Περί του τρόπου εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 74 του 3421/05
Αναφορικά με την κατάργηση εκδοθέντων ενταλμάτων σύλληψης σε βάρος κατηγορούμενων για κακουργηματική ανυποταξία
ΣΩΤΗΡΙΟΥ Ε. ΚΥΡΚΟΥ
Αντεισαγγελέα Αεροδικείου Αθηνών
Δημοσιεύτηκε στα Ποινικά Χρονικά, ΝΣΤ΄ (2006), σελ. 279
Σύμφωνα με τη νεοπαγή διάταξη του άρ. 74 παρ. 1 του Ν. 3421/05 (ΦΕΚ Α΄302/13-12-05) «Πράξεις ανυποταξίας που τελέστηκαν ενώ ίσχυε το Πρ. Δγμα 506/74 «Περί γενικής επιστρατεύσεως των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας» ή συνεχίστηκε η τέλεσή τους και μετά την κατάργησή του και δεν έχουν εκδικασθεί, τιμωρούνται με τις ποινές του άρ. 32 παρ. 1α΄ΣΠΚ. Εντάλματα συλλήψεως που έχουν εκδοθεί για τις πράξεις αυτές καταργούνται». Με την θέσπιση της ως άνω διάταξης επιχειρήθηκε από το νομοθέτη να επιλυθεί οριστικά το ζήτημα του εφαρμοστέου κανόνα ως προς την ποινική μεταχείριση του διαρκούς εγκλήματος της ανυποταξίας (αρ. 32 ΣΠΚ), για πράξεις οι οποίες μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος της δεν είχαν ακόμη κριθεί αμετάκλητα και οι οποίες είτε είχαν τελεσθεί εξ ολοκλήρου υπό το κράτος της ισχύος του Πρ. Δγτος 506/74, είτε η τέλεσή τους συνεχίστηκε και μετά την άρση της κατάστασης γενικής επιστράτευσης, με τη θέση σε ισχύ του Πρ. Δγτος 371/02, την 13-12-02.
Η ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης κρίθηκε επιβεβλημένη, αφού το ζήτημα της εφαρμοστέας διάταξης (αρ. 32 περ. α΄ ΣΠΚ (τέλεση του εγκλήματος σε καιρό ειρήνης, που φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα) ή αρ. 32 περ. γ΄(τέλεση σε καιρό παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης, που φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα), δίχασε τόσο τη θεωρία[1] όσο και τη νομολογία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Από την ανωτέρω, λοιπόν, διάταξη προκύπτει ότι , από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παραπάνω νόμου (13-12-05), όλες οι εκκρεμούσες κατά την αυτή ημερομηνία σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο πράξεις ανυποταξίας τιμωρούνται πλέον ως εάν να τελέστηκαν σε ειρηνική περίοδο, ήτοι σε βαθμό πλημμελήματος, έστω και αν η αρχικά ασκηθείσα ποινική δίωξη και η απαγγελθείσα κατηγορία αφορούσε πράξη κακουργηματικού χαρακτήρα (ανυποταξία σε καιρό γενικής ή παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης, αρ. 32 περ. β΄ και γ΄ αντίστοιχα.). Λόγω της μεταβολής του χαρακτήρα της πράξης από κακούργημα σε πλημμέλημα και δεδομένου ότι σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του ΚΠΔ (αρ. 282 παρ. 3 και 283) δεν επιτρέπεται η επιβολή προσωρινής κράτησης για πλημμελήματα (πλην αυτού της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή), άρα ούτε και η έκδοση εντάλματος σύλληψης από τον Ανακριτή, ο νομοθέτης καθόρισε ρητά ότι εντάλματα σύλληψης που έχουν εκδοθεί σε βάρος διωκομένων για το έγκλημα της ανυποταξίας καταργούνται. Η ως άνω διάταξη μπορεί ασφαλώς να εφαρμοστεί άμεσα στις περιπτώσεις εκείνες όπου το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο δεν έχει ακόμη αποφανθεί, σύμφωνα με το άρ. 308 παρ. 1 ΚΠΔ, οριστικά για την κατηγορία, διά της κατάργησης του εντάλματος με σχετική διάταξη του εκδώσαντος αυτό Ανακριτή. Δεδομένης όμως της σιωπής του νόμου, αναφύεται το ζήτημα ποια θα είναι η τύχη των ενταλμάτων σύλληψης που εκδόθηκαν σε βάρος κατηγορουμένων για τους οποίους έχει ήδη εκδοθεί βούλευμα του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου, διά του οποίου, πλην της οριστικής απόφανσης επί της κατηγορίας για παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διατάσσεται ταυτόχρονα και η διατήρηση, κατ’άρ. 315 παρ. 2 ΚΠΔ, της ισχύος του εκδοθέντος από τον Ανακριτή εντάλματος σύλληψης και εφ’όσον η τελευταία επιτευχθεί, η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την οριστική εκδίκαση της σε βάρος του κατηγορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση είναι προφανές ότι δεν αρκεί η έκδοση διάταξης από τον αρμόδιο Ανακριτή, αφ’ενός διότι αυτός έχει απεκδυθεί πλέον της σχετικής αρμοδιότητας λόγω και της ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης που επήλθε διά της έκδοσης του βουλεύματος, αφετέρου δεν θα ήταν δικονομικά επιτρεπτή η κατάργηση της σχετικής διάταξης του βουλεύματος με διάταξη του Ανακριτή ή του αρμοδίου Εισαγγελέα.
Περαιτέρω, από το όλο περιεχόμενο της διάταξης του αρ. 315 ΚΠΔ, συνάγεται ότι ο νομοθέτης έχει καταστήσει το δικαστικό συμβούλιο ως το αποκλειστικό όργανο που διαθέτει την αρμοδιότητα να αποφαίνεται σχετικά με την τύχη της προσωρινής ή μη κράτησης του κατηγορουμένου, αλλά και κατ’ ανάλογο εφαρμογή αυτού και για την τύχη των τεθέντων περιοριστικών όρων, μέχρι την οριστική εκδίκαση της κατηγορίας, ακόμη και αν λαμβάνει χώρα παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση μετά την περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’αρ. 308 παρ.3 ΚΠΔ (ΠλΘεσ. 646/1962, ΠΧρ. ΙΒ΄, σ. 451).Συνεπώς , θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατάργηση της διάταξης του βουλεύματος που διατάσσει τη διατήρηση της ισχύος του εκδοθέντος ανακριτικού εντάλματος σύλληψης και την προσωρινή κράτηση του τυχόν συλληφθέντος, μόνο με νεώτερο βούλευμα του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου μπορεί εγκύρως να χωρήσει.
Με δεδομένη την ανωτέρω παραδοχή , τίθεται το ερώτημα με ποια ειδικότερη διαδικασία δύναται το Συμβούλιο να επιληφθεί εκ νέου της υπόθεσης για την οποία έχει ήδη εκδώσει οριστικό βούλευμα για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και μόνον ως προς το κεφάλαιο της τύχης του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης. Κατά τη γνώμη μας, από τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ΣΠΚ, δεν παρέχεται άλλη δικονομική δυνατότητα πλην της διερεύνησης της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρ. 548 ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία «Η προπαρασκευαστική απόφαση εκτελείται μόλις απαγγελθεί. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε ν’ ανακαλεί αυτές τις αποφάσεις του». Γίνεται δεκτό (Κονταξής, COMMENTAR ΚΠΔ, 1985, σ. 1675, ΑΠ 755/81) ότι στην έννοια της «απόφασης» κατά την ανωτέρω διάταξη περιλαμβάνεται και το βούλευμα.
Ως προς τον χαρακτήρα μιάς απόφασης ή ενός βουλεύματος ως «προπαρασκευαστικής», λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την ερμηνεία της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΚΠΔ (συνεδρίαση 3ης Νοεμβρίου 1939,Πρακτικά β΄, σ. 107), το δικαστήριο μπορεί πάντα ν’ ανακαλεί όχι όλες τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις αλλά εκείνες που δεν επιλύουν οριστικά αναφυέν ζήτημα σχετιζόμενο με την κατηγορία, οι οποίες προπαρασκευάζουν απλά την τελική κρίση και απόφανση, όπως αυτές που διατάζουν νέες αποδείξεις ή την αναβολή της δίκης κλπ.(έτσι και Μπουρόπουλος, Β΄, σ. 35). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της ποινικής δίκης (περιλαμβανομένης στην έννοια της τελευταίας και της προδικασίας) είναι δυνατόν να εκδοθούν περισσότερες δικαστικές αποφάσεις δια των οποίων, πριν από την τελειωτική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της κατηγορίας, επιλύονται διάφορα παρεμπίπτοντα ζητήματα προς διευκόλυνση και πρόοδο της διαδικασίας και προς προπαρασκευή της τελειωτικής κρίσης και απόφασης επί της κατηγορίας. Περιπτωσιολογικά, έχουν κριθεί ως προπαρασκευαστικές ή παρεμπίπτουσες οι αποφάσεις που απορρίπτουν την ένσταση παραγραφής ή την ένσταση δεδικασμένου (ΕφΝαυπλίου 6/83,ΠΧρ. ΛΔ’,σ. 623), η διατάσσουσα αναβολή της δίκης, η απορρίπτουσα αίτηση αναβολής, η αποφανθείσα επί ακυρότητας πράξεων της προδικασίας, επί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος (βλ. ΤρΠλημΠειρ. 5819/02, ΠοινΔικ. 2003,σ.48 επ.) κλπ.
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, με δεδομένη τη μη θέσπιση από το νομοθέτη περιοριστικού καταλόγου αποφάσεων και βουλευμάτων που θα πρέπει να θεωρούνται ως προπαρασκευαστικές, στην ως άνω κατηγορία δύναται να υπαχθεί οποιαδήποτε απόφαση ή βούλευμα το οποίο δεν επιλύει οριστικά αναφυέν ζήτημα που σχετίζεται με την κατηγορία, αλλά απλά παρασκευάζει την τελειωτική κρίση και απόφαση επί της κατηγορίας. Ωστόσο, η ανάγκη κάποιου περιορισμού, με ειδικότερο προσδιορισμό των προπαρασκευαστικών αποφάσεων που μπορεί ν’ανακαλούνται , χωρίς η ανάκληση να οδηγεί σε άτοπα, είχε επισημανθεί και από την πρώτη Αναθεωρητική Επιτροπή κατά τη συνεδρίαση της 3-11-1939. Έτσι, οι προπαρασκευαστικές αποφάσεις, εν ευρεία εννοία, μπορούν πλέον να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: τις γνήσιες προπαρασκευαστικές ή ανακλητές, που ανακαλούνται ελεύθερα από το Δικαστήριο και τις μη γνήσιες προπαρασκευαστικές, των οποίων δεν επιτρέπεται η ανάκληση (βλ. Αρβανίτη-Καλφέλη-Καράμπελα-Μαργαρίτη «ΚΠΔ» τ.2ος (άρ. 409-603), σ. 1208,αρ.6.). Με βάση την ανωτέρω κατηγοριοποίηση, η διάταξη του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου με την οποία διατάσσεται η διατήρηση του εκδοθέντος από τον Ανακριτή εντάλματος σύλληψης κατά του παραπεμπομένου διά του αυτού βουλεύματος στο ακροατήριο για κακούργημα καθώς και η προσωρινή του κράτηση σε περίπτωση που επιτευχθεί η σύλληψή του, καθόσον αφορά μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, δεν τυγχάνει δεκτική ανάκλησης[2]
Με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι διάταξη βουλεύματος ή απόφασης με την οποία επιβάλλεται μέτρο δικονομικού καταναγκασμού, δεν είναι δυνατόν ν’ανακληθεί, ει μη μόνον σύμφωνα με την προβλεπόμενη από τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ διαδικασία (λ.χ. υποβολή αίτησης εκ μέρους του κατηγορουμένου για αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους). Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ειδικά σε ό,τι αφορά τα εντάλματα σύλληψης περί των οποίων προνοεί η διάταξη του άρ. 74 του Ν. 3421/05, υφίστανται ουσιώδεις διαφορές, που επιτρέπουν την κάμψη των σχετικών περιορισμών και συγκεκριμένα: πρώτον, η κατάργηση των ενταλμάτων σύλληψης απαγγέλλεται από τον ίδιο το νομοθέτη. Δεύτερον, η επιβολή προσωρινής κράτησης (άρα και η διατήρηση σε ισχύ του εντάλματος σύλληψης), με δεδομένη τη διά νόμου μεταβολή της κατηγορίας από κακούργημα σε πλημμέλημα, δεν βρίσκει πλέον έρεισμα στις οικείες περί προσωρινής κράτησης διατάξεις του ΚΠΔ. Τρίτον, με δεδομένο ότι, λόγω του ύψους της απειλουμένης για το αδίκημα της ανυποταξίας σε ειρηνική περίοδο ποινής (φυλάκιση μέχρι δύο έτη), δεν αναφύεται ζήτημα ενδεχομένης επιβολής περιοριστικών όρων στον κατηγορούμενο, αφού κάτι τέτοιο δεν τυγχάνει επιτρεπτό κατά το άρ. 282 παρ. 1 ΚΠΔ, δεν είναι νοητή η υπό του Δικαστικού Συμβουλίου εξέταση του ενδεχομένου επιβολής περιοριστικού όρου, σε αντικατάσταση της διαταχθείσας υπ’ αυτού προσωρινής κράτησης. Εν όψει όλων των παραπάνω φρονούμε πως θα μπορούσε να γίνει δεκτό, ακόμη και με ευθεία εφαρμογή του άρ. 548 ΚΠΔ και όχι αντίστοιχη ανάλογη, η οποία, εν πάση περιπτώσει θα τύγχανε επιτρεπτή, λόγω συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων της (ταυτότητα νομικού λόγου, ανάγκη ρύθμισης και έλλειψη ρητής νομικής διάταξης), ότι η διάταξη του βουλεύματος με το οποίο διατάσσεται η διατήρηση της ισχύος του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης και η προσωρινή κράτηση του κατηγορουμένου σε περίπτωση σύλληψής του για το έγκλημα της ανυποταξίας σε καιρό γενικής επιστράτευσης τυγχάνει δεκτική ανάκλησης κατά τα ανωτέρω, για το λόγο δε αυτό το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο δύναται να επανέλθει επί της ήδη οριστικά κριθείσας υπόθεσης σε βάρος του κατηγορουμένου και μόνο ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο, εκδίδοντας νέο βούλευμα, με το οποίο θα καταργείται η ισχύς του εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα και με τα οριζόμενα στο άρ. 74 του Ν. 3421/05.Αυτονόητο βέβαια τυγχάνει ότι το Δικαστικό Συμβούλιο δεν δύναται δικονομικά να υπεισέλθει εκ νέου στην ουσία της κατηγορίας και να μεταβάλει αυτήν, κάτι που αποτελεί πλέον έργο του αρμοδίου Δικαστηρίου.
[1] Υπέρ της άποψης περί τιμώρησης του εγκλήματος ως τελουμένου σε καιρό ειρήνης, ανεξαρτήτως του χρόνου τέλεσής του βλ. Α. Παπαδαμάκη, «Οι συνέπειες άρσης της « γενικής επιστράτευσης» στο χώρο του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου», ΠοινΔικ. 2003, σ. 309. Contra, Σ. Παπασταύρος «Γενική Επιστράτευση και Νόμοι Προσωρινής Ισχύος», ΠοινΧρ ΝΓ΄,σ. 667 )
[2] Έτσι, σε ό,τι αφορά τα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού γενικότερα, Ζυγούρας «Η διατάσσουσα προσωρινήν κράτησιν και κατάπτωσιν εγγυήσεως απόφασις δεν είναι δεκτική ανακλήσεως», ΠοινΧρ. ΜΘ΄,σ. 488).Βλ. όμως contra ΕφΘεσ 860/1998,ΠοινΔικ 1999,σ. 576
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!