρου 361 παρ. 1, εφόσον έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα. Είναι δεδομένο ότι προκειμένου να θεμελιωθεί το στοιχείο του “απρόκλητου” θα πρέπει η πράξη να στρέφεται κατά προσώπου το οποίο αφενός δε συνδέεται με το δράστη με εμπεδωμένη σχέση και αφετέρου προς το οποίο δεν έχει προηγηθεί άμεση και σκοπούμενη από τον παθόντα επικοινωνία. Επίσης θα πρέπει να τελείται χωρίς να επιδιώκεται κάποιο περαιτέρω όφελος[10]. Σύμφωνα με το πνεύμα του ποινικού νομοθέτη, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν.1419/84 με τον οποίο το άρθρο 361 Α προστέθηκε στον ισχύοντα ΠΚ, η ρήτρα “χωρίς πρόκληση από τον παθόντα” καταφάσκεται στις περιπτώσεις που μόνος ο δράστης “εκ του μηδενός” και χωρίς να έχει προηγηθεί κάτι, εισέρχεται στην κοινωνική σφαίρα του θύματος με ανύπαρκτη προηγούμενη σχέση ή κοινωνική σύνδεση και προβαίνει σε πράξεις εξυβρίσεως με έργο. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως κατά τις οποίες λαμβάνει χώρα ατομική εκπαίδευση προϋπάρχει σχέση συγχρωτισμού, δεδομένου ότι τα εμπλεκόμενα πρόσωπα διαβιούν -έστω και προσωρινά- σε κοινό χώρο και ακολουθούν κοινό πρόγραμμα. Ανεξαρτήτως αυτού, είναι γεγονός ότι οι προαναφερθείσες μορφές εξυβρίσεως μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε ανάλογες περιπτώσεις μόνο όταν οι πράξεις τελούνται μεταξύ ομοιοβάθμων, καθόσον έχουν γενική μορφή σε σχέση με την ειδικότερη διάταξη της εξυβρίσεως κατωτέρου, της οποίας σύντομη ανάλυση ακολουθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 1 περ. β’ του ΣΠΚ στρατιωτικός που εξυβρίζει -ανώτερο ή- κατώτερό του με λόγια, έργα, απειλές ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, στις περιπτώσεις που η εξύβριση δεν τελέστηκε κατά την υπηρεσία ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτήν. Η αξιόποινη συμπεριφορά της διατάξεως του άρθρου 60 παρ. 1 του ΣΠΚ, η οποία θα ήταν ορθότερα διατυπωμένη αν συμπεριελάμβανε αυτούσια τη διατύπωση του άρθρου 361 του ΠΚ, αποτελεί πράξη που προσβάλλει την τιμή κατά βαθμό κατωτέρου στις περιπτώσεις που μας απασχολούν στρατιωτικού -όχι όμως του ομοιοβάθμου- και ενέχει την κοινωνική σημασία της άμεσης ή έμμεσης αρνήσεως στον εξυβρισθέντα στρατιωτικό ενός status τιμής. Με το έγκλημα αυτό δεν προσβάλλεται άμεσα η στρατιωτική τάξη και πειθαρχία[11], αλλά καταρχήν η τιμή άλλου προσώπου, το οποίο όμως συνδέεται με το δράστη με την ιεραρχική σχέση των ενόπλων δυνάμεων. Μπορεί να λεχθεί λοιπόν ότι η συγκεκριμένη εξύβριση έχει διπλό εγκληματικό χαρακτήρα, διότι εκτός της προσβολής της τιμής του προσώπου του κατωτέρου αυτής καθεαυτής, υφίσταται και προσβολή της εκφρασμένης στο πρόσωπό του στρατιωτικής ιδιότητας, ως όρου εξατομικεύσεως της στρατιωτικής υπηρεσίας[12]. Με τη δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου θεσπίζεται η απρόκλητη στρατιωτική εξύβριση, η οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προϋποθέτει ότι ο δράστης και ο παθών δεν έχουν προγενέστερη επαφή σε οποιοδήποτε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων, καθώς και ότι στόχος του δράστη ήταν το γένος του εννόμου αγαθού της τιμής των στρατιωτικών, με την εξατομίκευση να λαμβάνει χώρα τυχαία[13]. β) Σωματική βλάβη – Βιαιοπραγία Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 του ΠΚ τιμωρείται όποιος με πρόθεση προξενήσει σε άλλον κάκωση ή βλάβη της υγείας του. Οι αξιόποινες πράξεις του άρθρου αυτού στρέφονται κατά του σώματος αυτού καθεαυτού και της υγείας[14]. Όταν μάλιστα αυτές τελούνται χωρίς πρόκληση από τον παθόντα τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 308 Α του ΠΚ, όπου περί του “απροκλήτου” ισχύουν τα προαναφερθέντα[15]. Η διάταξη αυτή μπορεί να τύχει εφαρμογής στις υπό εξέταση περιπτώσεις μόνο όταν οι πράξεις τελούνται μεταξύ ομοιοβάθμων στρατιωτικών, δεδομένης της ειδικότερης διατάξεως του άρθρου 59 του ΣΠΚ, σύμφωνα με την οποία τιμωρείται η βιαιοπραγία κατά -ανωτέρου ή- κατωτέρου. Υποκείμενο τελέσεως του εγκλήματος του προαναφερθέντος άρθρου είναι στρατιωτικός και ειδικότερα στο θέμα που μας απασχολεί κατά βαθμό ανώτερος του παθόντος. Πράξη του εγκλήματος είναι η βιαιοπραγία και αντικείμενο είναι ο κατά βαθμό κατώτερος στρατιωτικός, με την ιδιότητα του προσώπου στο οποίο εξατομικεύονται τα έννομα αγαθά της μορφικής και λειτουργικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της εξωτερικής τιμής[16]. Με τον όρο “βιαιοπραγία” νοείται κάθε χρήση υλικής δυνάμεως που έχει ως αποτέλεσμα την κακοποίηση του σώματος[17]. Κατά την κρατούσα πλέον άποψη η βιαιοπραγία του ΣΠΚ αφορά πράξεις που επενεργούν στο σώμα στρατιωτικού και πλήττουν τα προαναφερθέντα έννομα αγαθά. Η προσβολή της στρατιωτικής υπηρεσίας, σε σχέση με τα εξατομικευόμενα στο πρόσωπο του παθόντος στρατιωτικού έννομα αγαθά, πραγματώνεται με έμμεσο τρόπο, προσδίδοντας στη βιαιοπραγία αυτή το χαρακτήρα του μη γνήσιου στρατιωτικού εγκλήματος. γ) Παράβαση στρατιωτικής εντολής Ο εξαναγκασμός ετέρων σε ατομική εκπαίδευση θα ήταν δυνατόν να αφορά και παράβαση των στρατιωτικών εντολών που υφίστανται και την απαγορεύουν ρητά, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 55 του ΣΠΚ. Εν συντομία μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι υποκείμενο της περιγραφόμενης στο άρθρο αυτό πράξεως είναι μόνο στρατιωτικός και αντικείμενο ο συγκεκριμένος υπηρεσιακός προορισμός που εκφράζει και μορφοποιεί ο στρατιωτικός ως υπερασπιστής της πατρίδας. Σύμφωνα με την ορθότερη και κρατούσα άποψη, στην έννοια της στρατιωτικής εντολής του εν λόγω άρθρου δεν υπάγεται οποιαδήποτε αυτοτελής διαταγή, αλλά μόνο εκείνη που σχετίζεται λειτουργικά με ορισμένη κύρια υπηρεσία, συνιστά επιμέρους διευκολυντική πτυχή της και εξυπηρετεί άμεσα το σκοπό της[18]. Ενόψει αυτών, θα πρέπει πάντοτε η στρατιωτική εντολή -υπό την έννοια του όρου που αυτή προσλαμβάνει στο συγκεκριμένο άρθρο- να αφορά συγκεκριμένη υπηρεσία, η οποία συνδέεται άμεσα με το έννομο αγαθό της στρατιωτικής υπηρεσίας. Συνεπώς, παραμένουν εκτός εφαρμογής του άρθρου 55 του ΣΠΚ οι απλές παραβάσεις της υπηρεσιακής τάξεως και πειθαρχίας, στις οποίες είναι ορθότερο να αποδεχθούμε ότι υπάγεται και η ατομική εκπαίδευση. δ) Παράνομη βία Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 του ΠΚ τιμωρείται όποιος χρησιμοποιώντας σωματική βία ή απειλή σωματικής βίας ή άλλης παράνομης πράξεως ή παραλείψεως, εξαναγκάζει άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για τις οποίες ο παθών δεν είχε υποχρέωση[19]. Με τη διάταξη αυτή προστατεύεται το δικαίωμα του ατόμου να αποφασίζει και ενεργεί με ελεύθερη βούληση[20]. Στο υπαλλακτικώς μικτό αυτό έγκλημα, όπου η συναίνεση του παθόντος αίρει την αντικειμενική υπόστασή του, υπάγεται τόσο η σωματική βία, όσο και η απειλή. Στην έννοια της βίας εμπερικλείεται η χρήση υλικής ή ψυχολογικής δυνάμεως, προκειμένου να καμφθεί μια προβαλλόμενη αντίσταση με καταναγκασμό. Επειδή η βία ενέχει το στοιχείο του εξαναγκασμού προϋποθέτει μια υλικοψυχολογική αναμέτρηση σε υλικό τελικά επίπεδο δύο τουλάχιστον ανθρώπινων βουλήσεων. Συνεπώς, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η βία εκδηλώνεται πάντοτε σε υλικό επίπεδο, έστω και αν γίνεται χρήση ψυχολογικής και όχι μυϊκής δυνάμεως[21]. Στην έννοια της βίας μπορούμε να διακρίνουμε εκτός της υλικής (σωματικής) και την ψυχολογική (απειλή), χωρίς στην περίπτωση αυτή να απαιτείται ο παθών να περιέλθει σε τρόμο ή ανησυχία. Είναι πρόδηλο, όχι μόνο από τον τίτλο του άρθρου 330 του ΠΚ αλλά και από τη φράση “άλλης παράνομης πράξης”, ότι η ασκούμενη βία θα πρέπει να είναι παράνομη, ως εξαναγκάζουσα έτερο σε συμπεριφορά, στην οποία αυτός δεν υποχρεούται να προβεί. Το παράνομο αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως και προσδιορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η πράξη επηρεασμού της βουλήσεως ενός προσώπου αποδοκιμάζεται από το δίκαιο. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της χρήσεως βίας και της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής που έλαβε χώρα, είναι αναγκαία. ΙV. Ποιο έγκλημα τελείται πραγματικά με την ατομική εκπαίδευση Τόσο στην προγενέστερη στρατιωτική ποινική νομοθεσία όσο και στην ισχύουσα δεν υφίσταται ειδική διάταξη με την οποία κολάζεται η τέλεση ατομικής εκπαιδεύσεως. Ο ποινικός έλεγχος της συγκεκριμένης συμπεριφοράς, ο οποίος τελούσε ανέκαθεν σε συνάρτηση με τις κρατούσες περί επιβολής της πειθαρχίας αντιλήψεις, επαφίετο στις επιμέρους διατάξεις που εν συντομία προαναφέρθηκαν. Αφετηριακό, αλλά και πλέον κρίσιμο στοιχείο, είναι το κατά πόσο υπάρχει βούληση εξαλείψεως της απαγορευόμενης ρητά από γενικές και ειδικές διαταγές ατομικής εκπαιδεύσεως. Οι εντολές που δίδονται κατά την τέλεση αυτής είναι εντελώς ξένες προς το εγκεκριμένο και προκαθορισμένο πλαίσιο στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και συνεπώς ανάλογες πρωτοβουλίες και ενέργειες βάλλουν ευθέως κατά της ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού του στρατιωτικού, έτσι όπως αυτή περιγράφεται στο Σύνταγμα, τους νόμους και τους κανονισμούς που αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις. Οι ειδικές συνθήκες που διέπουν τη διαβίωση των στρατιωτικών καθορίζονται στις οικείες διατάξεις και, όπως είναι αυτονόητο, δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο επαναπροσδιορισμού από μη εξουσιοδοτηθέντα προς τούτο άτομα. Η στρατιωτική ιδιότητα αυτή καθεαυτή δημιουργεί μεν επιπρόσθετες υποχρεώσεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περιορίζει τα κατοχυρωμένα δικαιώματα των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις. Η ποινική αντιμετώπιση της ατομικής εκπαιδεύσεως στη χώρα μας δεν εμφανίζεται ενιαία. Η ασφαλής εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την κρατούσα αντίληψη για τον ποινικό χαρακτηρισμό αυτής δεν είναι δυνατή, λόγω του περιορισμένου αριθμού των περιπτώσεων που έρχονται στην επιφάνεια και αποστέλλονται προς ποινική αξιολόγηση στις Εισαγγελίες των Στρατιωτικών Δικαστηρίων. Επιχειρώντας να προσδιορίσουμε το έγκλημα που όντως πραγματώνεται με την τέλεση ατομικής εκπαιδεύσεως, παρατηρούμε ότι οι διατάξεις του ΣΠΚ που αφορούν την εξύβριση και τη βιαιοπραγία κατά κατωτέρου διώκονται αυτεπαγγέλτως και μπορούν να τύχουν εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δράστης είναι κατά βαθμό ανώτερος του παθόντος. Συνεπώς, όταν η ατομική εκπαίδευση τελείται μεταξύ ομοιοβάθμων, δε μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι ανωτέρω διατάξεις του ΣΠΚ, αλλά οι ανάλογες του ΠΚ, οι οποίες αφορούν εγκλήματα διωκόμενα κατ’ έγκληση. Με αυτά τα δεδομένα, η ποινική μεταχείριση της ατομικής εκπαιδεύσεως δεν είναι δυνατό να εμφανίζεται ίδια σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι βάσει των προεκτεθέντων ο κολασμός της σε περίπτωση ομοιοβάθμων θα εξαρτάτο από τη βούληση του παθόντος να εγκαλέσει το δράστη, αποφασίζοντας έτσι ο ίδιος περί του αξιοποίνου μιας πράξεως, η οποία δεν βάλλει μόνο κατά του προσώπου του, αλλά και κατά της στρατιωτικής υπηρεσίας. Κατά συνέπεια, ο κατά βαθμό ανώτερος του παθόντος[22] που τελεί ατομική εκπαίδευση τυγχάνει αυστηρότερης αντιμετωπίσεως από τον ομοιόβαθμό του, ο οποίος μάλιστα, σε περίπτωση που δεν είναι βαθμοφόρος, δε δικαιούται να δώσει ακόμη και νόμιμες εντολές. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο το ότι σε αρκετές περιπτώσεις και προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτή η ανισότητα ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αυτεπαγγέλτως διωκόμενη απρόκλητη έργω εξύβριση, αλλά η κατηγορία αυτή εν συνεχεία μετεβλήθη με βάση τα προεκτεθέντα κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία σε έργω εξύβριση[23]. Κατόπιν αυτών, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι περιπτώσεις ατομικής εκπαιδεύσεως καταρχάς υπάγονται στην αυτεπαγγέλτως διωκόμενη αξιόποινη πράξη της παράνομης βίας του άρθρου 330 του ΠΚ και όχι αφενός σε αυτές της εξυβρίσεως ή βιαιοπραγίας κατά κατωτέρου και αφετέρου της εξυβρίσεως και της σωματικής βλάβης του ΠΚ, αναλόγως της ιεραρχικής σχέσεως του δράστη και του παθόντος[24]. Τα προαναφρεθέντα πλην της παράνομης βίας εγκλήματα δεν περιλαμβάνουν στην αντικειμενική τους υπόσταση το στοιχείο του εξαναγκασμού του παθόντος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, για την οποία δεν έχει υποχρέωση, που αποτελεί εν προκειμένω ουσιώδες στοιχείο της ατομικής εκπαιδεύσεως. Στις περιπτώσεις που μας απασχολούν μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί το στοιχείο του εξαναγκασμού στο πρόσωπο του παθόντος, καθόσον ουδείς υποβάλλεται σε -ούτως ή άλλως απαγορευμένη- ατομική εκπαίδευση κατόπιν δικής του συναινέσεως, αλλά πάντοτε υπό το κράτος πιέσεων, ενόψει του ότι οι εντολές δίδονται είτε από όντως αρχαιότερους στρατιωτικούς, είτε από αρχαιοτέρους κατά το μέτρο της ιεραρχίας μιας Στρατιωτικής Σχολής μαθητές ή, τέλος, από “παλαιότερους” σε κατάταξη οπλίτες. Μάλιστα, ο εξαναγκασμός αυτός επιτείνεται από το γεγονός ότι ο παθών ως υποδεέστερος στην ιεραρχία προφανώς θα υποστεί περισσότερα δεινά, σε περίπτωση που δε συμμορφωθεί προς αυτές. Είναι εύκολο να διαπιστωθεί ότι οι τελούμενες με την ατομική εκπαίδευση προσβολές πλήττουν πέραν του προσώπου του παθόντος και την εκφρασμένη σε αυτό στρατιωτική υπηρεσία. Κατόπιν αυτού, σε περίπτωση που θεωρήσει κανείς ότι με την ατομική εκπαίδευση τελείται η αυτεπαγγέλτως διωκόμενη πράξη της παράνομης βίας, καθιερώνεται ίση μεταχείριση των δραστών. Παρά ταύτα, ελλείψει μάλιστα ειδικής διατάξεως στον ΣΠΚ, μπορεί να διαπιστωθεί μια σχετική ανακολουθία, η οποία συνίσταται στο ότι εν προκειμένω τυγχάνει εφαρμογής μια διάταξη του Ποινικού Κώδικα για να προστατευθεί -παράλληλα με το πρόσωπο του παθόντος- η στρατιωτική υπηρεσία. Είναι παράδοξο, πλην όμως αληθινό, το ότι με την παρούσα διάταξη του ΠΚ εμφανίζεται εν τέλει ως αποτελεσματικότερα προστατευόμενη η στρατιωτική υπηρεσία, έτσι όπως αυτή εξατομικεύεται στο ταυτόχρονα θιγόμενο πρόσωπο του υποβαλλομένου σε ατομική εκπαίδευση στρατιωτικού. Στον αντίποδα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ανάλογη ποινική δίωξη εμφανίζεται ανελαστική σε προσωπικό επίπεδο, στις περιπτώσεις που οι παθόντες δεν επιθυμούν την ποινική δίωξη των δραστών. V. Τελική παρατήρηση Κατόπιν αυτών και προκειμένου να αντιμετωπίζονται με ενιαίο τρόπο αλλά και ισότητα οι τελούντες ατομική εκπαίδευση, κρίνεται αναγκαία η προσθήκη ειδικής διατάξεως στον ΣΠΚ[25]. Με τον τρόπο αυτό θα ολοκληρωθεί η όντως αξιόλογη προσπάθεια των διοικούντων τις ένοπλες δυνάμεις να εξαλείψουν ανάλογες αναχρονιστικές συμπεριφορές που δεν είναι δυνατό να συμβαίνουν έστω και στο περιθώριο των εχόντων πάντοτε ομαδικό χαρακτήρα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ούτε καν υπό τη μορφή εθίμου που διαιωνίζεται με την ανοχή ελαχίστων ιθυνόντων. Έως τότε οι όποιες επιλογές των ασκούντων την ποινική δίωξη επί του προκειμένου θα βρίσκονται εκ των πραγμάτων αντιμέτωπες με προβλήματα ίσης μεταχειρίσεως, ανελαστικότητας και αποτελεσματικής προστασίας του έννομου αγαθού της “στρατιωτικής υπηρεσίας”. [1] Στο άρθρο 10 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό (ΣΚ 20-1) δίδεται ο ορισμός της πειθαρχίας, ο οποίος έχει ως εξής: “Κάθε κατώτερος οφείλει να υπακούει στους ανωτέρους του και να εκτελεί χωρίς αντιλογία τις διαταγές τους που αφορούν στην εφαρμογή των στρατιωτικών Νόμων, των κανονισμών και των διαταγών της Υπηρεσίας. Η υπακοή αυτή λέγεται πειθαρχία”. Επίσης σε κάθε κλάδο των ενόπλων δυνάμεων υφίστανται θεσμικά κείμενα που κάνουν λόγο για τους κανόνες της πειθαρχίας. [2] Στο άρθρο 53 του Ν.2287/95 “Κύρωση του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα” (στο εξής ΣΠΚ) περιγράφεται η αξιόποινη πράξη της ανυπακοής, η οποία παρά τη γενικότητα της διατυπώσεώς της (“…να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία…”) έχει μέσω της σχετικής βιβλιογραφίας και νομολογίας οδηγήσει σε άμεση σύνδεση του προστατευόμενου έννομου αγαθού της στρατιωτικής υπηρεσίας με τις δραστηριότητες μέσω των οποίων ο στρατιωτικός εκφράζει και μορφοποιεί το μαχητικό του προορισμό (βλέπε σχετικά Μανωλεδάκη, Έννοια υπηρεσίας κατ’ άρθρο 70 ΣΠΚ, Γνωμοδ. Αρμ 1981, σελ. 14, Παπαδαμάκη, Η ανυπακοή του στρατιωτικού ως αξιόποινη πράξη κατά το άρθρο 70 Σ.Π.Κ., 1987 – ανατύπωση 1994, σελ. 105 επ., του ιδίου, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 184 επ.). [3] Σχετικά με τη νομιμότητα και δεσμευτικότητα μιας διαταγής βλέπε Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, ΙΙ, Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ. 177 επ. [4] βλ. Αλιβιζάτου, ό.π., σελ. 133 επ. [5] Ο όρος “ατομική εκπαίδευση” δεν αποδίδει κατά κυριολεξία το περιεχόμενό του. Ουσιαστικά, βαρύτητα έχει η λέξη “ατομική” -σε αντιδιαστολή με την προβλεπόμενη ομαδική-, ενώ η έννοια της λέξεως “εκπαίδευση” εκφεύγει της παρεχομένης στο πλαίσιο των ενόπλων δυνάμεων, εννοουμένης της ασκήσεως ψυχολογικής ή -και- σωματικής βίας. [6] Δηλαδή περιπτώσεις, κατά τις οποίες “παλαιότερος” οπλίτης εξαναγκάζει “νεότερό” του σε ατομική εκπαίδευση, κάνοντας χρήση της εξουσίας που αυθαίρετα αντλεί από τη μεγαλύτερη χρονικά θητεία του στις ένοπλες δυνάμεις. Οι μαθητές των Στρατιωτικών Σχολών θεωρούνται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 § 1 περ. γ’ του ΣΠΚ ομοιόβαθμοι, όμως η αρχαιότητα που ισχύει μέσα στο πλαίσιο μιας διαρθρωμένης Σχολής είναι ένα αναμφισβήτητο γεγονός. Κατά συνέπεια, μια εντολή που δίδεται από αρχαιότερο μαθητή προς νεότερο, ενέχει χωρίς αμφιβολία το στοιχείο του εξαναγκασμού, ενόψει του ότι στην μεταξύ τους υπηρεσιακή σχέση υπάρχει μια έμμεση πειθαρχική εξουσία, η οποία πηγάζει από τη δυνατότητα που έχουν οι αρχαιότεροι μαθητές να αναφέρουν στη Διοίκηση αντιπειθαρχικές συμπεριφορές των νεοτέρων. Σχετικά με τις έννοιες του κατά βαθμό “ανωτέρου – κατωτέρου” , τις οικείες νομολογιακές τάσεις, αλλά και την ιεραρχία βαθμών και καθηκόντων, βλέπε Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 409-410. [7] Για την εκδήλωση του φαινομένου της ατομικής εκπαιδεύσεως στη Βρετανία, την Ισπανία, τη Δανία, την Ολλανδία, την Ελλάδα, τη Γερμανία, την Αμερική, τη Σλοβακία, την Ιταλία, τη Νορβηγία και την Ουγγαρία, βλέπε Criminal Expo ’97, 3rd International military criminal law conference, 1997, σελ. 58 επ. [8] Σύμφωνα με το άρθρο 87 του ΣΠΚ, τιμωρείται όχι μόνο ο διοικητής, αλλά και κάθε στρατιωτικός ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο έλαβε γνώση ότι άλλος τέλεσε στρατιωτικό έγκλημα και παρέλειψε να το καταγγείλει αμέσως. [9] Βλ. σχετ. Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν της τιμής και αι αξιόποιναι αυτού προσβολαί, 1976, σελ. 145 επ. [10] Βλ. Αναγνωστόπουλου, Τα Απρόκλητα Εγκλήματα, Μια κατανοούσα ερμηνεία, ΝοΒ 1986, σελ. 359 επ., Φελουτζή, Απρόκλητη σωματική βλάβη, απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση και απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, Μνήμη Χωραφά – Γάφου – Γαρδίκα, Ι, 1986, σελ. 299 επ. [11] Πρβλ. Γιαννήρη, Ερμηνεία του στρατιωτικού ποινικού κώδικος, 1959, σελ.95, όπου μνημονεύεται ότι το εν λόγω αδίκημα θίγει την “πειθαρχίαν διότι ενέχει ανυποταξίαν κατά του προσώπου του ανωτέρου”. [12] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 413 επ., του ιδίου Ποινικά ανάλεκτα, 1994, σελ. 462 επ. [13] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 419 επ. [14] Βλ. σχετ. Μαργαρίτη, Σωματικές βλάβες – άρθρα 308-315 ΠΚ, 1991, σελ. 49 επ. και 131 επ. [15] Βλ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 287 επ. [16] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, ό.π. σελ. 407. [17] Πρβλ. Ανανιάδη, Στρατιωτικόν ποινικόν δίκαιον, ουσιαστικόν, 1955, σελ. 130. [18] Βλ. σχετ. Παπαδαμάκη, ό.π., σελ. 198 επ., όπου παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία. [19] Στην απαγόρευση των βασάνων, των σωματικών κακώσεων, των βλαβών υγείας ή της ασκήσεως ψυχολογικής βίας αναφέρεται τόσο η συνταγματική διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2, όσο και εκείνη του άρθρου 137 Α του ΠΚ (βλέπε σχετικά Ναυτ. Πειρ. 213/97, Ποιν. Χρον. ΜΘ’, σελ. 267 επ., με πρόταση του Αντεισαγγελέα Μακρή Νικολάου). [20] Βλ. Μαγκάκη, Το έγκλημα της παρανόμου βίας κατά το άρθρο 330 ΠΚ, Ποιν. Χρον. ΙΒ’, σελ. 521 επ., Συμεωνίδη – Καστανίδη, Το έγκλημα της παράνομης βίας κατά το άρθρο 330 ΠΚ, Αρμ. 1982, σελ. 972. [21] Βλ. Ανδρουλάκη,Η έννοια της βίας εν τω ποινικώ δικαίω, Ποιν. Χρον. ΙΓ’, σελ. 593 επ. [22] Αξίζει να υπομνησθεί ότι εν προκειμένω ο κατά βαθμό ανώτερος μπορεί να μην είναι μόνιμο στέλεχος των ενόπλων δυνάμεων π.χ. κληρωτός Σμηνίας προς Σμηνίτη. [23] Στο σημείο αυτό πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές οι περιπτώσεις ατομικής εκπαιδεύσεως αποτελούν αντικείμενο ποινικής έρευνας ύστερα από παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος, με πρακτικό αποτέλεσμα συχνά να παραλείπεται να ερωτηθεί ο παθών εντός τριμήνου εάν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. [24] Πρβλ Αερ.Αθ. 103/98, Ποινική Δικαιοσύνη 1999, σελ. 135 επ. [25] Κάτι τέτοιο θα απέβαινε προς όφελος του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αυτός θα διώκεται για μία πράξη και όχι κατά περίπτωση σωρρευτικά για εξυβρίσεις, σωματικές βλάβες και παράνομη βία. |
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!