Η τάση ενσωματώσεως του αντικειμένου της στρατιωτικής δικαιοσύνης στην κοινή δικαιοσύνη
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΡΕΜΜΥΔΙΩΤΗ, Στρατιωτικού Δικαστή Β΄, Αντεισαγγελέα του Αεροδικείου Αθηνών
Άρθρο που δημοσιεύθηκε στα «ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ» ΜΘ΄ (1999), σελ. 888-892.
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια σε διάφορα μέρη του κόσμου έχουν επέλθει σημαντικές μεταβολές στο θεσμό της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Σε πολλές χώρες το όλο θεσμικό πλαίσιό της έχει επανεξεταστεί -συχνά μάλιστα επί της αφετηριακής βάσεως της αναγκαιότητας ή μη υπάρξεώς της- και έχουν επέλθει αρκετές περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες ουσιαστικά αποτελούν κυήματα των σύγχρονων αντιλήψεων και νομοθετικών αλλαγών στις κοινωνίες και στα στρατεύματα. Η στρατιωτική δικαιοσύνη πρωτοεμφανίστηκε την εποχή της Γαλλικής Επαναστάσεως με τη μορφή της απονομής δικαιοσύνης από τον “αρχηγό” και εξελίχθηκε μέχρι τις ημέρες μας σε ιδιαίτερο κλάδο απονομής δικαιοσύνης[1]. Στο αρχικό στάδιο εμφανίσεως του θεσμού με τη μορφή που έχει στις ημέρες μας, ήταν γεγονός ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν είχαν ιδρυθεί για να αποδώσουν δικαιοσύνη κατά τα πρότυπα των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Κύριος σκοπός τους ήταν να διατηρήσουν την πειθαρχία και επιχειρησιακή ετοιμότητα των ενόπλων δυνάμεων κατά το αναλογούν σε αυτά μέρος, εκπληρώνοντας, παράλληλα, τουλάχιστον τις βασικές εγγυήσεις απονομής της δικαιοσύνης[2]. Με την πάροδο όμως του χρόνου και τη μεταβολή των περί στρατεύματος αντιλήψεων, έγινε σαφές το αυτονόητο του δικαιώματος των στρατιωτικών σε δίκαιη δίκη, κατά τα ισχύοντα στα κοινά ποινικά δικαστήρια[3].
Υπό το κράτος των σύγχρονων αντιλήψεων περί της αναγκαιότητας και της μορφής που πρέπει να προσδοθεί στη σύγχρονη στρατιωτική δικαιοσύνη, μερικές χώρες κατήργησαν το θεσμό αυτό, σε αντίθεση με άλλες που τον διατήρησαν ως στρατιωτικά οργανωμένο σώμα[4]. Με δεδομένο όμως το ότι συνήθως υιοθετούνται λύσεις, οι οποίες υλοποιούν με διάφορους τρόπους τη συνύπαρξη πολιτικού και στρατιωτικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στο στράτευμα, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί πλέον η υπό διαμόρφωση τάση να ενσωματωθεί το αντικείμενο της στρατιωτικής ποινικής δικαιοσύνης σε αυτό της κοινής[5]. Οι διεθνείς αυτές μεταβολές, που οριοθετούν αναμφίβολα μια κρίσιμη καμπή στην ιστορική διαδρομή της στρατιωτικής δικαιοσύνης, δίνουν αφορμή για εξέταση του όλου θέματος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η έρευνα σχετικά με τη θέση της στρατιωτικής δικαιοσύνης στα σύγχρονα δικαιικά συστήματα, η οποία εκ των πραγμάτων στηρίζεται στην περιορισμένη σχετική βιβλιογραφία, περιλαμβάνει γενικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις, αλλά και ειδικότερες αναφορές στα ισχύοντα σε διάφορα κράτη. Λόγω των αξιοσημείωτων κατά περίπτωση διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται στις σχετικές νομοθεσίες, η γενικού χαρακτήρα κατηγοριοποίηση των χωρών σε εκείνες στις οποίες δεν υφίσταται στρατιωτική δικαιοσύνη, σε εκείνες στις οποίες υφίσταται αυτοτελής και τέλος, σε εκείνες στις οποίες υιοθετείται ένα μικτό στρατιωτικό και πολιτικό σύστημα, δε μπορεί να αποδώσει με σαφήνεια την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων. Ενόψει αυτού και προκειμένου να προσεγγίσουμε το υπό εξέταση θέμα με περισσότερη σαφήνεια και αυτοτέλεια, κρίθηκε σκόπιμο να αποτελέσουν κύρια σημεία της έρευνας η ύπαρξη ή μη νομοθετημάτων στρατιωτικού ποινικού περιεχομένου, η ύπαρξη ή μη αυτοτελών στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων και η υπόσταση των στρατιωτικών δικαστών.
ΙΙ. Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο
Δε μπορεί να γίνει λόγος για ύπαρξη ουσιαστικών πλεονεκτημάτων από την κωδικοποίηση του στρατιωτικού ποινικού και δικονομικού δικαίου σε ιδιαίτερο κώδικα. Άλλες χώρες έχουν ανάλογα αυτοτελή νομοθετήματα και άλλες έχουν ενσωματώσει τις σχετικές διατάξεις τους στους κοινούς ποινικούς κώδικες και τους κώδικες ποινικής δικονομίας.
Στη χώρα μας με το νόμο 2287/1-2-95 αντικαταστάθηκε ο προϊσχύων αναγκαστικός νόμος 2803/41 “περί στρατιωτικού ποινικού κώδικος” και κυρώθηκε ο νέος στρατιωτικός ποινικός κώδικας. Σε αυτόν επαναδιατυπώθηκαν τα στρατιωτικά εγκλήματα και οι προβλεπόμενες ποινές τους που βρίσκονταν σε δυσαρμονία με τις κρατούσες συνθήκες, ενώ τέθηκε σε εφαρμογή το σύνολο των διατάξεων του κώδικα ποινικής δικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στο στρατιωτικό ποινικό κώδικα ή σε άλλο ειδικό νόμο. Ο κώδικας αυτός περιέχει τόσο ουσιαστικές διατάξεις, όσο και δικονομικές, οι οποίες αναφέρονται στην ίδρυση και λειτουργία των στρατιωτικών δικαστηρίων σε ειρηνική και πολεμική περίοδο[6].
Πλην της Ελλάδας, άλλες χώρες οι οποίες έχουν αυτοτελείς στρατιωτικούς ποινικούς κώδικες είναι η Ιταλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Αργεντινή, η Βραζιλία, η Πορτογαλία, η Δανία, η Γαλλία, η Ελβετία και η Νότια Κορέα, όπου υφίσταται ιδιαίτερη κωδικοποίηση τόσο του ουσιαστικού στρατιωτικού ποινικού δικαίου όσο και της αντίστοιχης δικονομίας[7]. Το ίδιο ισχύει και στην Ελβετία, με τη διαφορά ότι υφίσταται ιδιαίτερος στρατιωτικός ποινικός κώδικας και αντίστοιχη ποινική δικονομία σε κάθε καντόνι. Στη Αμερική υπάρχει ο λεγόμενος “ενοποιημένος” στρατιωτικός ποινικός κώδικας, ο οποίος αποτελεί συλλογή ομοσπονδιακών νομοθετημάτων και καλύπτει ένα ευρύ φάσμα καθαρά στρατιωτικών και μη εγκλημάτων. Οι δικονομικές διατάξεις είναι οι ισχύουσες στα κοινά ποινικά δικαστήρια.
Στις χώρες στις οποίες δεν υπάρχουν αυτοτελείς κώδικες, οι διατάξεις του ουσιαστικού και δικονομικού στρατιωτικού δικαίου περιλαμβάνονται στα αντίστοιχα νομοθετήματα του κοινού δικαίου. Ανάλογα ειδικά τμήματα συναντάμε, μεταξύ άλλων, στους ποινικούς κώδικες της Εσθονίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας. Στη Βρετανία, όπου δεν υφίστανται σε μόνιμη βάση ένοπλες δυνάμεις, αλλά το θεσμικό τους πλαίσιο ανανεώνεται κατόπιν συγκεκριμένης νομοθεσίας ανά πενταετία, η σχετική νομοθεσία περιλαμβάνει επανακαθοριζόμενες διατάξεις για τα στρατιωτικά εγκλήματα. Υπάρχουν, τέλος, και χώρες όπως η Νορβηγία, η στρατιωτική δικαιοσύνη βασίζεται σε πειθαρχικό έλεγχο των πράξεων, καθώς επίσης και χώρες όπως ο Καναδάς, όπου στον πειθαρχικό κώδικα προβλέπονται αφενός στρατιωτικά εγκλήματα που δεν εμπεριέχονται σε άλλους ποινικούς νόμους, και αφετέρου πειθαρχική δικαιοδοσία με αντίστοιχα πειθαρχικά στρατοδικεία[8].
ΙΙΙ. Στρατιωτικά ποινικά δικαστήρια
Υπάρχουν χώρες όπου υφίστανται αυτοτελή στρατιωτικά δικαστήρια και χώρες όπου οι υποθέσεις των στρατιωτικών εκδικάζονται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Η εξέταση των πλεονεκτημάτων ή μειονεκτημάτων των δύο ανωτέρω κατευθύνσεων θα πρέπει να γίνει εκ παραλλήλου με την ιδιότητα των στρατιωτικών δικαστών και τη σύνθεση του κάθε στρατιωτικού δικαστηρίου. Γενικά όμως, η ύπαρξη αυτοτελών στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων συνεπάγεται μια λειτουργική αυτοτέλεια, η οποία σίγουρα δημιουργεί μια, αν μη τι άλλο, αίσθηση ασφάλειας δικαίου στους στρατιωτικούς. Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τους εκφραστές της συγκεκριμένης απόψεως, διότι η φύση των στρατιωτικών εγκλημάτων, αλλά και οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες διατελούν οι στρατιωτικοί, απαιτούν δικαιοδοτικά όργανα με γνώση των αρκετών ιδιαιτεροτήτων που είναι συνυφασμένες με τις ένοπλες δυνάμεις. Μάλιστα, κατ’ αυτούς, η ανάγκη υπάρξεως αυτοτελών στρατιωτικών δικαστηρίων παρουσιάζεται εντονότερη στις ημέρες μας, ενόψει του ότι ο κάθε στρατιωτικός και ειδικότερα ο στρατιωτικός κατηγορούμενος θα πρέπει να μην υστερεί σε τίποτα έναντι του αντίστοιχου πολίτη. Στον αντίποδα, υπάρχουν πολλοί που επισημαίνουν την ανάγκη υπάρξεως ενιαίων δικαστηρίων για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης, αφού η μη ύπαρξη στρατιωτικών δικαστηρίων αυτή καθεαυτή δε συνεπάγεται κατ’ ανάγκη απουσία των ιδιαίτερων για την εύρυθμη λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης εγγυήσεων. Οι υποστηρικτές της απόψεως αυτής ισχυρίζονται ότι το επιχείρημα της εξειδικεύσεως των στρατιωτικών δικαστών καλύπτεται πλήρως με τη λειτουργία ειδικών τμημάτων στα κοινά ποινικά δικαστήρια, τα οποία έχουν αρμοδιότητα επί στρατιωτικών εγκλημάτων και με ανεξάρτητους από τις ένοπλες δυνάμεις δικαστικούς λειτουργούς.
Στη χώρα μας τα αφορώντα τα στρατιωτικά δικαστήρια προβλέπονται από το πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του στρατιωτικού ποινικού κώδικα[9]. Η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο. Στην ελληνική επικράτεια λειτουργούν πέντε στρατοδικεία με έδρες την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, την Ξάνθη, τη Λάρισα και τα Χανιά, δύο ναυτοδικεία με έδρες τον Πειραιά και τα Χανιά και τρία αεροδικεία με έδρες την Αθήνα, τη Λάρισα και τα Χανιά. Τέλος, υφίσταται ένα αναθεωρητικό δικαστήριο με έδρα την Αθήνα. Στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών υπάγονται όσοι φέρουν τη στρατιωτική ιδιότητα κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου. Σύμφωνα μάλιστα με τη συνταγματική επιταγή της διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 4, στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων δεν δύνανται να υπαχθούν ιδιώτες. Τα στρατιωτικά εγκλήματα, όπως και οι ποινικές υποθέσεις των στρατιωτικών, εκδικάζονται πάντοτε από τα στρατιωτικά δικαστήρια[10]. Στη σύνθεση των πρωτοβάθμιων τριμελών και πενταμελών στρατιωτικών δικαστηρίων πλειοψηφούν των στρατοδικών οι στρατιωτικοί δικαστές, ενώ το Αναθεωρητικό δικαστήριο συνεδριάζει με τριμελή ή πενταμελή σύνθεση στρατιωτικών δικαστών[11]. Οι στρατοδίκες είναι αξιωματικοί απόφοιτοι των παραγωγικών σχολών αξιωματικών των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι ορίζονται κατόπιν κληρώσεως από σχετικούς πίνακες. Σε περίπτωση συμμετοχής σε έγκλημα στρατιωτικών και ιδιωτών καθιερώνεται αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων, εφόσον το έγκλημα δεν είναι στρατιωτικό[12].
Στρατιωτικά δικαστήρια κατά το πρότυπο της Ελλάδας έχουν επίσης ο Καναδάς, η Ρουμανία, το Ισραήλ, η Ισπανία και η Ιταλία[13]. Επίσης, ανάλογα δικαστήρια υπάρχουν στην Ιρλανδία, στη Βρετανία, στην Ελβετία, στην Πολωνία, στη Δανία, στη Βουλγαρία, στη Νότια Κορέα και στο Βέλγιο, παρά το ότι στη χώρα αυτή δεν υφίσταται ιδιαίτερο σώμα στρατιωτικών δικαστών. Στην Κίνα τα στρατιωτικά δικαστήρια αποτελούν, ουσιαστικά, ειδικά τμήματα των κοινών δικαστηρίων, παρά το γεγονός ότι εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των ενόπλων δυνάμεων. Στρατιωτικά δικαστήρια τα οποία λειτουργούν μόνο σε καιρό πολέμου υπάρχουν στη Φινλανδία, στη Γερμανία, στην Αυστρία, στην Πορτογαλία, στην Ιαπωνία και στη Γαλλία[14], ενώ λειτουργία πειθαρχικών στρατοδικείων παρατηρείται στη Γερμανία και στον Καναδά. Στη Βρετανία και στην Αμερική συναντάται επίσης ένα παράλληλο σύστημα που ισχυροποιεί τη θέση του στρατιωτικού διοικητή μιας μονάδας. Σε περιπτώσεις, λοιπόν, που ένας διοικητής κρίνει ότι μια υπόθεση δεν είναι σοβαρή για να προωθηθεί προς εκδίκαση σε στρατιωτικό δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει ποινή, η οποία μπορεί να εκταθεί μέχρι και τη στέρηση του φερόμενου βαθμού, ύστερα από συνοπτική διαδικασία που προσομοιάζει στη δικαστηριακή. Τέλος, χώρες ανάμεσα στις οποίες η εκδίκαση των στρατιωτικών εγκλημάτων έχει ανατεθεί στα κοινά ποινικά δικαστήρια είναι οι Εσθονία, Ουγγαρία, Ολλανδία, Νορβηγία, Τσεχία, Λιθουανία και Σουηδία.
Συναντάται επίσης το φαινόμενο να υπάρχουν ανεξάρτητες στρατιωτικές εισαγγελίες σε συνεργασία με τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Στη Λετονία υπάρχει ένα γραφείο στρατιωτικών εισαγγελέων που συστεγάζεται με τα δικαστήρια της κοινής ποινικής δικαιοσύνης, ενώ στην Ουγγαρία η στρατιωτική εισαγγελία εξακολουθεί να υπάρχει ως χωριστή διωκτική υπηρεσία, με προϊστάμενο ένα στρατιωτικό εισαγγελέα με ανώτατο βαθμό.
Μεγάλες διαφοροποιήσεις υφίστανται επίσης στο θέμα της σύνθεσης των στρατιωτικών δικαστηρίων. Κατά κανόνα στη σύνθεση συμμετέχουν αξιωματικοί και στρατιωτικοί δικαστές, οι οποίοι, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια, μπορεί να έχουν είτε τη στρατιωτική είτε την πολιτική ιδιότητα. Γενικά, διαπιστώνεται ότι η σύνθεση του δικαστηρίου συνήθως εξαρτάται από το βαθμό του κατηγορουμένου και τη βαρύτητα της πράξεως. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στα Βουλγαρικά στρατιωτικά δικαστήρια την πλειοψηφία έχουν οι ένορκοι (στρατοδίκες). Ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξεως, αυτά μπορούν να απαρτίζονται είτε από έναν δικαστή και δύο ενόρκους, είτε από τρεις δικαστές και τέσσερις ενόρκους. Οι δε ένορκοι λαμβάνονται από στρατιωτικούς τουλάχιστον του βαθμού του λοχία, οι οποίοι διορίζονται από το γραφείο της Γενικής Συνέλευσης των Δικαστών του Εφετείου με πενταετή θητεία. Στη Νότια Κορέα τα πρωτοβάθμια δικαστήρια απαρτίζονται από έναν αξιωματικό και δύο δικαστές. Το δε Ανώτερο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης και το Ανώτατο Δικαστήριο, που εκδικάζουν εφέσεις και αναιρέσεις αντίστοιχα, έχουν στη σύνθεσή τους τρεις στρατιωτικούς δικαστές και δύο αξιωματικούς. Στη Γερμανία τα πρωτοβάθμια δικαστήρια αποτελούνται από έναν προεδρεύοντα πολίτη και δύο στρατιωτικούς δικαστές, ενώ τα δευτεροβάθμια από τρεις πολίτες και δύο στρατιωτικούς δικαστές. Στην Πολωνία η επάνδρωση των δικαστηρίων αποφασίζεται από τον Πρόεδρο. Οι ένορκοι εκλέγονται από το στρατιωτικό προσωπικό και εγγράφονται σε ειδική κατάσταση που τηρείται από τα δικαστήρια. Τα πρωτοβάθμια δικαστήρια περιλαμβάνουν ένα δικαστή και δύο ενόρκους. Σε ιδιαίτερα όμως σοβαρές υποθέσεις ο Πρόεδρος μπορεί να διορίσει τρεις ενόρκους. Σε περίπτωση εγκλημάτων που επισύρουν την ποινή του θανάτου το δικαστήριο αποτελείται από δύο δικαστές και τρεις ενόρκους, ενώ τα εφετεία σε περιπτώσεις εγκλημάτων που επισύρουν την ποινή του θανάτου μπορούν να έχουν στη σύνθεσή τους τρεις ή πέντε δικαστές. Στην Αμερική, όπου τα στρατιωτικά δικαστήρια ακολουθούν τα στρατεύματα σε όλες τις εκτός συνόρων αποστολές, οι καταδικαστικές των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων αποφάσεις παραπέμπονται αυτοδικαίως στο Εφετείο, το οποίο αποτελείται είτε από τρεις στρατιωτικούς δικαστές, είτε από πέντε πολίτες δικαστές. Υπάρχει, παράλληλα, δυνατότητα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο περιλαμβάνει εννέα ισόβιους πολίτες δικαστές. Στη Βραζιλία διαπιστώνουμε ότι στις συνθέσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων συνυπάρχουν στρατιωτικοί και πολίτες δικαστές. Στο Ανώτερο Στρατιωτικό Δικαστήριο, παραδείγματος χάριν, υπηρετούν δεκαπέντε δικαστές και συγκεκριμένα τρεις από το Ναυτικό, τέσσερις από το Στρατό, τρεις από την Αεροπορία και πέντε από το κοινό δικαστικό σώμα. Στην Ισπανία το στρατιωτικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελείται από οκτώ δικαστές, τέσσερις πολίτες και τέσσερις αξιωματικούς, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων. Στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, όπου πρόεδρος είναι ένας Υποστράτηγος του ίδιου σώματος, η σύνθεση ολοκληρώνεται με τέσσερις Ταξιάρχους, ενώ στον πρώτο βαθμό πρόεδρος είναι ένας Συνταγματάρχης και τέσσερα μέλη που είναι Αντισυνταγματάρχες ή Ταγματάρχες. Στα Ελβετικά δικαστήρια συμμετέχουν ένας πρόεδρος του στρατιωτικού δικαστικού κλάδου, δύο αξιωματικοί και δύο υπαξιωματικοί, ενώ ο εισαγγελέας έχει βαθμό Ταγματάρχη και ανήκει στον προαναφερθέντα κλάδο. Πιο συγκεκριμένα, οι συνθέσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων δεν περιλαμβάνουν απόφοιτους νομικής σχολής, αλλά αξιωματικούς που κρίνουν με τις ειδικές τους γνώσεις. Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια αποτελούνται συνήθως από δικαστές που είναι νομικοί και το Ακυρωτικό αποκλειστικά από νομικούς. Στο σημείο αυτό αξίζει να τονισθεί ότι κατά τα έτη 1922, 1973 και 1990 έγιναν προσπάθειες να καταργηθούν τα στρατιωτικά δικαστήρια σε καιρό ειρήνης, οι οποίες όμως δεν είχαν αποτέλεσμα. Στα πρωτοβάθμια δικαστήρια της Ιταλίας συμμετέχουν δύο στρατιωτικοί δικαστές και ένας αξιωματικός, ενώ στα δευτεροβάθμια τρεις στρατιωτικοί δικαστές και ένας αξιωματικός. Στη Βρετανία ένα στρατιωτικό δικαστήριο μπορεί να είναι είτε περιφερειακό οπότε έχει στη σύνθεσή του τρεις αξιωματικούς και πρόεδρο ταγματάρχη ή αντισυνταγματάρχη, είτε γενικό οπότε έχει στη σύνθεσή του τουλάχιστον πέντε αξιωματικούς και πρόεδρο συνταγματάρχη ή ταξίαρχο. Οι συμμετέχοντες αυτοί αξιωματικοί δεν έχουν νομικές γνώσεις και αποφασίζουν για τα μη νομικά θέματα, αφήνοντας την κρίση επί των νομικών θεμάτων στο διορισμένο από τον αρχαιότερο δικαστή της χώρας πολίτη δικαστικό[15]. Στα πειθαρχικά και γενικά στρατιωτικά δικαστήρια του Καναδά συμμετέχουν τρεις ή πέντε αξιωματικοί αντίστοιχα και ένας στρατιωτικός δικηγόρος για παροχή νομικών πληροφοριών, ο οποίος, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, αναλαμβάνει ρόλο προέδρου. Στην Πορτογαλία ναι μεν τα κοινά ποινικά δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα να εκδικάζουν τα στρατιωτικά εγκλήματα, αλλά υποχρεούνται από το Σύνταγμα να έχουν στη σύνθεσή τους στρατιωτικούς δικαστές. Στα στρατιωτικά δικαστήρια του Βελγίου διορίζονται δικαστές της τακτικής δικαιοσύνης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και στη σύνθεσή τους μετέχουν αξιωματικοί. Τέλος, στη Γαλλία, παρά τα αρχικά σχέδια, δε δημιουργήθηκαν στα κοινά ποινικά δικαστήρια ειδικά τμήματα για την εκδίκαση στρατιωτικών εγκλημάτων, με αποτέλεσμα αυτή να ανατίθεται στους κοινούς δικαστές.
Αναφορικά με το θέμα της αρμοδιότητας των στρατιωτικών δικαστηρίων παρατηρείται γενικά ότι τα αυτά εκδικάζουν τα εγκλήματα που διέπραξαν πρόσωπα που είχαν τη στρατιωτική ιδιότητα. Το κριτήριο αυτό που αναφέρεται στην ιδιότητα του κατηγορουμένου σέβονται απόλυτα, μεταξύ άλλων, οι νομοθεσίες του Ισραήλ, του Καναδά, της Ισπανίας και της Νότιας Κορέας. Ειδικότερα στην Ισπανία από τα εν λόγω δικαστήρια ελέγχεται και η νομιμότητα επιβολής πειθαρχικών ποινών σε στρατιωτικούς, ενώ στην Αργεντινή και στην Αμερική οι κληρωτοί υπάγονται τόσο στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων για στρατιωτικά εγκλήματα που διέπραξαν, όσο και των κοινών για εγκλήματα μη καθαρώς στρατιωτικού χαρακτήρα. Στην Ολλανδία, αντιθέτως, τα στρατιωτικά δικαστήρια εκδικάζουν τα στρατιωτικά και τα κοινά εγκλήματα των στρατιωτικών. Στη Γαλλία και τη Δανία από τα δικαστήρια αυτά εκδικάζονται τα στρατιωτικά και μη αδικήματα, υπό την προϋπόθεση ότι διεπράχθησαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων, ενώ ειδικότερα στη Δανία υπάρχει δυνατότητα να επιληφθούν και σε περίπτωση που ο τόπος τελέσεως είναι οποιαδήποτε στρατιωτική εγκατάσταση. Αξίζει εν προκειμένω να τονισθούν τα ισχύοντα στην Πολωνία, όπου στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων της υπάγονται τόσο τα εγκλήματα που διαπράττουν οι στρατιωτικοί, όσο και αυτά που διαπράττουν οι πολίτες που υπηρετούν σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις, καθώς επίσης και αυτά που στρέφονται κατά σημαντικών πολιτικών και οικονομικών ενδιαφερόντων του κράτους, άσχετα από το εάν έχουν τελεσθεί από στρατιωτικούς ή μη. Στη Βρετανία μερικά από τα σοβαρότερα εγκλήματα, όπως της ανθρωποκτονίας και της ληστείας εντάσσονταν ανέκαθεν στην αρμοδιότητα των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Επίσης, κατ’ εξαίρεση τα στρατιωτικά αυτά δικαστήρια εκδικάζουν και υποθέσεις πολιτών, όπως υπαλλήλων, που συνοδεύουν στρατιωτικά τμήματα στο εξωτερικό. Στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων της Κίνας υπάγονται τόσο οι στρατιωτικοί, όσο και οι πολίτες που αποτελούν μέλη των ενόπλων δυνάμεων για όλα τα εγκλήματα που διαπράττουν, ενώ στη Ρουμανία, τον Καναδά, το Βέλγιο και την Ελβετία η σχετική αρμοδιότητα επί πολιτών είναι εξαιρετική και εκτείνεται μόνο σε καθορισμένα από το νόμο αδικήματα. Στη Βραζιλία τα υπόψη δικαστήρια έχουν αρμοδιότητα εκδικάσεως των στρατιωτικών εγκλημάτων, μόνο που στην έννοια του “στρατιωτικού εγκλήματος” υπάγονται τόσο αυτά που έχουν καθαρά στρατιωτικό χαρακτήρα, όσο και εκείνα που, όντας εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, αντλούν τον έμμεσο στρατιωτικό χαρακτήρα τους από το γεγονός ότι βάλλουν κατά της οργανώσεως, συντηρήσεως, τάξεως και των σκοπών των ενόπλων δυνάμεων. Κατά συνέπεια, είναι αυτονόητο ότι, υπό την δεύτερη έννοια, είναι δυνατό να διαπράξουν στρατιωτικά εγκλήματα και πολίτες, οπότε οι σχετικές υποθέσεις τους θα εκδικασθούν από στρατιωτικά δικαστήρια.
Εξετάζοντας στο σημείο αυτό το θέμα της αρμοδιότητας σε περίπτωση συμμετοχής στρατιωτικών και ιδιωτών, παρατηρούμε ότι στις νομοθεσίες των κρατών συναντώνται και οι τρεις δυνατές επιλογές. Ειδικότερα, στη Βουλγαρία η αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων περιλαμβάνει και εγκλήματα που διέπραξαν από κοινού στρατιώτες με πολίτες, στη Νότια Κορέα σε ανάλογες περιπτώσεις θα λάβουν χώρα χωριστές διαδικασίες, ενώ, τέλος, στην Πολωνία τα στρατιωτικά δικαστήρια μπορούν να επιληφθούν είτε στο σύνολο των κατηγορουμένων είτε να χωρίσουν τις υποθέσεις.
ΙV. Στρατιωτικοί δικαστές
Η ιδιότητα των στρατιωτικών δικαστών ως αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων ή ανεξάρτητων δικαστών που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για το όλο οικοδόμημα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Οι υπερασπιστές κάθε μιας από τις δύο ιδιότητες εκθέτουν τα δικά τους πλεονεκτήματα επιχειρώντας με συχνά πειστικό τρόπο να καταξιώσουν την άποψή τους. Αναμφισβήτητα, είναι γεγονός ότι ένα δικαστικό σώμα με στρατιωτική δομή και ιεραρχία βρίσκεται πλησιέστερα στις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας και τα μέλη του, ως έχοντα την ιδιότητα του αξιωματικού, έχουν αποκτήσει πρωτογενώς τις απαιτούμενες γνώσεις για ορθή κρίση επί των στρατιωτικών εγκλημάτων. Τα μειονεκτήματα όμως του δικαστικού σώματος αυτής της μορφής έχουν να κάνουν με αυτή καθεαυτή την ιεραρχική δομή και υπηρεσιακή εξάρτηση των στρατιωτικών δικαστών από τη στρατιωτική και πολιτική ιεραρχία του υπουργείου άμυνας, η οποία είναι καταρχάς ασυμβίβαστη με τη δικαστική ιδιότητα. Στον αντίποδα, οι στρατιωτικοί δικαστές που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, έχουν όλα τα εχέγγυα για να απονείμουν ορθά δικαιοσύνη[16]. Στη χώρα μας με το νόμο 2304/95 κυρώθηκε ο κώδικας Δικαστικού Σώματος ενόπλων δυνάμεων. Ως γνωστόν, πέρασαν είκοσι χρόνια για να υλοποιηθεί η συνταγματική επιταγή της διατάξεως του άρθρου 96 παρ. 5 και να μεταρρυθμιστούν τα ισχύοντα στην ελληνική στρατιωτική δικαιοσύνη. Με το νόμο αυτό και με το νόμο 2287/95 κατοχυρώθηκε θεσμικά η ανεξαρτησία και αποστολή της, αφού οι στρατιωτικοί δικαστές δεν έχουν πλέον τη στρατιωτική ιδιότητα και περιβάλλονται με εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας[17]. Μεταξύ των άλλων χωρών όπου οι στρατιωτικοί δικαστές δεν έχουν στρατιωτική ιδιότητα, αξίζει να αναφερθούν ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα ισχύοντα στην Ελβετία τη Νότια Κορέα και την Πολωνία. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελβετία οι στρατιωτικοί δικαστές είναι πτυχιούχοι νομικής, οι οποίοι διατηρούν την πολιτική τους ιδιότητα, διορισμένοι ειδικά προς άσκηση ανάλογων καθηκόντων, σε αντίθεση με τον προϊστάμενο της εισαγγελίας, ο οποίος είναι μέλος του στρατιωτικού δικαστικού κλάδου.
Στη Νότια Κορέα οι στρατιωτικοί δικαστές διορίζονται κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, έχουν πολιτική ιδιότητα και απολαμβάνουν εγγυήσεις ανεξαρτησίας. Τέλος, στην Πολωνία για να γίνει κάποιος στρατιωτικός δικαστής θα πρέπει να έχει πτυχίο νομικής, να έχει αποκτήσει δικαστική εμπειρία είτε σε στρατιωτικά είτε σε κοινά δικαστήρια και να επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό. Οι κάτοχοι πτυχίων νομικής, καθηγητές του δικαίου, πρώην δικαστές, συμβολαιογράφοι και δικηγόροι με τριετή τουλάχιστον ενάσκηση καθηκόντων δεν υποχρεούνται να πληρούν την απαίτηση της προαναφερθείσας εμπειρίας. Οι στρατιωτικοί δικαστές διορίζονται από το υπουργείο άμυνας καθ’ υπόδειξη της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου των Στρατιωτικών Δικαστών. Αντίθετα με τα ισχύοντα στις προαναφερθείσες χώρες, στη Βρετανία, στη Βραζιλία και στη Ρουμανία, οι στρατιωτικοί δικαστές έχουν στρατιωτική ιδιότητα. Ειδικότερα, στη Ρουμανία οι στρατιωτικοί δικαστές και εισαγγελείς είναι αξιωματικοί κάτοχοι πτυχίου νομικής, οι οποίοι φέρουν δικαστικούς βαθμούς. Στην Ισπανία το στρατιωτικό τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου αποτελείται από οκτώ δικαστές, τ πολίτες και αξιωματικούς, οι οποίοι είναι μέλη του σώματος των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων. Φέρουν όλοι τους βαθμό Υποστρατήγου, διορίζονται χωρίς προκαθορισμένη θητεία και αμείβονται όσο και οι πολίτες συνάδελφοί τους. Τα μέλη του σώματος των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων είναι αξιωματικοί, οι οποίοι αμείβονται όπως οι λοιποί μη νομικοί ομοιόβαθμοι συνάδελφοί τους. Στις περιπτώσεις που δεν ασκούν δικαστικά καθήκοντα χάνουν τον τίτλο του δικαστή και τοποθετούνται σε μονάδες ως νομικοί. Για να ενταχθεί κάποιος στο σώμα των Νομικών των ενόπλων δυνάμεων απαιτείται να είναι πτυχιούχος νομικής και να επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό. Δεν υφίσταται ποσοστιαίος περιορισμός εισαγωγής γυναικών στο σώμα και μάλιστα τα τελευταία χρόνια, όπως και στη χώρα μας, οι επιτυχούσες γυναίκες υπερέχουν ελαφρά από αριθμητικής πλευράς των συναδέλφων τους ανδρών. Στην Κίνα οι στρατιωτικοί δικαστές είναι επίσης αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων. Ο πρόεδρος του Ανώτατου Στρατιωτικού Δικαστηρίου προτείνεται από τον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διορίζεται κατόπιν εγκρίσεως του κοινοβουλίου, ενώ οι λοιποί στρατιωτικοί δικαστές, οι οποίοι πρέπει να είναι πτυχιούχοι νομικής σχολής, διορίζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενόπλων δυνάμεων. Για να ενταχθεί κάποιος στην Ελβετική στρατιωτική δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι απόφοιτος νομικής και να έχει εμπειρία προϋπηρεσίας στις ένοπλες δυνάμεις. Η ένταξη στο σώμα νέων αξιωματικών εγκρίνεται από την κυβέρνηση ύστερα από πρόταση του επικεφαλής της Στρατιωτικής Εισαγγελίας, ενώ οι δικαστές των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δικαστηρίων επιλέγονται απευθείας από την κυβέρνηση, σε αντίθεση με εκείνους του ακυρωτικού που διορίζονται από το κοινοβούλιο.
Τέλος, παρατηρούνται περιπτώσεις όπου οι στρατιωτικοί δικαστές, αν και έχοντες τη στρατιωτική ιδιότητα, απολαμβάνουν ανεξαρτησίας ή διαφόρων εχεγγύων, με τα οποία διευκολύνεται η εκτέλεση των καθηκόντων τους. Στη Βουλγαρία, φερ’ ειπείν, οι δικαστές που δικάζουν τα στρατιωτικά εγκλήματα διορίζονται από Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και φέρουν στρατιωτικό βαθμό, ο οποίος απονέμεται από το υπουργείο άμυνας. Είναι, όμως, ανεξάρτητοι από την εκτελεστική εξουσία και απολαμβάνουν την ίδια ασυλία με αυτήν που απολαμβάνουν οι βουλευτές. Στον Καναδά οι πρόεδροι των στρατιωτικών δικαστηρίων είναι μόνιμοι αξιωματικοί και διορίζονται από τον υποστράτηγο διοικητή του δικαστικού σώματος. Για να εξασφαλιστεί η αμεροληψία τους είναι αμετακίνητοι και ασχολούνται αποκλειστικά με τα καθήκοντα αυτά. Η επιλογή των λοιπών μελών του δικαστηρίου είναι στην κρίση του προέδρου ανάμεσα από αξιωματικούς, στους οποίους έχουν ανατεθεί ανάλογα καθήκοντα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στη Δανία υπάρχει σώμα στρατιωτικών δικαστών με στρατιωτική ιδιότητα, που βρίσκεται εκτός της στρατιωτικής ιεραρχίας. Αυτοί ασκούν ανακριτικά καθήκοντα, αλλά και δικαστικά σε περιπτώσεις λιγότερο σοβαρών αδικημάτων που τιμωρούνται με επίπληξη, πρόστιμο ή περιορισμό μέχρι τριάντα ημερών. Στην Ιταλία οι στρατιωτικοί δικαστές, που είναι πτυχιούχοι νομικής και κατατάσσονται κατόπιν διαγωνισμού, απολαμβάνουν των ίδιων εγγυήσεων ανεξαρτησίας των δικαστών των κοινών δικαστηρίων, ενώ στην Ισπανία απολαμβάνουν ανεξαρτησίας και έχουν το αμετάθετο.
- V. Επίμετρο
Ως δικαιολογητική βάση της ιδρύσεως των στρατιωτικών δικαστηρίων θεωρήθηκε η ιδιάζουσα φύση των στρατιωτικών εγκλημάτων, τα οποία στη γνήσια μορφή τους μπορούν να διαπραχθούν μόνο από εκείνους που φέρουν τη στρατιωτική ιδιότητα. Το γεγονός όμως ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια αποτελούν ειδικά δικαστήρια με γενική –ποινική- αρμοδιότητα, καθώς και το ότι κατά καιρούς η ίδρυση τους έχει θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα στην αρχή της ισότητας, οδήγησαν κάποιους στη διατύπωση της απόψεως ότι η στρατιωτική δικαιοσύνη από τον εγγυητικό απέναντι των στρατιωτικών ρόλο που εκλήθη να διαδραματίσει εξελίχθηκε βαθμιαία σε προνόμιό τους[18].
Θα ήταν ανακόλουθο αν υποστηριζόταν ότι οι αλλαγές που επέφερε το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου στα στρατεύματα θα μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη τη στρατιωτική δικαιοσύνη. Κατόπιν αυτού, το θέμα της δωσιδικίας των στρατιωτικών δικαστηρίων δε θα πρέπει να επανεξετασθεί μόνο υπό το πρίσμα των κοινωνικοπολιτικών μεταβολών που επήλθαν σε κάθε χώρα, αλλά και υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων που αφορούν το όλο νομικό καθεστώς που διέπει τους στρατιωτικούς, οι οποίοι συχνά πλέον καλούνται να επιχειρήσουν εκτός των συνόρων της χώρας τους και συνήθως μέσα στο πλαίσιο πολυεθνικών δυνάμεων. Με τα δεδομένα αυτά, η ανάγκη επακριβούς προσδιορισμού της λειτουργίας των στρατιωτικών δικαστηρίων μοιάζει περισσότερο επιτακτική από ποτέ.
Από όσα προεκτέθηκαν διαπιστώσαμε ένα ευρύ φάσμα συστημάτων με τα οποία εμφανίζεται στην πράξη ο θεσμός της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Σε μερικές χώρες δεν υφίσταται στρατιωτική δικαιοσύνη, σε άλλες αυτή παραμένει οργανωμένη σε στρατιωτικά πρότυπα και, τέλος, σε μερικές υιοθετείται ένα μικτό στρατιωτικό και πολιτικό σύστημα. Το μικτό αυτό σύστημα υλοποιείται με διάφορους τρόπους, οι οποίοι κατεξοχήν επιβεβαιώνουν τη σύγχρονη τάση ενσωματώσεως του αντικειμένου της στρατιωτικής δικαιοσύνης στην κοινή δικαιοσύνη. Είναι σαφές ότι κάθε ένα από τα τρία γενικά συστήματα έχει τα δικά του πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Θα ήταν λάθος εάν κάποιος, αναφερόμενος σε διεθνές επίπεδο, ετάσσετο απολύτως υπέρ ενός και μόνο συστήματος, ενόψει του ότι η γνώμη καθενός μπορεί, καταρχάς, να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα εντός του πλαισίου της χώρας του. Οι συντεταγμένες εκείνες που θα προσδιορίσουν σε κάθε χώρα την υπόσταση των στελεχών της στρατιωτικής δικαιοσύνης και τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων είναι το ισχύον νομικό σύστημα, η φύση των ενόπλων δυνάμεων, η παράδοση και οι κρατούσες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Είναι βέβαιο ότι θα ήταν πολλά και δυσεπίλυτα τα προβλήματα που θα έπρεπε να λυθούν για να καταλήγαμε σε ένα σύστημα κοινής αποδοχής, εάν, φυσικά, αυτό ήταν το ζητούμενο.
Ύστερα όμως από τις διαφοροποιήσεις που έχουν επέλθει στα επιμέρους συστήματα, μπορεί αβίαστα να διαπιστωθεί μια σαφής τάση απομακρύνσεως από το στρατιωτικά οργανωμένο πρότυπο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η οποία υλοποιείται με διάφορους τρόπους. Είναι δεδομένη, άλλωστε, η γενικότερη τάση για ελαχιστοποίηση των μη δικαστών (ενόρκων, στρατοδικών) από τα δικαστήρια. Παραμένοντας όμως στις πρόσφατες εξελίξεις που αφορούν τη στρατιωτική δικαιοσύνη, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει κανείς ότι κοινός γνώμονας όλων των αλλαγών που ήδη επήλθαν είναι η ορθότερη απονομή της δικαιοσύνης στον ιδιαίτερο χώρο των ενόπλων δυνάμεων.
[1] Βλέπε σχετικά Ν. Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, ΙΙ, Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ. 239 επ.
[2] Ο Κλεμανσώ με μνημειώδη δηκτικότητα είχε τονίσει ότι: “Η στρατιωτική δικαιοσύνη είναι για τη δικαιοσύνη ό,τι η στρατιωτική μουσική για τη μουσική”, ενώ ο στρατιωτικός ακόλουθος της Καναδικής πρεσβείας στη Ρώμη Geoff St John κατά το εκεί διεξαχθέν συνέδριο την 22-23/4/98 με θέμα τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων, εκπροσωπώντας πλέον τις σύγχρονες απόψεις περί καταργήσεως της στρατιωτικής δικαιοσύνης, είχε αναφέρει ότι: “Έτσι όπως ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικός για να αφεθεί αποκλειστικά στους στρατηγούς και η κατασκοπεία πολύ σημαντική για να αφεθεί αποκλειστικά στους αξιωματικούς των αρμόδιων γραφείων, έτσι και η στρατιωτική δικαιοσύνη είναι πολύ σημαντική για να αφεθεί αποκλειστικά στους στρατιωτικούς νομικούς”.
[3] Βλέπε και Χ. Αργυρόπουλου, Στρατιωτική δικαιοσύνη και σύνταγμα, τόμος πρακτικών του Α’ συνεδρίου της ενώσεως ελλήνων συνταγματολόγων, Οι συνταγματικές ελευθερίες στην πράξη, 1986, σελ. 139 επ.
[4] Στη χώρα μας, όπως θα διαπιστώσουμε εκτενέστερα στη συνέχεια, με το νόμο 2287/95 τροποποιήθηκε ο επί πεντηκονταετία περίπου ισχύων στρατιωτικός ποινικός κώδικας, ενώ με το νόμο 2304/95 επήλθαν ριζικές διαφοροποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τους δικαστικούς λειτουργούς των στρατιωτικών δικαστηρίων.
[5] Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997, σελ. 26-27.
[6] Για την ανάγκη μεταρρυθμίσεως του στρατιωτικού ποινικού δικαίου βλέπε Ι. Μανωλεδάκη, Χρειάζεται μεταρρύθμιση η στρατιωτική ποινική νομοθεσία, Μελέτες, 1990, σελ. 330, Α. Παπαδαμάκη, Οι προσανατολισμοί του του στρατιωτικού ποινικού δικαίου κατά την ιστορική του διαδρομή και η ανάγκη μεταρρύθμισής του, Υπεράσπιση 1992. 709, Γ. Παπαδημητρίου, Στρατιωτική δικαιοσύνη και Σύνταγμα, Η αρχή του κράτους δικαίου σε “σωτήρια” δοκιμασία;, Υπεράσπιση 1993. 17, Γ. Βουλγαράκη, Ατέλειαι του στρατιωτικού ποινικού κώδικος, ΠοινΧρον 1977. 702.
[7] Ειδικότερα για τη σχετική νομοθεσία της Ιταλίας βλέπε και Ordinamento giudiziario militare, 1997, σελ. 147 επ., Constituzione della republica Italiana – Codice militaredi pace e di guerra, 1996, σελ. 44 επ.
[8] Εφόσον δεν επισημαίνεται διαφορετικά, τα στοιχεία που αφορούν τα ισχύοντα σε λοιπές χώρες, πλην της Ελλάδας, έχουν ληφθεί είτε από τη Rassegna della giustiziamilitare, gennaio-aprile 1998, ως εξής: Ισπανία σελ. 58-70, Αμερική σελ. 76-79, Ολλανδία σελ.88-99, Κίνα σελ.100-105, Ρουμανία σελ.106-110, Ουγγαρία σελ. 116-122, Αυστρία σελ. 123-130, Αργεντινή σελ.131-135, Γαλλία σελ.142-149, Βρετανία σελ.150-156, Βραζιλία σελ. 176-185, Ελβετία σελ. 192-200, Γερμανία σελ.201-204, Καναδάς σελ. 211-216, Βουλγαρία σελ. 217-219, Πορτογαλία σελ. 220-221και Ιταλία σελ. 42-58,190-192 και 205-211, είτε από αδημοσίευτα σχετικά στοιχεία που έχουν περιέλθει στην τότε Διεύθυνση Δικαστικού – Νομοθετικού του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης κατά το έτος 1992.
[9] Βλέπε σχετικά τα άρθρα 167 και επόμενα του Ν. 2287/95.
[10] Για τις εξαιρέσεις από τη συγκεκριμένη αρμοδιότητα βλέπε τη διάταξη του άρθρου 193 παρ. 2 του Ν. 2287/95.
[11] Βλέπε σχετικά τα άρθρα 178 επ. του Ν.2287/95.
[12] Βλέπε σχετικά το άρθρο 195 του Ν.2287/95 και την κριτική επισκόπηση της σχετικής νομολογίας από τον Α. Παπαδαμάκη, Η αρμοδιότητα λόγω συμμετοχής και συνάφειας κατά το νέο στρατιωτικό ποινικό κώδικα, Υπεράσπιση 1996. 611 επ.
[13] Για το σκοπό υπάρξεως στρατιωτικής δικαιοσύνης και τα στρατιωτικά δικαστήρια στην Ιταλία, βλέπε Ordinamento giudiziario militare, 1997, σελ. 107 επ.
[14] Ο σχετικός νόμος στη Γαλλία ετέθη σε ισχύ την 1/1/1983. Βλέπε σχετικά Ν. Αλιβιζάτου, Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, ΙΙ Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, 1992, σελ.240 επ.
[15] Στο Βρετανικό Ναυτικό, όμως, το σχετικό καθεστώς διαφοροποιείται τόσο στο ότι παρέχονται στον κυβερνήτη ευρύτερες εξουσίες στην εκδίκαση των ελαφρών αδικημάτων, όσο και στο ότι δεν υπάρχει περιφερειακό στρατιωτικό δικαστήριο.
[16] Για τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του δικαστή βλέπε Δ. Τσάτσου, Συνταγματικό δίκαιο, τ.Β’, Οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας, 1993, σελ.552 επ.
[17] Βλέπε σχετικά Π. Χριστοφοράκου, Η ποινική δωσιδικία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων (συγχρόνως μια ελάχιστη συμβολή στην ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος), Ποιν. Χρον. ΜΗ’ .328. Για τις ατέλειες του Ν. 2304/95 που σχετίζονται με την ακριβή ιδιότητα των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, βλέπε Α. Παπαδαμάκη, Στρατιωτικό ποινικό δίκαιο, 1997 σελ. 28 υποσημ. 4.
[18] Ν. Αλιβιζάτου, ό.π., σελ. 239-240.
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!