Πρόταση Ι. Λαμπρόπουλου για συνταγματική πρόβλεψη σχετικά με τη Στρατιωτική Δικαιοσύνη

Η ανάγκη αποκατάστασης του ελλείμματος το οποίο δυστυχώς διαπιστώνεται στη νομοθετική κατοχύρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, καθώς και η ανάγκη αναβάθμισης, αφενός, της απονεμόμενης από τα στρατιωτικά δικαστήρια δικαιοσύνης, και άρσης της αδικίας, αφετέρου, που υφίστανται επί χρόνια οι στρατιωτικοί δικαστές με ευθύνη της πολιτείας, κρίθηκε ότι θα πρέπει να οδηγήσει ακόμη και σε σχετικές προβλέψεις στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Παρακάτω τίθεται η σχετική πρόταση του Υφυπουργού Εθνικής Άμυνας, Ιωάννη Δ. Λαμπρόπουλου (η οποία δυστυχώς δεν έτυχε ανταπόκρισης, ως όφειλε να τύχει), όπως βρίσκεται δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα: 

http://www.syntagmatikianatheorisi.gr/index.php?Itemid=1&id=61&option=com_content&task=view  

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΡΟΤΑΣΗ

1. Σύμφωνα με το άρθρο 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Κατά την παρ.2 του επόμενου άρθρου (88) «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους».

2. Εξάλλου, κατά το άρθρο 96 παρ.4 και 5 του Συντάγματος «Ειδικοί νόμοι ορίζουν α) Τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορούν να υπαχθούν ιδιώτες, β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών. 5. Τα δικαστήρια του στοιχείου α της προηγούμενης παραγράφου (στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία) συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος».

3. Με την τελευταία διάταξη, για πρώτη φορά ο συνταγματικός νομοθέτης αναγνώρισε, υπό τις κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα συνθήκες της μεταπολίτευσης, την απαίτηση του νομικού μας πολιτισμού, για αναβάθμιση και απεγκλωβισμό των μελών του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων από τις δομές και τον έλεγχο των τελευταίων, ορίζοντας ρητά ότι περιβάλλονται με τις εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, κατέλειπε δε στον κοινό νομοθέτη την ευχέρεια να αποφασίσει αυτός πότε θα ενεργοποιήσει τη διάταξη αυτή.

4. Ο σχετικός εκτελεστικός νόμος εκδόθηκε τελικά το έτος 1995 (ν. 2304/95), και ενώ ενσωμάτωσε, υλοποιώντας την παραπάνω συνταγματική επιταγή, όλες τις εκφάνσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν οι υπόλοιποι δικαστές, ρυθμίζοντας κατ’ ανάλογο με το ν. 1756/88 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» όλα τα επί μέρους θέματα (διορισμός κατόπιν διαγωνισμού, υπηρεσιακή κατάσταση, προαγωγές, τοποθετήσεις, ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, πειθαρχικό δίκαιο κλπ), παρέλειψε να προβλέψει τη χορήγηση στους στρατιωτικούς δικαστές αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημα τους.Η παράλειψη αυτή επαναλήφθηκε με το ν. 2521/97 «Ειδικό μισθολόγιο δικαστικών λειτουργών, μισθολόγιο κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους…» στον οποίο όμως εντάχθηκε το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Και ναι μεν το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, ως Ανώτατη Αρχή του Κράτους δικαιούται την ειδική μέριμνα της Πολιτείας, σύμφωνα με το άρθρο 100Α του Συντάγματος, όμως οι αποδοχές Συνταγματάρχη που λαμβάνουν, π.χ. ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου Αθηνών αναδεικνύουν εντονότερα την παραπάνω παράλειψη. Σημειώνεται ότι ειδικού μισθολογίου απολαμβάνουν ακόμη και οι ιατροδικαστές (Κεφάλαιο Γ’ ν. 2521/97).

5. Από τις διατάξεις των άρθρων 26 και 87 έως 92 του Συντάγματος και ειδικότερα απ’ αυτή του άρθρου 87 παρ. 1, η οποία ορίζει ότι, η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης ανάγει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία σε θεμελιώδη προϋπόθεση της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού και σε πρωταρχικό όρο για την άσκηση του δικαιοδοτικού του έργου. Αυτή ακριβώς η ανεξαρτησία στην άσκηση του δικαιοδοτικού του έργου που συνιστά θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, είναι το βασικό χαρακτηριστικό της ιδιότητας του δικαστικού λειτουργού που τον διαφοροποιεί από τους άλλους κρατικούς λειτουργούς. Για την διασφάλισή της δε προβαίνει στα άρθρα 83/91 σε μια σειρά ρυθμίσεων σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση και τις μεταβολές των δικαστικών λειτουργών, το πειθαρχικό καθεστώς, τα αρμόδια γι’ αυτά όργανα και την σχετική διαδικασία. Εξάλλου, τόσο η θεωρία (βλ. Α. Μάνεση, Συνταγματική θεωρία και πράξη, όσο και η νομολογία των δικαστηρίων (ΣτΕ 1693/1989′ 3006/1991′ ΟλομΑΠ 12/1988′ ΟλομΕΣ 1432/1988) δέχονται ότι η καθιέρωση ειδικού μισθολογίου με ύψος αποδοχών ανάλογο προς την σπουδαιότητα και τις υποχρεώσεις του λειτουργήματος, αποτελεί αναγκαίο παρακολούθημα της αναγνωρίσεως και συνταγματικής καθιερώσεως της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών, ως θεμελιώδους προϋποθέσεως για την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης στο σύγχρονο δημοκρατικό κράτος. Έτσι, η συνταγματική πρόβλεψη (άρθρο 88 παρ. 2) του ειδικού μισθολογίου των δικαστών και η σε συνάρτηση προς αυτήν καθιέρωση αποδοχών σε επίπεδο ανώτερο από αυτό που ισχύει γενικά για τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων και των λοιπών δημοσίων λειτουργών συνιστά θεσμική εγγύηση για την εξασφάλιση της περί ής ο λόγος λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.Παράλληλα, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 8 παρ.1 του Συντάγματος, που καθιερώνουν τις αρχές της ισότητας και του νόμιμου δικαστή, συνάγεται ότι οποιαδήποτε ιδιαίτερη δωσιδικία πολιτών, όπως εν προκειμένω των στρατιωτικών, θα πρέπει να περιβάλλεται από τα ίδια εχέγγυα με τα οποία περιβάλλεται η τακτική δικαιοσύνη.  Αντίθετη αντιμετώπιση σημαίνει αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη δυσμενή μεταχείριση των υπαγομένων στην ιδιαίτερη αυτή δωσιδικία, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας.

6. Παρά ταύτα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την υπ’ αριθ. 2857/03 απόφαση της (κατά πλειοψηφία) επιλέγοντας τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 96 του Συντάγματος, δέχθηκε ότι οι στρατιωτικοί δικαστές δεν δικαιούνται το ειδικό μισθολόγιο των δικαστών γιατί το παραπάνω άρθρο του Συντάγματος δεν παραπέμπει στο άρθρο 88 παρ.2 αυτού το οποίο αναφέρεται στις αποδοχές των δικαστών.  

7. Εν όψει των ανωτέρω προς αποκατάσταση του ελλείμματος στην κατοχύρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των στρατιωτικών δικαστών, την αναβάθμιση της ποιότητας της απονεμόμενης από τα στρατιωτικά δικαστήρια δικαιοσύνης αλλά και την άρση της αδικίας που υφίστανται οι στρατιωτικοί δικαστές με ευθύνη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει το παραπάνω θέμα να συμπεριληφθεί στην αναθεώρηση του Συντάγματος.

8. Προτείνεται κατόπιν αυτού η αναθεώρηση του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος, ώστε να προβλέπει τη χορήγηση και στους στρατιωτικούς δικαστές των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών.

Ιωάννης Δ. Λαμπρόπουλος

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *