Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και Δίκαιο Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Ορισμένες σκέψεις με αφορμή τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) και ιδίως την απόφαση της 12-12-01 επί της υπ’αρ. 52207/99 προσφυγής των Bancovic και λοιπών κατά χωρών-μελών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ)
ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΥΡΚΟΥ, Αντεισαγγελέα Αεροδικείου Αθηνών, Μ.Δ. (Ποινικών Επιστημών), LLM (London), Μέλους Επιτροπής Διάδοσης Ανθρωπιστικού Δικαίου
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ», τ. 12/2006)
Α) Η υπόθεση Bancovic και λοιπών κατά χωρών–μελών του ΝΑΤΟ[1]
- I) Το χρονικό της υπόθεσης:
Την 30-1-1999, το ΝΑΤΟ, κατόπιν σχετικής απόφασης του Συμβουλίου των χωρών-μελών του, ανακοίνωσε την απόφασή του για έναρξη διεξαγωγής αεροπορικών επιθέσεων στην εδαφική επικράτεια της (τότε) Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, στην περίπτωση που η κυβέρνηση της χώρας αυτής δεν θα συμμορφωνόταν στις επιταγές της διεθνούς κοινότητας αναφορικά με τους όρους διευθέτησης της κρίσης που είχε ανακύψει στην επαρχία του Κοσόβου. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και εκπροσώπων της διεθνούς κοινότητας αρχικά στο Ραμπουγέ (6 έως 23-2-99) και στη συνέχεια στο Παρίσι (15 έως 18-3-99).Το προταθέν κείμενο συμφωνίας υπεγράφη από τους εκπροσώπους των αλβανικής καταγωγής Κοσοβάρων αλλά απορρίφθηκε από την σερβική πλευρά. Κατόπιν τούτου και θεωρώντας ότι κάθε προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης της κρίσης είχε αποτύχει, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ ανακοίνωσε, την 23-3-1999, την έναρξη αεροπορικών επιθέσεων σε βάρος της Γιουγκοσλαβίας, οι οποίες ξεκίνησαν την επομένη ημέρα και διήρκεσαν μέχρι την 8-6-1999.Την 23-4-99,λίγο μετά την 02.00΄ώρα,το κτίριο της Σερβικής Ραδιοτηλεόρασης (RTS) στο Βελιγράδι επλήγη από πύραυλο που εκτοξεύτηκε από αεροσκάφος των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων. Η επίθεση είχε ως συνέπεια την κατάρρευση δύο εκ των τεσσάρων ορόφων του κτιρίου, τον θάνατο 16 ατόμων και τον τραυματισμό άλλων 16.
- II) Η προσφυγή ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ)
Οι συγγενείς τεσσάρων από τους φονευθέντες κατά την ως άνω αεροπορική επιδρομή καθώς και ένας από τους τραυματίες υπέβαλαν προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ σε βάρος των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ που συναίνεσαν στη λήψη της απόφασης για την διεξαγωγή των αεροπορικών επιθέσεων και συμμετείχαν στην σχετική επιχείρηση (Allied Force) είτε με απ’ευθείας εμπλοκή σ’αυτές είτε με παροχή διοικητικής ή άλλης υποστήριξης και οι οποίες ταυτόχρονα είχαν την ιδιότητα του Συμβαλλομένου Μέρους στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[2]. Οι προσφεύγοντες επικαλέστηκαν παραβίαση των δικαιωμάτων στη ζωή, την ελεύθερη έκφραση και την παροχή αποτελεσματικού ενδίκου βοηθήματος (άρ. 2,10 και 13 της ΕΣΔΑ αντίστοιχα).
III) Οι ισχυρισμοί των εναγομένων κυβερνήσεων
Οι κυβερνήσεις των εναγομένων χωρών ζήτησαν την απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης, κατ’άρ. 35 παρ. 3 και 4 της ΕΣΔΑ, επικαλούμενες το γεγονός ότι, κατά το χρόνο του επιδίκου συμβάντος, οι παθόντες και οι συγγενείς τους δεν τελούσαν υπό την δικαιοδοσία (jurisdiction) του Δικαστηρίου, όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρ. 1 της ΕΣΔΑ ,το οποίο ορίζει ότι ότι όλα τα Κράτη-Μέλη της ΕΣΔΑ αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν για κάθε πρόσωπο που τελεί υπό την δικαιοδοσία τους την απόλαυση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ορίζονται στο 1ο Κεφάλαιο της Σύμβασης,με συνέπεια να μην υφίσταται αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ratione persone.Το ως άνω επιχείρημα στηρίχθηκε κυρίως στην ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» ο οποίος, κατά τις εναγόμενες, θα έπρεπε να ερμηνευθεί σύμφωνα με το κοινό και στέρεα παγιωμένο νόημα του όρου αυτού στο πλαίσιο του δημοσίου διεθνούς δικαίου. Επομένως, κατά τις ίδιες, η άσκηση «δικαιοδοσίας» προϋποθέτει τη δυνατότητα επιβολής νόμιμης εξουσίας πάνω σε πρόσωπα τα οποία οφείλουν κάποια μορφή υπακοής στο κράτος ή τα οποία έχουν τεθεί υπό τον έλεγχο του κράτους αυτού. Επιπλέον ο όρος «δικαιοδοσία» συνεπάγεται την εγκαθίδρυση μιάς μορφής «δομημένης σχέσης» κράτους-υποκειμένου, διαρκούσης για ορισμένη χρονική περίοδο. Δεδομένων λοιπόν των ανωτέρω, η συμπεριφορά των εναγομένων (η λήψη, δηλαδή απόφασης για διεξαγωγή αεροπορικών βομβαρδισμών και η υλοποίησή της) δεν συνιστά άσκηση δικαιοδοσίας επί των προσφυγόντων και των φονευθέντων και τραυματισθέντων προσώπων.Από τους λοιπούς προβληθέντες ισχυρισμούς, αξίζει, για τους σκοπούς του παρόντος πονήματος, να σταθούμε ιδιαίτερα στα παρακάτω σημεία:α) Οι εναγόμενες, στο πλαίσιο της αντίκρουσης των ισχυρισμών των προσφυγόντων ότι η θετική υποχρέωση που επιβάλει το άρ. 1 της ΕΣΔΑ στα συμβαλλόμενα μέρη θα πρέπει να ερμηνεύεται σε αναλογία προς τον βαθμό του de facto ελέγχου που ασκείται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (εν προκειμένω, ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος του εναερίου χώρου της Γιουγκοσλαβίας από τις ΝΑΤΟϊκές δυνάμεις και η συνακόλουθη ιδιαίτερη ευχέρεια διενέργειας αεροπορικών επιθέσεων κατά επιγείων στόχων),αντέτειναν ότι το κοινό νόημα της διατύπωσης του κειμένου του άρ, 1 της ΕΣΔΑ ουδόλως καταλείπει περιθώρια για την υποστήριξη μιάς τέτοιας άποψης: αν οι συντάκτες της ΕΣΔΑ επιθυμούσαν πράγματι να καθιερώσουν μια παρόμοια σχέση αιτίου-αιτιατού (cause-effect) θα είχαν επιλέξει διατύπωση παρόμοια με αυτή του –κοινού- άρ. 1 των Συμβάσεων της Γενεύης[3] του 1949,η οποία τυγχάνει ευρύτερη και δεν δικαιολογεί την προβολή εξαιρέσεων είτε ratione loci είτε ratione persone.β) Στον εύλογο ισχυρισμό των προσφυγόντων ότι, τυχόν μη αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων άσκησης δικαιοδοσίας εκ μέρους του ΕΔΔΑ στην υπόψη προσφυγή ,θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με παροχή ασυλίας προς τα κράτη –μέρη της ΕΣΔΑ να διαπράττουν παραβιάσεις των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και προστατεύονται απ’αυτή όταν εμπλέκονται σε στρατιωτικής φύσης επιχειρήσεις, οι εναγόμενες αντέτειναν τον ισχυρισμό ότι, τυχόν υιοθέτηση από το Δικαστήριο του επιχειρήματος περί δυνατότητας αξιοποίησης της σχέσης αιτίου-αιτιατού για τη θεμελίωση «εξωεδαφικής» (extraterritorial) εφαρμογής της Σύμβασης θα συνεπαγόταν σοβαρές διεθνείς συνέπειες στο πεδίο της διεθνούς συλλογικής στρατιωτικής δράσης και θα συνιστούσε παραμόρφωση του θεσμικού πλαισίου της ΕΣΔΑ. Τούτο διότι, κατ’αυτόν τον τρόπο, το ΕΔΔΑ θα καθίστατο αρμόδιο να εξετάζει τη συμμετοχή μελών σε στρατιωτικές αποστολές σε παγκόσμια κλίμακα και υπό περιστάσεις που θα καθιστούσαν ιδιαίτερα δυσχερή έως αδύνατη τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των κατοίκων των περιοχών όπου αναπτύσσεται η δράση αυτή, ακόμη και υπό περιστάσεις όπου το Μέρος δεν έχει ενεργό συμμετοχή. Επιπρόσθετα, τόνισαν, για τον έλεγχο και τη ρύθμιση της συμπεριφοράς προσώπων που συμμετέχουν σε ανάλογες επιχειρήσεις ως μέλη των ενόπλων δυνάμεων ή εν γένει αντιπρόσωποι (agents) κάποιου κράτους, εφαρμοστέες τυγχάνουν οι διατάξεις του ΔΑΔ.
- IV) H απόφαση
Το ΕΔΔΑ, μετά από εκτεταμένη και αναλυτική αναφορά στις προβλέψεις της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών, τη σχετική νομική φιλολογία, τις προπαρασκευαστικές εργασίες (travaux preperatoires) της ΕΣΔΑ καθώς και την προγενέστερη νομολογία του, απεφάνθη ομόφωνα ότι η αποδιδόμενη στα εναγόμενα κράτη δράση δεν δύναται ν’ αξιολογηθεί στο πλαίσιο των απορρεουσών από τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ υποχρεώσεών τους και για το λόγο αυτό κήρυξε τη σχετική προσφυγή απαράδεκτη. Όπως δε αναφέρεται χαρακτηριστικά στην παρ. 80 του κειμένου της απόφασης «…η ΕΣΔΑ συνιστά μια πολυμερή συνθήκη, η οποία λειτουργεί κατ’ ουσίαν σε περιφερειακό επίπεδο και δη στον νομικό χώρο (espace juridique) των Συμβαλλομένων Κρατών. Η Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν περιλαμβάνεται στον νομικό αυτό χώρο[4]. Η Σύμβαση δεν καταρτίστηκε ώστε να μπορεί να εφαρμοσθεί σε παγκόσμια κλίμακα, ακόμη και αναφορικά με τη συμπεριφορά των Συμβαλλομένων Κρατών. Συνεπώς, η επιθυμία ν’ αποφευχθεί οποιαδήποτε χάσμα ή κενό στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει βασιστεί, σε ό,τι αφορά το Δικαστήριο, μέχρι σήμερα στη δυνατότητα εγκαθίδρυσης δικαιοδοσίας μόνο στις περιπτώσεις όπου, υπό τις δεδομένες περιστάσεις, η περιοχή που έλαβε χώρα το κρινόμενο συμβάν καλύπτεται από τη Σύμβαση» (μετάφραση του γράφοντος).
- V) Σχόλια-Παρατηρήσεις
Η απόφαση του ΕΔΔΑ επί της προσφυγής Bancovic και λοιπών αποτελεί κατά τη γνώμη μας μια εξέλιξη καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό της επακριβούς σχέσης μεταξύ Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ) και Δικαίου Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΠΑΔ), με συνέπειες που ασφαλώς εκτείνονται πέραν των τοπικών και χρονικών πλαισίων της κριθείσας υπόθεσης, δημιουργώντας ένα σημαντικό νομολογιακό προηγούμενο στο πεδίο του καθορισμού των ορίων μεταξύ των δύο αυτών κλάδων του διεθνούς δικαίου. Θα μπορούσε βεβαίως εύστοχα να παρατηρήσει κανείς ότι η υπόθεση αυτή έχει ιδιάζουσα βαρύτητα, όχι τόσο για τη θέση που δεν έλαβε (τουλάχιστον ρητά) το ΕΔΔΑ αναφορικά με τη δυνατότητα ελέγχου παραβιάσεων των κανόνων του ΔΑΔ στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, όσο για την περιοριστική ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» του άρ. 1 της ΕΣΔΑ, που έχει ως συνέπεια την αδυναμία υπαγωγής υπό την κρίση του ενός τομέα κρατικής δράσης, αυτού της στρατιωτικής δραστηριότητας εκτός των συνόρων του Συμβαλλομένου στην ΕΣΔΑ Κράτους, από τη φύση του ιδιαίτερα σημαντικού και καθοριστικού για τη βλάβη ή διακινδύνευση εννόμων αγαθών και δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από τις προβλέψεις της Σύμβασης. Γιά το λόγο αυτό άλλωστε η απόφαση έτυχε έντονης κριτικής διεθνώς[5], συνισταμένης κυρίως στο ότι το ΕΔΔΑ οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή από επιθυμία να λειτουργήσει ως «ασπίδα» για τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και όχι για τ’ ανθρώπινα δικαιώματα. Περαιτέρω, καταλογίσθηκε στο ΕΔΔΑ η δημιουργία μιάς «γκρίζας ζώνης» αναφορικά με το ποιές περιστάσεις ενεργοποιούν την υποχρέωση των κρατών να μεριμνούν για την προστασία των κατοχυρωμένων από την ΕΣΔΑ δικαιωμάτων εκτός των ορίων της εδαφικής τους αρμοδιότητας. Ενώ, δηλαδή, με την απόφασή του στην ιδιαίτερα γνωστή στη χώρα μας υπόθεση Λοϊζίδου κατά Τουρκίας[6] το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η στρατιωτική κατοχή εδάφους άλλης χώρας (εν προκειμένω της Τουρκίας επί του βορείου τμήματος της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας) υποχρεώνει την κατέχουσα χώρα να διασφαλίζει των σεβασμό των προστατευομένων από τη σύμβαση δικαιωμάτων στο κατεχόμενο έδαφος, δεν έπραξε το ίδιο στην περίπτωση των αεροπορικών βομβαρδισμών ακριβείας χωρών του ΝΑΤΟ στο έδαφος της πρ. Γιουγκοσλαβίας, με συνέπεια να δημιουργείται η εντύπωση ότι τα κράτη μπορούν να βομβαρδίζουν άλλα κράτη, έχοντας προκαταβολικά εξασφαλισμένη ατιμωρησία, τουλάχιστον σε επίπεδο περιφερειακών συστημάτων προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.Επανερχόμενοι στο θέμα των σχέσεων του ΔΑΔ με το ΔΠΑΔ, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε ιδιαίτερα στην παράλειψη του ΕΔΔΑ να λάβει θέση επί του ισχυρισμού των προσφυγόντων ότι η προσφυγή τους ερείδεται όχι μόνον στις διατάξεις της ΕΣΔΑ αλλά και στις οικείες προβλέψεις του ΔΑΔ, δεδομένου ότι όλα τα εναχθέντα κράτη αποτελούσαν Μέρη τόσο στις τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, όσο και στο 1ο Πρόσθετο σ’αυτές Πρωτόκολλο του 1977,οι οποίες μάλιστα περιέχουν προβλέψεις που διαθέτουν status εθιμικού δικαίου. Έτσι, στο μέτρο που οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις διέθεταν διττό χαρακτήρα (συνιστούσαν δηλαδή παραβάσεις τόσο προστατευτικών κανόνων της ΕΣΔΑ όσο και διατάξεων του ΔΑΔ, δεδομένου ότι ήταν απότοκες κατάστασης ένοπλης σύρραξης),μήπως το γεγονός αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει το δικαστήριο σε μια πιο ευέλικτη ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» του αρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι σύμφωνα με το κοινό άρ.1 των Συμβάσεων της Γενεύης και του 1ου Πρωτοκόλλου οι παραβιάσεις των διατάξεών τους πρέπει να διώκονται και να τιμωρούνται ανεξαρτήτως του τόπου τέλεσής τους; Περαιτέρω, η παράλειψη του ΕΔΔΑ να τοποθετηθεί σχετικά στο σκεπτικό της απόφασής του έλαβε χώρα επειδή αυτό θεωρήθηκε περιττό, εν όψει της ήδη διαμορφωθείσας κρίσης σχετικά με την έλλειψη δικαιοδοσίας ή ήταν σκόπιμη και αν συμβαίνει το δεύτερο, ποιοί ήταν οι λόγοι που υπαγόρευσαν τη στάση αυτή του Δικαστηρίου; Έμμεσος αποκλεισμός της δικαιοδοσίας του να χρησιμοποιήσει τις προβλέψεις του ΔΑΔ ως αξιολογικό πρίσμα ή απροθυμία να υπεισέλθει η δικαιοδοτική κρίση σε ομόρους δικαιικούς τομείς, προς αποφυγή τυχόν περιπλοκών εξωνομικής φύσης;
Β) Η σχέση μεταξύ Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου (ΔΑΔ) και Δικαίου Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΠΑΔ).
Παρ’ όλο που το ΔΑΔ και το ΔΠΑΔ διαφέρουν αναφορικά με τις πηγές προέλευσής τους και το πεδίο εφαρμογής τους, δεν μπορεί ν’αμφισβητηθεί ότι και οι δύο δικαιϊκοί αυτοί κλάδοι αποβλέπουν στον ίδιο αντικειμενικό σκοπό, που δεν είναι άλλος από την προστασία των ανθρωπίνων υπάρξεων σε όλες τις περιστάσεις.[7] Το κλασικό δημόσιο δίκαιο αναγνώριζε τη διάκριση μεταξύ δικαίου της ειρήνης και δικαίου του πολέμου. Η υιοθέτηση, όμως, του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ το 1945,καθώς και η μετέπειτα θέσπιση των μειζόνων συνθηκών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ΔΑΔ, σχετικοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την άκαμπτη αυτή διάκριση. Η εξέλιξη αυτή δεν έτυχε οικουμενικής αποδοχής: οι οπαδοί μάλιστα της περί σαφούς διαχωρισμού των δύο κλάδων θεωρίας απορρίπτουν την εφαρμογή των προβλέψεων του ΔΠΑΔ σε περιπτώσεις ένοπλης σύρραξης, με το σκεπτικό ότι πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικούς κλάδους, οι οποίοι δεν μπορούν να εφαρμόζονται ταυτόχρονα. Με αφορμή μάλιστα την πρόσφατα εκδοθείσα συμβουλευτική γνώμη (advisory opinion) του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης αναφορικά με τις έννομες συνέπειες από την κατασκευή τείχους εκ μέρους του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη[8], διατυπώθηκε η άποψη ότι η δογματική σαφήνεια που τυγχάνει απαραίτητη για τον πληρέστερο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, δεν επιτυγχάνεται με την ταυτόχρονη και παράλληλη εφαρμογή περισσοτέρων του ενός δικαιϊκών κλάδων, ούτε εξυπηρετείται από την παραδοχή ότι το ΔΑΔ και το ΔΠΑΔ αλληλοεπικαλύπτονται. Περαιτέρω, υποστηρίχθηκε ότι οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν τα κράτη δια της κύρωσης ή προσχώρησής τους σε συμβάσεις προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων ουδόλως συνεπάγεται την αυτοδίκαιη εκ μέρους τους αποδοχή εφαρμογής αυτών σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης και μάλιστα εκτός της εδαφικής τους επικράτειας, ούτε μπορεί να συναχθεί πρόθεση εφαρμογής των κανόνων του ΔΠΑΔ είτε εκ παραλλήλου είτε κατ’αποκλεισμό των διατάξεων του ΔΑΔ, το οποίο, ως lex specialis, τυγχάνει εφαρμοστέο επί ενόπλων συρράξεων. Τυχόν αποδοχή της αντίθετης εκδοχής, θα οδηγούσε σε δύσβατη και αβέβαιη ατραπό αναφορικά με την συμμόρφωση των κρατών προς τους διεθνείς κανόνες. Ακόμη περισσότερο, η επιδίωξη μιάς δικαιοδοτικής επιβεβαίωσης της ευρύτερης εφαρμογής του ΔΠΑΔ σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης και στρατιωτικής κατοχής, θα συνεισέφερε στη δημιουργία σύγχυσης παρά αποσαφήνισης, με αυτονόητη συνέπεια την μεγέθυνση του χάσματος μεταξύ νομικής θεωρίας και τήρησης των υποχρεώσεων εκ μέρους των κρατών[9].Κάποιες από τις ανωτέρω επιφυλάξεις φαίνεται ν’ απηχεί και η θέση που εξέφραζε, τουλάχιστον παλαιότερα, η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού αναφορικά με τη σχέση ΔΑΔ και ΔΠΑΔ. Συγκεκριμένα, στην έκδοση «Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο (απαντήσεις στις ερωτήσεις σας)» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα,2000) αναφέρεται (κεφ.17) ότι το ΔΑΔ και το ΔΠΑΔ είναι συμπληρωματικά, υπό την έννοια ότι και τα δύο επιζητούν να προστατεύσουν το άτομο, παρ’όλο που το κάνουν υπό διαφορετικές περιστάσεις και με διαφορετικούς τρόπους (υπογράμμιση δική μας).Στη συνέχεια, ενώ γίνεται δεκτό ότι το ΔΠΑΔ προστατεύει τον άνθρωπο, τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, αναφέρεται ότι το ΔΑΔ ασχολείται κυρίως με την μεταχείριση ατόμων που έχουν πέσει στα χέρια αντιπάλου μέρους καθώς και με τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι εχθροπραξίες, ενώ το ΔΠΑΔ με τον περιορισμό την εξουσίας του κράτους πάνω στα άτομα, επιζητώντας ν’αποτρέψει την αυθαίρετη συμπεριφορά. Δεν είναι στόχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων να ρυθμίσουν τους τρόπους με τους οποίους διεξάγονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις (υπογράμμιση δική μας). Παρ’ όλα αυτά όμως, από το περιεχόμενο της ομιλίας του Προέδρου της ICRC Jacob Kellenberger στην 27η ετήσια Στρογγυλή Τράπεζα πάνω στα τρέχοντα προβλήματα του ΔΑΔ, που έλαβε χώρα την 4-9-2003,προκύπτει ότι η θέση της ICRC αναφορικά με τη σχέση ΔΑΔ και ΔΠΑΔ κινείται σαφώς εντός ενός πλαισίου αποδοχής και προώθησης της επικουρικής αξιοποίησης των προβλέψεων του ΔΠΑΔ προς συμπλήρωση των αντιστοίχων του ΔΑΔ. Βεβαίως αναγνωρίζεται ότι πολλές φορές, ιδιαίτερα σε καταστάσεις όπου η ένταση της βίας και οι συνοδευτικές περιστάσεις καθιστούν δυσχερή την απόφανση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ΔΑΔ, η νομοθεσία δεν επαρκεί ώστε να δοθεί επαρκής καθοδήγηση ως προς το ποιό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο και ως τέτοιο παράδειγμα αναφέρεται η περίπτωση των διασυνοριακών μορφών άσκησης βίας, ιδίως μετά τα γεγονότα της 11-9-2001[10].Για τον μελετητή και τον εφαρμοστή τόσο του ΔΑΔ όσο και του ΔΠΑΔ, υπάρχουν αναμφίβολα περιπτώσεις όπου η αποτελεσματική και πλήρης ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων των δύο δικαιϊκών κλάδων προϋποθέτει την, έστω υπόρρητη, παραδοχή της αλληλεξάρτησης και αλληλοσυμπλήρωσής τους. Ο Heintze[11] παραθέτει μια σειρά από χαρακτηριστικά παραδείγματα, τα οποία καταδεικνύουν εναργώς την ανάγκη προσφυγής σε διατάξεις του ΔΠΑΔ για την ερμηνευτική συμπλήρωση των κανόνων του ΔΑΔ και αντίστροφα. Συγκεκριμένα:α) Η ερμηνεία του όρου «απάνθρωπη μεταχείριση» (inhuman treatment) που απαντάται σε συμβάσεις του ΔΠΑΔ ,θα ήταν δύσκολο να ερμηνευτεί κατά τρόπο διάφορο από αυτόν που καθορίζεται στην 3η Σύμβαση της Γενεύης που αφορά την μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου[12]. Αντιστρόφως, η παρ. 1δ΄ του κοινού άρ. 3 των Συμβάσεων της Γενεύης[13] θα ήταν κενή νοήματος εάν προσπαθούσε κανείς να την ερμηνεύσει χωρίς προσφυγή στους οικείους ορισμούς των κειμένων του ΔΠΑΔ.β) Το ΔΠΑΔ ενδυναμώνει τους κανόνες του ΔΑΔ παρέχοντας μια πλέον επακριβή διατύπωση των υποχρεώσεων των κρατών. Έτσι, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρ. 55 της 4ης Σύμβασης της Γενεύης του 1949 και αφορούν την μέριμνα για την υγεία των πληθυσμών των κατεχομένων εδαφών, θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό το φως των αντιστοίχων προβλέψεων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα. Περαιτέρω, για την διάκριση του βιασμού ως μεθόδου διεξαγωγής πολέμου απαγορευμένης από το ΔΑΔ, αναγκαία τυγχάνει η προσφυγή στις αντίστοιχες προβλέψεις της Σύμβασης του ΟΗΕ ενάντια στα Βασανιστήρια και τις Άλλες Μορφές Απάνθρωπης και Εξευτελιστικής Μεταχείρισης.γ) Το ΔΑΔ οδηγεί αναγκαστικά στην εφαρμογή κανόνων του ΔΠΑΔ καθορίζοντας, για παράδειγμα, τα καθήκοντα των κρατών αναφορικά με τα αγνοούμενα πρόσωπα, Παρ’ όλο που οι «εξαφανίσεις» προσώπων συνιστούν μια ιδιαίτερα σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η σχετική νομοθεσία αναφορικά με τις υποχρεώσεις των κρατών σ’ αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Σε περιπτώσεις, όμως, ένοπλης σύρραξης, η κατέχουσα Δύναμη υποχρεούται (αρ. 121 επ. της 3ης Σύμβασης και 136 και επ. της 4ης) να παρέχει πληροφορίες για τα κρατούμενα πρόσωπα, οι οποίες περιλαμβάνουν και τη γνωστοποίηση του θανάτου τους και τις πιθανές αιτίες, καθώς και την αναζήτηση προσώπων των οποίων η τύχη αγνοείται.
Η αξιοποίηση των προβλέψεων του ΔΑΔ στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ: Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα
Το άρ. 15 της ΕΣΔΑ ρητά αναγνωρίζει το δικαίωμα των Κρατών-Μερών να προβαίνουν, σε περιόδους πολέμου ή άλλης κατάστασης ανάγκης που απειλεί την ζωή του έθνους, στη λήψη μέτρων που παρεκκλίνουν από τις υποχρεώσεις που καθορίζονται από τη Σύμβαση, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτά δεν είναι ασύμβατα με τις λοιπές υποχρεώσεις τους κατά το διεθνές δίκαιο. Κατά συνέπεια, οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις προβλέψεις των κειμένων του ΔΑΔ πρέπει και στην παραπάνω περίπτωση να τηρούνται. Κατά την εκδίκαση της διακρατικής προσφυγής της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας εναντίον του Ηνωμένου Βασιλείου, το ΕΔΔΑ ασχολήθηκε με το κατά πόσο οι παρεκκλίσεις από τις προβλέψεις της ΕΣΔΑ που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο θέσπισης και θέσης σε εφαρμογή έκτακτου νομοθετικού καθεστώτος για την αντιμετώπιση της κατάστασης στην Β. Ιρλανδία μπορούσαν να θεωρηθούν συμβατές με τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω άρθρο της ΕΣΔΑ. Η προσφεύγουσα κυβέρνηση της Ιρλανδίας έθεσε ζήτημα συμβατότητας της νομοθεσίας αυτής με τις προβλέψεις των Συμβάσεων της Γενεύης. Το ΕΔΔΑ δεν απέκλεισε τη δυνατότητα εξέτασης της προσφυγής υπό το πρίσμα αυτό, πλην όμως απεφάνθη ότι από τα στοιχεία που έθεσε υπόψη του η ιρλανδική κυβέρνηση δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η κυβέρνηση του Η.Β. παρέβη τις απορρέουσες από το ΔΑΔ υποχρεώσεις της καθ’οιονδήποτε τρόπο[14].Tο ανωτέρω παράδειγμα, παρά την απορριπτική επί της ουσίας θέση του ΕΔΔΑ, καταδεικνύει ότι η αναφορά στο ΔΑΔ είναι επιτρεπτή στο πλαίσιο εφαρμογής των προβλέψεων της ΕΣΔΑ. Η μετέπειτα νομολογιακή πρακτική, πάντως, αποτυπώνει μια μάλλον διστακτική στάση του ΕΔΔΑ (και της ήδη καταργηθείσας με το 11ο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) ως προς την υιοθέτηση μιάς σαφούς θέσης πάνω στο ζήτημα[15]. Έτσι, κατά την εκδίκαση της προσφυγής Λοϊζίδου κατά Τουρκίας[16], το ΕΔΔΑ δεν προέβη στην εφαρμογή των προβλέψεων του ΔΑΔ και ιδίως της 4ης Σύμβασης της Γενεύης Περί Προστασίας των Πολιτών εν Καιρώ Πολέμου, παρ’όλο που η υπόθεση αφορούσε παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (και συγκεκριμένα του προστατευομένου από το άρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ δικαιώματος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας). Αν και το Δικαστήριο απεφάνθη τελικά υπέρ της προσφεύγουσας, απέφυγε να τοποθετηθεί ως προς το αν η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου» αποτελούσε κατεχόμενο από την Τουρκία έδαφος, επί του οποίου τυγχάνει εφαρμοστέο το ΔΑΔ. Το γεγονός αυτό, πάντως, δεν εμπόδισε το Δικαστήριο ν’αναφερθεί στην υπ’αρ. S/550/1984 απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία πραγματοποιεί ρητή αναφορά σε «κατεχόμενο τμήμα της Δημοκρατίας της Κύπρου».Στο πλαίσιο της διαφωνούσας γνώμης του, ο Δικαστής Petiti, υποστηρίζοντας μια ολιστική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα της εξέτασης την συνδρομής των προϋποθέσεων της δικαιοδοσίας, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «…μια συνολική αξιολόγηση της όλης κατάστασης…θα καθιστούσε εφικτό τον έλεγχο των κριτηρίων, βάσει των οποίων ο ΟΗΕ έχει αναλύσει το πρόβλημα τόσο της αναγνώρισης ή μη της βόρειας Κύπρου ως κράτους, όσο και τα προβλήματα που απορρέουν από την εφαρμογή του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών (κατοχή, προσάρτηση, εδαφική εφαρμογή των Συμβάσεων της Γενεύης στην βόρεια Κύπρο, άσκηση διεθνών σχέσεων)»(μετάφραση δική μας). Εν κατακλείδι, η συγκεκριμένη απόφαση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι δικαστές, για λόγους που προφανώς μπορούν να συναχθούν, αν ληφθεί υπόψη η περιπετειώδης εξέλιξη της υλοποίησης της απόφασης αυτής από την Τουρκία στο πλαίσιο των υποχρεώσεών της ως μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης και Συμβαλλομένου Μέρους στην ΕΣΔΑ, απέφυγαν να τοποθετηθούν ως προς το ακριβές status από άποψη διεθνούς δικαίου της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».Παρ’όλο που το ΕΔΔΑ επισήμανε, όπως και στην προαναφερθείσα υπόθεση Βancovic και λοιπών κατά χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, ότι η ΕΣΔΑ θα πρέπει να ερμηνεύεται με την αξιοποίηση των ερμηνευτικών κανόνων που καθορίζονται στις οικείες διατάξεις της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Συνθηκών, στο άρ. 31 παρ. 3 εδ. (γ) της οποίας υποδεικνύεται η λήψη υπόψη, στο πλαίσιο της ερμηνευτικής διαδικασίας, όλων των σχετικών εκείνων κανόνων του διεθνούς δικαίου που τυγχάνουν εφαρμοστέοι μεταξύ των μερών, αυτό απέσχε από την εφαρμογή των προβλέψεων του ΔΑΔ : αντ’αυτού, το Δικαστήριο περιόρισε την απόφανσή του μόνον στο κατά πόσο η Τουρκία (και όχι η «υποτελής τοπική διοίκηση» (subordinate local administration) κατά την χαρακτηριστική ορολογία του ΕΔΔΑ, δηλαδή η «κυβέρνηση» του ψευδοκράτους της Βόρειας Κύπρου) τύγχανε υπαίτια για την παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρ. 1 του 1ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αναφορικά με την παρακώλυση απόλαυσης της ιδιοκτησίας της στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Κατ’αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα που προβλήθηκε από την προσφεύγουσα, δηλαδή κατά πόσο η «τοπική διοίκηση» ήταν παράνομη κατά το διεθνές δίκαιο καθώς και αυτό της παράνομης χρήσης στρατιωτικής βίας εκ μέρους των τουρκικών δυνάμεων κατοχής, ζητήματα που άπτονται ευθέως του Δικαίου της Κατοχής (4η Σύμβαση της Γενεύης και 1ο Πρόσθετο σ’αυτές Πρωτόκολλο) δεν εξετάσθηκαν τελικά από το ΕΔΔΑ.Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στις κατοικούμενες από κουρδικούς πληθυσμούς περιοχές της Τουρκίας, έχουν προκαλέσει πολυάριθμα θύματα μεταξύ του αμάχου πληθυσμού καθώς και εκτεταμένη καταστροφή περιουσιών, με αποτέλεσμα την υποβολή ενός ιδιαίτερα μεγάλου αριθμού προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ σε βάρος της Τουρκίας. Στην υπόθεση Ergi κατά Τουρκίας[17], τέθηκε ενώπιον της κρίσης του Δικαστηρίου η περίπτωση του μη σκοπούμενου θανάτου μιας αμέτοχης γυναίκας στη διάρκεια μιας στρατιωτικής επιχείρησης του τουρκικού στρατού κατά ανταρτών. Το ΕΔΔΑ απεφάνθη ότι το τουρκικό κράτος απέτυχε να λάβει κάθε δυνατή προφύλαξη ως προς τα μέσα και τις μεθόδους διεξαγωγής των στρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον των ανταρτικών ομάδων, κατά τρόπο ώστε ν’αποφύγει ή έστω να ελαχιστοποιήσει την παράπλευρη απώλεια της ζωής αθώων πολιτών. Αυτό που πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθεί είναι το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της ανάλυσης του παραβιασθέντος και προστατευομένου από το άρ. 2 της ΕΣΔΑ δικαιώματος στη ζωή, το Δικαστήριο χρησιμοποίησε ορολογία που απαντάται στα κείμενα του ΔΑΔ, όπως «άμαχος πληθυσμός» και «παρεπόμενες της ζημίας (παράπλευρες) απώλειες»[18]. Από το σκεπτικό του Δικαστηρίου στην παραπάνω υπόθεση, μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα, ιδιαίτερα σημαντικά συμπεράσματα: Πρώτον, ότι τυγχάνει επιτρεπτή αλλά και αναγκαία η ταυτόχρονη εφαρμογή τόσο μιας Σύμβασης προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο και του ΔΑΔ (1Ο Πρωτόκολλο).Δεύτερον, ότι επιρρωνύεται η άποψη που εξέφρασε το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην υπόθεση κατασκευής τείχους εκ μέρους του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη όσο και σε αυτή που αφορούσε τη νομιμότητα ή μη της απειλής χρήσης πυρηνικών όπλων[19],ότι δηλαδή το ΔΑΔ τυγχάνει lex specialis και γι αυτό εφαρμόζεται πρωτίστως, όταν πρόκειται για καταστάσεις ένοπλης σύρραξης. Με άλλα λόγια, τόσο το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης όσο και το ΕΔΔΑ, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας, του πρώτου της χρήσης πυρηνικών όπλων και του δευτέρου των όπλων αλλά και των μεθόδων διεξαγωγής των εχθροπραξιών χρειάστηκε ν’αξιοποιήσουν, για την εκφορά της τελικής δικαιοδοτικής τους κρίσης, τόσο τις προβλέψεις του ΔΠΑΔ ,όσο και αυτές του ΔΑΔ.Σε μια άλλη υπόθεση σε βάρος της Τουρκίας[20],που αφορούσε τον φόνο διαδηλωτή από πυρά που εκτοξεύθηκαν από άρμα μάχης, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να εξετάσει κατά πόσο η χρήση βίας υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις ήταν συμβατή με το άρ. 2 παρ. 2γ’ της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο η αφαίρεση της ζωής προσώπου δεν θα μπορεί να θεωρηθεί ότι επήλθε κατά παράβαση της πρόβλεψης της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όταν αυτή συνιστά αποτέλεσμα νόμιμης χρήσης βίας που τυγχάνει απολύτως απαραίτητη στο πλαίσιο νόμιμης δράσης με σκοπό την καταστολή βίαιης κινητοποίησης ή εξέγερσης. Το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η χρήση βίας θα πρέπει να τυγχάνει ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι στρατιωτικές δυνάμεις δεν είχαν εκτιμήσει ορθά τις παραμέτρους της κατάστασης και προέβησαν σε χρήση πολεμικών όπλων, παρ’ όλο που ήταν εξοπλισμένες με τα κατάλληλα μέσα (εκτοξευτήρες ύδατος, προστατευτικές ασπίδες, ελαστικές σφαίρες και δακρυγόνα αέρια) για την αντιμετώπιση των διαδηλωτών. Έτσι, η μαζική χρήση πολεμικών όπλων ,που κατέληξε στον θανάσιμο τραυματισμό του υιού του προσφυγόντος, κρίθηκε ότι δεν τύγχανε απολύτως απαραίτητη για την καταστολή της διαδήλωσης, σύμφωνα με την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης της ΕΣΔΑ και γι αυτό το λόγο η Τουρκία κρίθηκε υπαίτια για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή. Οπως στην υπόθεση Εrgi,έτσι και στην παρούσα ανιχνεύεται ευχερώς η αναγωγή του Δικαστηρίου σε αξιολογικές σταθμίσεις απορρέουσες από το ΔΑΔ.
Γ) Συμπεράσματα:
Οι ρίζες του δικαίου του πολέμου ανιχνεύονται ήδη στην αρχαιότητα. Η εξέλιξή του οφείλεται κυρίως στους πολέμους μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, κωδικοποιούμενο σταδιακά από την εποχή των Μεσαιωνικών Χρόνων. Το ΔΠΑΔ, που αποσκοπεί κυρίως στον καθορισμό των ορίων άσκησης της κρατικής εξουσίας απέναντι στο άτομο, αποτέλεσε τμήμα του δημοσίου διεθνούς δικαίου μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό την επίδραση και των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκειά του.[21] Συνεπώς, το ερώτημα σχετικά με την αμοιβαία σχέση τους αναφύεται το πρώτον περί τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και προσλαμβάνει επιτακτική σημασία εξαιτίας τόσο της δημιουργίας διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων για τον έλεγχο της εφαρμογής του, όσο και της αξιοσημείωτης μεταβολής της φύσης των ενόπλων συρράξεων στον μεταπολεμικό κόσμο, που κατέστησαν πολλές φορές δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ διεθνών και εσωτερικών ενόπλων συγκρούσεων, καθώς επίσης και ενόπλων συρράξεων και καταστάσεων εκτεταμένων βιαιοτήτων, δημιουργώντας σύγχυση και προβληματισμό ως προς το εκάστοτε εφαρμοστέο δικαιϊκό πλαίσιο. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την στάση του ΕΔΔΑ αναφορικά με τη σχέση ΔΑΔ και ΔΠΑΔ, από τα προεκτεθέντα νομολογιακά παραδείγματα καθίσταται εμφανές ότι η αλληλοεπικάλυψη των δύο αυτών κλάδων του Δικαίου αποτελεί ήδη ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας για το ΕΔΔΑ, το οποίο έχει ήδη δώσει απτά δείγματα της πρόθεσής του να εξετάζει ζητήματα στο πλαίσιο του ΔΑΔ, όπου αυτό απαιτείται, αν και εμφανίζεται απρόθυμο να το επικαλεσθεί ευθέως ή να το χρησιμοποιήσει ως ερμηνευτικό εργαλείο, έστω και αν τα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης οδηγούν αβίαστα προς την κατεύθυνση αυτή. Παρ’ όλο που η αλληλεπίδραση και αλληλοεπικάλυψη μεταξύ ΔΑΔ και ΔΠΑΔ ως προς το ουσιαστικό μέρος των διατάξεών τους τυγχάνει προφανής και νομολογιακά επιβεβαιωμένη, προκύπτουσα άλλωστε από τον απώτερο αντικειμενικό στόχο τους, που είναι η προστασία των ανθρώπινων υπάρξεων σε κάθε περίπτωση, η θέση που έλαβε το ΕΔΔΑ ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων της δικαιοδοσίας του στην υπόθεση Bancovic και λοιπών είναι δηλωτική της απροθυμίας των οργάνων του Στρασβούργου ν’αξιοποιήσουν τις ευρύτερης εμβέλειας διατάξεις των Συμβάσεων του ΔΑΔ, ώστε να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για ενέργειες των Κρατών-Μερών της ΕΣΔΑ που τελούνται εκτός της επικράτειάς τους και συνιστούν παραβιάσεις τόσο του ΔΑΔ όσο και των διατάξεων της ΕΣΔΑ. Η εμμονή όμως στον «περιφερειακό» χαρακτήρα της ΕΣΔΑ καθίσταται μαχητή, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι το αρ. 31 παρ. 3γ’ της Σύμβασης της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών, ρητά προβλέπει την ερμηνευτική αξιοποίηση, πέραν του κειμένου της προς ερμηνεία διάταξης και οποιουδήποτε άλλου κανόνα διεθνούς δικαίου που τυγχάνει εφαρμοστέος μεταξύ των μερών. Έτσι, αν και το (κοινό) άρ. 1 των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 δεν θα μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί ως αυτοτελής νομιμοποιητική βάση για την κατάφαση της δικαιοδοσίας του ΕΔΔΑ ως προς εξωεδαφικές παραβιάσεις διττού χαρακτήρα των Κρατών-Μερών της ΕΣΔΑ, η σύμφωνη με την αρχή της παροχής της μέγιστης δυνατής προστασίας, σε συνδυασμό με την κατ’άρ. 31 παρ. 1γ΄ της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο των Συνθηκών ερμηνεία του όρου «δικαιοδοσία» του αρ. 1 της ΕΣΔΑ θα επέτρεπε την παραδεκτή εξέταση από το ΕΔΔΑ των σχετικών προσφυγών, επαυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της Σύμβασης και ενισχύοντας σημαντικά το κύρος της αλλά και των οργάνων στα οποία έχει ανατεθεί ο ρόλος του ελέγχου τήρησης των επιταγών της στη συνείδηση των λαών.
[1] Απόφαση του ΕΔΔΑ της 12-12-01 επί της προσφυγής υπ’αρ. 52207/99 των: Bancovic,Stojanovic Stoimenovski ,Joksimovic και Sukovic εναντίον Βελγίου, Τσεχίας, Δανίας. Γαλλίας, Γερμανίας, Ελλάδας, Ουγγαρίας, Ισλανδίας, Ιταλίας, Λουξεμβούργου, Ολλανδίας, Νορβηγίας, Πολωνίας, Πορτογαλίας, Ισπανίας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου.[2] Ως εκ τούτου, η προσφυγή δεν μπορούσε να στραφεί σε βάρος των ΗΠΑ και του Καναδά, χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ που όμως δεν αποτελούσαν Συμβαλλόμενα μέρη στην ΕΣΔΑ.[3] Άρ.1 (κοινό) των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 (κυρώθηκαν με τον Ν. 3481/30 Δεκ. 1955-5 Ιαν. 1956,ΦΕΚ Α΄,3): «Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να σεβαστούν και να καταστήσουν σεβαστήν την παρούσαν Σύμβασιν εις πάσαν περίπτωσιν».Βλ. επίσης την ταυτόσημη διατύπωση στο αρ. 1 του Ιου Προσθέτου Πρωτοκόλλου στις Συμβάσεις της Γενεύης του 1977 (κυρώθηκε με το Ν. 1786/88, ΦΕΚ Α΄,125)[4] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τον χρόνο που εξετάζεται, η Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν αποτελούσε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, ούτε Συμβαλλόμενο Μέρος στην ΕΣΔΑ [5] Βλ. μεταξύ άλλων H.J. Heintze “On the relationship between human rights law protection and international humanitarian law”,International Review of the Red Cross,Vol. 86,σ. 789 επ.,στις σελ.808-9,D. Shelton “The boundaries of human rights jurisdiction in Europe”, Duke Journal of International and Comparative Law, Vol. 95,No 1, 2003,σ. 128,A. Orakhelashvili, “Restrictive interpretation of human rights treaties in the recent jurisprudence of the European Court of Human Rights”, European Journal of International Law,2003,σ. 529 επ., J.Cerone, “Out of bounds? Considering the reach of International Human Rights Law”,σ.25,προσβάσιμο στο δικτυακό τόπο του Center for Human Rights and Global Justice (http://www.nyuhr.org/docs/WPS_NYU_CHRGJ_Cerone_Final.pdf) (τελευταία επίσκεψη: 13-12-06), ο οποίος μάλιστα χαρακτηρίζει την απόφαση, ιδίως εν όψει της μεταγενέστερης νομολογίας του ΕΔΔΑ επί της υπόθεσης Ilascu κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας και Μολδαβίας ως «ανώμαλη» (anomalous), το δε σκεπτικό της κήρυξης της προσφυγής ως απαράδεκτης «παράλογο» (unreasonable), D. Lawson, “Life after Bancovic: On the extraterritorial application of human rights treaties” σε Coomans F.-Kamminga M. (ed.) “Extraterritorial application of human rights treaties”,INTERSENTIA publications, 2004.[6] Απόφαση της 18-12-1996 επί της υπ’αρ. 15318/89 προσφυγής, ιδίως στην παρ. 43.[7] Έτσι Heintze, ο.π.,σ. 789.Για μια λεπτομερειακή ανάλυση των θεμελιωδών αρχών του ΔΑΔ βλ. μεταξύ άλλων «Εγχειρίδιο Ανθρωπιστικού Δικαίου»,έκδοση Υπ. Εθνικής Άμυνας/Δνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης,1995,σ.14 επ., Jean Pictet “Development and principles of International Humanitarian Law”,σ. 59-78.[8] Legal Consequences of the Construction of a Wall in the Occupied Palestinian Territory, Advisory Opinion, Int. Court of Justice, July 9,2004,ILM 43 (2004),σ. 1009 .[9] Έτσι M.J. Dennis “Application of human rights treaties extraterritorially in times of armed conflict and military occupation”,American Journal of International Law,2005,σ. 119 επ.,ιδίως στη σ.139.[10] Βλ. J. Kellenberger “International Humanitarian Law and other legal regimes: Interplay in situations of violence”, International Review of the Red Cross, vol. 85 (2003),σ. 645 επ.[11] ο.π.,σ.795[12] Άρ. 13 της 3ης Σύμβασης της Γενεύης του 1949: «Οι αιχμάλωτοι πολέμου οφείλουν να τύχουν πάντοτε ανθρωπιστικής μεταχειρίσεως.Πάσα παράνομη πράξις ή παράλειψις της κατακρατούσης Δυνάμεως επιφέρουσα τον θάνατον ή θέτουσα σοβαρώς εν κινδύνω την υγείαν αιχμαλώτου πολέμου τελούντος υπό την εξουσίαν της απαγορεύεται και θα θεωρείται ως σοβαρά παραβίασις της παρούσας Συμβάσεως. Ειδικώτερον, ουδείς αιχμάλωτος πολέμου δύναται να υποβληθεί εις σωματικόν ακρωτηριασμόν ή εις ιατρικόν ή επιστημονικόν πειραματισμόν οποιασδήποτε φύσεως, όστις δεν θα εδικαιολογείτο εκ της ιατρικής περιθάλψεως του ενδιαφερομένου αιχμαλώτου και ο οποίος θα ήταν προς το συμφέρον του».[13] Άρ. 3 παρ. 1δ΄του (κοινού) άρ. 3 των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949: «Άτομα μη λαμβάνοντα μέρος εις τας εχθροπραξίας, συμπεριλαμβανομένων και των μελών των ενόπλων δυνάμεων των καταθεσάντων τα όπλα και των τεθέντων εκτός μάχης ένεκα νόσου,τραυμάτων,κρατήσεως ή άλλης αιτίας θα τύχουν εν πάση περιπτώσει ανθρωπιστικής μεταχειρίσεως άνευ οιασδήποτε δυσμενούς διακρίσεως στηριζομένης εις την φυλήν,το χρώμα, την θρησκείαν ή πίστιν,το φύλον, την γέννησιν ή τον πλούτον ή εις οιονδήποτε άλλον κριτήριον. Προς τον σκοπόν τούτον είναι και θα παραμείνουν απαγορευμέναι καθ’οιονδήποτε χρόνον και τόπον ως προς τα ανωτέρω πρόσωπα:…δ) Αι απαγγελίαι καταδικών και αι εκτελέσεις αι γενόμεναι χωρίς να προηγηθεί διεξαγωγή δίκης υπό κανονικώς συσταθέντος δικαστηρίου, παρέχοντος τας δικαστικάς εγγυήσεις τας αναγνωριζομένας ως απαραιτήτους υπό των πεπολιτισμένων λαών». [14] Υπόθεση Ιρλανδίας εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου,ECHR (Judgements and Decisions),Series A 25, para. 222)[15] Έτσι Heintze,ο.π. σ. 805, Α. Reidy “The approach of the European Commission and the ECHR to International Humanitarin Law”,International Review of the Red Cross, 1998,σ. 513,στη σ. 514.[16] Βλ. ανωτέρω υποσημ. (6).[17] Aίτηση υπ’αρ.23818/93, απόφαση της 28ης Ιουλίου 1998.[18] Βλ. αρ. 51 του 1ου Προσθέτου στις Συμβάσεις τις Γενεύης Πρωτοκόλλου του 1977.[19] Legality of the threat of use of nuclear weapons, Advisory opinion, ICJ Reports,1996.[20] Gulec εναντίον Τουρκίας, Αίτηση υπ’ αρ.. 21593/93, Aπόφαση της 27ης Ιουλίου 1998.[21] Έτσι R. Colb “The relationship between International Humanitarian Law and Human Rights Law:A brief history of the 1948 Universal Declaration of Human Rights and the 1949 Geneva Convevtions”,International Review of the Red Cross, 1998,σ. 409 επ.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!