Το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο ως τμήμα του Ποινικού Δικαίου των Ειδικών Ποινικών Νόμων

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο καλούμε το τμήμα εκείνο του δικαίου, οι κανόνες του οποίου αφενός προσδιορίζουν τα γενικά και ειδικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς των προσώπων που φέρουν τη στρατιωτική ιδιότητα, η οποία εμφανίζει ιδιάζουσα κοινωνικοηθική απαξία (στρατιωτικό έγκλημα), και για το λόγο αυτό προβλέπεται και τιμωρείται από το νομοθέτη με ειδική κύρωση (ποινή), στα πλαίσια όμως των συγκροτημένων και ειδικών σχέσεων του στρατεύματος (κατά την έννοια αυτή το παραπάνω δίκαιο συνιστά τμήμα του Ποινικού Δικαίου των Ειδικών Ποινικών Νόμων) και αφετέρου καθορίζουν τα αρμόδια για την επιβολή ποινής στον παραβάτη δικαιοδοτικά όργανα, καθώς και την διαδικασία που αυτά θα ακολουθήσουν προς το σκοπό αυτό, όπως επίσης και τα σχετικά με τη δικαιοδοσία, την αρμοδιότητά τους, τα δικαστικά πρόσωπα που δρούν, καθώς και τις φάσεις γενικότερα της στρατιωτικής ποινικής διαδικασίας.

Το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, συνιστά τμήμα του Ποινικού Δικαίου των Ειδικών Ποινικών Νόμων, γιατί περιλαμβάνει τους κανόνες εκείνους του Ποινικού Δικαίου, οι οποίοι έχουν εφαρμογή μόνο σε ορισμένη κατηγορία (ομάδα) ανθρώπων, ένεκα της ιδιότητάς τους ως στρατιωτικών και των ιδιαίτερων συνθηκών στις οποίες αυτοί διατελούν στα πλαίσια των τάξεων του στρατεύματος.

Με άλλα λόγια, μπορούμε να ορίσουμε το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο ως εξής:

Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο είναι το σύνολο των εξαναγκαστικών εκείνων κανόνων που θεσπίζονται από την Πολιτεία και που προσδιορίζουν ποιες πράξεις των στρατιωτικών -στα πλαίσια των συγκροτημένων και ειδικών σχέσεων του στρατεύματος- έχουν ποινικό ενδιαφέρον, είναι δηλαδή στρατιωτικά εγκλήματα, αν πρέπει να επιβληθεί στο δράστη αυτών ποινική κύρωση (ποινή), ποια θα είναι η ποινή αυτή και κάτω από ποια διαδικασία θα επιβληθεί.Το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο (ΣΠΔ) επομένως, αποτελεί μέρος του όλου Ποινικού Δικαίου -ανήκει κατά συνέπεια στο Δημόσιο Δίκαιο- και εφαρμόζεται μόνο στα πρόσωπα που έχουν, κατά τη χρονική περίοδο τέλεσης της πράξης, στρατιωτική ιδιότητα.[1]

Το Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο (ΣΠΔ) διαιρείται, όπως ακριβώς και το κοινό Ποινικό Δίκαιο, σε ουσιαστικό και δικονομικό.Στο ουσιαστικό μέρος, περιλαμβάνονται οι διατάξεις που προβλέπουν τις αξιόποινες πράξεις των στρατιωτικών οι οποίες αποτελούν στρατιωτικά εγκλήματα και οι απειλούμενες, για κάθε μία από αυτές, ποινές. Στο δικονομικό μέρος, περιλαμβάνονται τα σχετικά με τη συγκρότηση και την οργάνωση των Στρατιωτικών Δικαστηρίων, την ανάκριση, την εκδίκαση των υποθέσεων και την λήψη απόφασης για τα στρατιωτικά εγκλήματα, καθώς και τις φάσεις γενικότερα της στρατιωτικής ποινικής διαδικασίας.

Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (ΣΠΚ) καλούμε το αποτέλεσμα της κωδικοποιήσεως, δηλαδή της νομοθετικής εκείνης ενέργειας, η οποία αποσκοπεί στη συγκέντρωση, τον καθορισμό ή ακόμα και την αναθεώρηση των κανόνων του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου, οι οποίοι εφαρμόζονται στα πλαίσια των συγκροτημένων και ειδικών σχέσεων του στρατεύματος και γίνονται αποδεκτοί σε δεδομένη χρονική περίοδο από μία συγκεκριμένη κοινωνία.

Θα πρέπει εδώ να παρατηρηθεί ότι σε αντίθεση με τον Ποινικό Κώδικα (ΠΚ) ο οποίος περιλαμβάνει, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, μόνο τις ουσιαστικές διατάξεις του Ποινικού Δικαίου (ενώ οι δικονομικές διατάξεις του Ποινικού Δικαίου περιλαμβάνονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας), στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα περιλαμβάνονται όχι μόνο οι ουσιαστικές διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου, (δηλαδή το σύνολο των εξαναγκαστικών εκείνων κανόνων που θεσπίζονται από την Πολιτεία και που προσδιορίζουν ποιες πράξεις στα πλαίσια του στρατεύματος έχουν ποινικό ενδιαφέρον, αν πρέπει να επιβληθεί στο δράστη αυτών ποινική κύρωση -ποινή- και ποια θα είναι αυτή), αλλά και οι δικονομικές διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Δικαίου, (δηλαδή αυτές που ρυθμίζουν τα αρμόδια κρατικά όργανα -Στρατιωτικά Δικαστήρια- τα οποία είναι επιφορτισμένα με το έργο της επιβολής της προβλεπόμενης ποινικής κυρώσεως στο δράστη ορισμένου στρατιωτικού εγκλήματος, αλλά και τη διαδικασία που αυτά θα ακολουθήσουν για την εκπλήρωση του παραπάνω σκοπού τους). Ο ΣΠΚ δηλαδή περιλαμβάνει και ουσιαστικές, αλλά και δικονομικές διατάξεις.

Ορισμός στρατιωτικού εγκλήματος

Στην προσπάθεια να ορίσουμε τόσο την έννοια του εγκλήματος γενικά, όσο και αυτήν του Στρατιωτικού εγκλήματος ειδικότερα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι το έγκλημα αποτελεί μια πολυεδρική έννοια, πράγμα που σημαίνει δηλαδή ότι κάθε ομάδα ατόμων -ειδικών ή όχι- που ασχολείται με αυτό, παρατηρεί συνήθως και μία διαφορετική όψη του.

Έτσι το έγκλημα έχει μία νομική ή αλλιώς τυπική έννοια: Είναι η ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία προβλέπεται από τους ποινικούς νόμους και τιμωρείται από τα όργανα της ποινικής δικαιοσύνης. Αυτήν την έννοια του εγκλήματος χρησιμοποιούν κατά κανόνα όσοι μελετούν ή εφαρμόζουν το Ποινικό Δίκαιο.

Έχει όμως και μία ψυχιατρική έννοια: Όταν δοθεί σε μία πράξη ο χαρακτηρισμός «έγκλημα», ο ψυχίατρος ή ο κλινικός ψυχολόγος, φέρνουν κατά κανόνα στο μυαλό τους τις έννοιες ορμές, παρορμήσεις και κίνητρα που δεν ελέγχονται ή που παίρνουν μορφή κοινωνικά βλαβερή.Το έγκλημα έχει επίσης μία διαφορετική έννοια για το κοινό: Σχεδόν κάθε άτομο έχει τη δική του αντίληψη για το τι αποτελεί έγκλημα. Για ορισμένους ταυτίζεται με την έννοια της ανηθικότητας ή την έννοια της αμαρτίας, αδιάφορο αν ο νόμος απειλεί ή όχι γι’ αυτό ποινή. Για άλλους πάλι έγκλημα είναι μόνο οι μορφές εκείνες ανθρώπινης συμπεριφοράς τις οποίες αντιλαμβάνονται ως κακούργημα, όπως για παράδειγμα η ανθρωποκτονία.

Το έγκλημα έχει τέλος και μία εγκληματολογική έννοια: Η εγκληματολογική έννοια του εγκλήματος συνήθως αναφέρεται και ως «κοινωνιολογική», «οντολογική», ή «ουσιαστική έννοια» ή απλά και ως «κοινωνικό ποινικό φαινόμενο». Ως κριτήρια που χρησιμοποιούνται ή ως ουσιώδη στοιχεία που απαρτίζουν συνήθως την ουσιαστική αυτή έννοια του εγκλήματος θεωρούνται: Η αντικοινωνικότητα της συμπεριφοράς, η κοινωνική βλάβη που προκαλεί, η προσβολή με αυτήν αγαθών που ικανοποιούν βιοτικές ανάγκες, ο έντονος απαξιολογικός της χαρακτήρας, η προσβολή γενικά αποδεκτών αξιών της κοινωνικής ζωής, η παράβαση βασικών κανόνων συμπεριφοράς, η παραβίαση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Θέλοντας να ορίσουμε τελικά την έννοια του εγκλήματος θα δώσουμε τόσο έναν νομικό όσο και έναν ουσιαστικό ορισμό, καθώς και έναν τυποποιημένο ορισμό στη συνέχεια, σύμφωνο με το περιεχόμενο του όρου στο κείμενο του Ποινικού Κώδικα. Σε αντιστοιχία με τον τυπικό-νομικό ορισμό του εγκλήματος, θα δώσουμε και έναν ορισμό του στρατιωτικού εγκλήματος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο κείμενο του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα.

α. Τυπική έννοια του εγκλήματος Έγκλημα, είναι κάθε πράξη που ο νόμος προβλέπει και τιμωρεί με ποινή. Ο παραπάνω ορισμός αποτελεί την τυπική έννοια του εγκλήματος, η ουσιαστική έννοια του οποίου είναι η εξής:

β. Ουσιαστική έννοια του εγκλήματος Έγκλημα, είναι η ανθρώπινη εκείνη συμπεριφορά που προσβάλλει έννομα αγαθά του ατόμου ή της κοινωνικής ολότητας, κατά τρόπο γενικά επικίνδυνο και ιδιαίτερα αξιόμεμπτο, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αποτελεί αφόρητο παράδειγμα αντικοινωνικής συμπεριφοράς, καταλογιστής σε ενοχή του δράστη και αξιόποινης με απόφαση των αρμόδιων οργάνων της Πολιτείας.

γ. Τυποποιημένη έννοια του εγκλήματος Η τυποποιημένη (τεχνική) έννοια του εγκλήματος δίνεται στο άρθρο 14 του Π.Κ σύμφωνα με το οποίο έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο (άρθρο 14 παρ. 1 Π.Κ). Στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου του ΠΚ ορίζεται επίσης ότι στις διατάξεις των ποινικών νόμων ο όρος «πράξη» περιλαμβάνει και τις παραλείψεις (άρθρο 14 παρ. 2 Π.Κ).

δ. Ορισμός Στρατιωτικού Εγκλήματος Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω, στρατιωτικό έγκλημα είναι, κάθε πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις του Σ.Π.Κ. Ο παραπάνω -τυπικός- ορισμός του στρατιωτικού εγκλήματος δίνεται στο άρθρο 1 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (ΣΠΚ) – Ν 2287/95 (ΦΕΚ Α΄ 20/1.2.95).

***

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ΣΠΚ, οι κληρωτοί, οι εθελοντές ή οι έφεδροι που γίνονται δεκτοί στη στρατιωτική υπηρεσία, αποκτούν τη στρατιωτική ιδιότητα από την κατάταξή τους και πριν ακόμη ορκισθούν. Όλοι οι υπόλοιποι, όπως οι μόνιμοι, οι μόνιμοι εξ εφεδρείας, οι μαθητές παραγωγικών σχολών, οι κατατασσόμενοι στο στρατό μετά από διαγωνισμό για πλήρωση κενών θέσεων κλπ., είναι στρατιωτικοί μόνο μετά την ορκωμοσία τους. Βλ. σχετ., Γιαρένη Ε., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, Θεωρία-Εφαρμογή, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2005, σελ. 99, όπου και περισσότερες σχετικές παραπομπές.

Αρχές και διάρθρωση του Δικονομικού Μέρος του ΣΠΚ

Α. Οι βασικές αρχές του δικονομικού μέρους του ΣΠΚ

Το Δεύτερο Βιβλίο του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, δηλαδή το δικονομικό του μέρος, χωρίζεται σε επτά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο σχετίζεται με τα δικαστήρια και τα δικαστικά πρόσωπα, το δεύτερο με τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων, το τρίτο με την προδικασία, το τέταρτο με τα ένδικα μέσα, το πέμπτο με την εφαρμογή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και την αντιστοιχία όρων αυτού και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, το έκτο με τα στρατιωτικά Δικαστήρια σε πολεμική περίοδο και το έβδομο με τη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών Δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο. Οι βασικές αρχές που διέπουν το δικονομικό μέρος του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα είναι οι εξής:

α. Η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια (πρωτοβάθμια: Στρατοδικεία, Ναυτοδικεία, Αεροδικεία, δευτεροβάθμιο: Αναθεωρητικό δικαστήριο)[1] και τον Άρειο Πάγο.

β. Καθιερώνονται οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα της Ελλάδος εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών του δικαστικού σώματος των ένοπλων δυνάμεων (στρατιωτικών δικαστών και αναθεωρητών).

γ. Τα στρατιωτικά δικαστήρια (πρωτοβάθμια) συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από στρατιωτικούς δικαστές (μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ένοπλων Δυνάμεων)[2] αλλά και στρατοδίκες (Αξιωματικούς των τριών κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων που ορίζονται για κάθε δικάσιμο με κλήρωση), ενώ το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, συγκροτείται μόνο από μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ένοπλων Δυνάμεων, που ονομάζονται Αναθεωρητές.

δ. Επιβάλλεται η αρχή της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων.

ε. Η δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων είναι καθαρώς ποινική. Ισχύει σε αυτά πλήρως ο θεσμός της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

στ. Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων είτε σε ειρηνική είτε σε πολεμική περίοδο υπάγονται για όλες τις αξιόποινες πράξεις τους, μόνον όσοι έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού[3] κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου. Προβλέπονται βέβαια διατάξεις περί συμμετοχής στο έγκλημα στρατιωτικών και ιδιωτών, οπότε στην περίπτωση αυτή οι συμμέτοχοι σε μη στρατιωτικό έγκλημα δικάζονται από τα κοινά ποινικά Δικαστήρια άλλως αν το έγκλημα είναι στρατιωτικό τότε ο ιδιώτης θα δικαστεί από τα κοινά ποινικά δικαστήρια και ο στρατιωτικός από τα στρατοδικεία. Σε καμία περίπτωση τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία με κατηγορούμενο ιδιώτη, με την έννοια ότι εάν ιδιώτης τελέσει έγκλημα αναφερόμενο στο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα,[4] θα δικαστεί μεν σύμφωνα με τις διατάξεις του, από τα αρμόδια γι’ αυτόν όμως κοινά ποινικά δικαστήρια.

ζ. Η διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών Δικαστηρίων είναι πλήρως προσαρμοσμένη με την διαδικασία ενώπιον των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Η κίνηση και η άσκηση της ποινικής διώξεως ανήκει στον στρατιωτικό Εισαγγελέα, ο οποίος ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

Β. Τα επιμέρους κεφάλαια του δικονομικού μέρους του ΣΠΚ

Στο Πρώτο Κεφάλαιο του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ρυθμίζονται τα σχετικά με τα δικαστήρια και τα δικαστικά πρόσωπα που συνθέτουν τη στρατιωτική Δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 167 ΣΠΚ, το οποίο είναι το πρώτο άρθρο του πρώτου κεφαλαίου του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, ορίζεται ότι η ποινική δικαιοσύνη στο στρατό απονέμεται από τα στρατιωτικά δικαστήρια και τον Άρειο Πάγο. Στο άρθρο αυτό του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται δύο από τις βασικές επιταγές του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος, που είναι: α) η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των στρατιωτικών δικαστών (και Αναθεωρητών) και β) η αιτιολόγηση των αποφάσεων των στρατιωτικών Δικαστηρίων.

Στη συνέχεια, προβλέπεται ότι στη χώρα λειτουργούν πέντε Στρατοδικεία, δύο Ναυτοδικεία, τρία Αεροδικεία και ένα Αναθεωρητικό Δικαστήριο, η ίδρυση και κατάργηση των οποίων, όπως και κάθε άλλη μεταβολή, ρυθμίζονται κάθε φορά με προεδρικό διάταγμα (άρθρο 168 ΣΠΚ). Με προεδρικό διάταγμα, επίσης, ορίζεται ότι ένα Στρατοδικείο μπορεί να λειτουργεί συγχρόνως και ως Δικαστήριο άλλου κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων, εάν, βέβαια, στην περιφέρειά του υπηρετούν στρατιωτικοί του κλάδου αυτού. Τα Στρατοδικεία, Αεροδικεία και Ναυτοδικεία είναι βέβαια δικαστήρια που δικάζουν σε πρώτο βαθμό, αποτελούν δηλαδή τα πρωτοβάθμια δικαστήρια της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Με γενική διάταξη του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (άρθρο 5 παρ. 1 ιγ΄ ΣΠΚ) ορίζεται πως με τον όρο «στρατοδικείο» νοείται και το Ναυτοδικείο και το Αεροδικείο, για να αποφεύγεται η συχνή χρήση και η επανάληψη των όρων αυτών. Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, δικάζει ως δικαστήριο ουσίας σε δεύτερο βαθμό (δευτεροβάθμιο δικαστήριο), αλλά και ως ακυρωτικό δικαστήριο όταν δικάζει το ένδικο μέσο της αναθεωρήσεως. Λειτουργεί κατά κανόνα στην Αθήνα, μπορεί όμως να χωριστεί σε τμήματα, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.[5]

Το Αναθεωρητικό Δικαστήριο συγκροτείται αποκλειστικά από μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων που φέρουν τον βαθμό του Αναθεωρητή. Με το ΠΔ 83/1997 (ΦΕΚ Α΄ 72/14-5-1997) ιδρύθηκε ένα ακόμη Στρατοδικείο, πέρα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 168 παρ. 1 ΣΠΚ, στην πόλη των Ιωαννίνων, με το ΠΔ 164/2000 (ΦΕΚ Α΄ 148/23-6-2000) ιδρύθηκαν Ναυτοδικείο και Αεροδικείο στη Θεσσαλονίκη, ενώ με το ΠΔ 144/2005 (ΦΕΚ Α΄ 199/11.8.2005) ιδρύθηκαν Ναυτοδικείο και Αεροδικείο στα Ιωάννινα, τα οποία άρχισαν να λειτουργούν από 11.11.2005. Έτσι, τα στρατιωτικά δικαστήρια τα οποία σήμερα λειτουργούν στη Χώρα μας, καθώς και η εδαφική αρμοδιότητα καθενός από αυτά,[6] είναι τα εξής:

Στρατοδικείο Αθηνών, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Αττικής, Βοιωτίας, Φθιώτιδος (μόνον η επαρχία Λοκρίδος), Ευρυτανίας, Φωκίδος, Κορίνθου, Αχαΐας, Ηλείας, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Αργολίδος, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας, Λευκάδος, Κυκλάδων, Λέσβου, Χίου, Σάμου, Δωδεκανήσου και Ευβοίας (πλην της επαρχίας Ιστιαίας που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Στρατοδικείου Λάρισας).

Αεροδικείο Αθηνών, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί της Στερεάς Ελλάδος, Πελοποννήσου, Ηπείρου, Ιονίων νήσων και νήσων Αιγαίου (πλην των νομών της Κρήτης που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Αεροδικείου Χανίων).

Ναυτοδικείο Πειραιώς, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί της Χώρας πλην των νομών της Κρήτης (που υπάγονται στο Ναυτοδικείο Χανίων) και της Μακεδονίας-Θράκης (που υπάγονται στο Ναυτοδικείο Θεσσαλονίκης).

Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης, Γρεβενών.

Αεροδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί Μακεδονίας-Θράκης (Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης, Γρεβενών, Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου).

Ναυτοδικείο Θεσσαλονίκης, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί Μακεδονίας-Θράκης (βλ. αμέσως παραπάνω) και το Άγιον Όρος. Στρατοδικείο Λάρισας, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Λάρισας, Μαγνησίας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Φθιώτιδος (πλην της επαρχίας Λοκρίδος που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Στρατοδικείου Αθηνών), και Ευβοίας (μόνον η επαρχία Ιστιαίας).

Αεροδικείο Λάρισας, στο οποίο υπάγονται όλοι οι νομοί της Θεσσαλίας. Στρατοδικείο – Αεροδικείο – Ναυτοδικείο Χανίων, στα οποία υπάγονται όλοι οι νομοί της Κρήτης (Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου και Λασιθίου).

Στρατοδικείο Ξάνθης, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Καβάλας, Δράμας, Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου.

Στρατοδικείο – Αεροδικείο – Ναυτοδικείο Ιωαννίνων, στο οποίο υπάγονται οι νομοί: Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας, Πρεβέζης, Άρτας, Κέρκυρας, Λευκάδας και Αιτωλοακαρνανίας.

Τα Στρατοδικεία, με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, μπορεί να χωρίζονται σε τμήματα (άρθρο 168 παρ. 3 ΣΠΚ) και σύμφωνα με συνταγματική επιταγή στη σύνθεσή τους συμμετέχουν κατά πλειοψηφία στρατιωτικοί δικαστές, δηλαδή μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και στρατοδίκες, δηλαδή αξιωματικοί των τριών κλάδων των Ένοπλων Δυνάμεων της χώρας. Τα στρατοδικεία δικάζουν σε τριμελή και πενταμελή σύνθεση, στην πρώτη δε περίπτωση, συμμετέχουν στη σύνθεση του δικαστηρίου τουλάχιστον δύο στρατιωτικοί δικαστές ενώ στην πενταμελή, τουλάχιστον τρεις.

Οι στρατιωτικοί δικαστές ορίζονται για κάθε δικάσιμο από τον Πρόεδρο του Στρατοδικείου, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης δηλαδή οι Αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίοι ονομάζονται όπως προαναφέρεται στρατοδίκες, επιλέγονται με κλήρωση που γίνεται το δεύτερο δεκαήμερο κάθε μήνα για τις δικασίμους του επόμενου μήνα. (άρθρο 172 ΣΠΚ)[7].

Τα καθήκοντα των Εισαγγελέων και των Ανακριτών των στρατιωτικών δικαστηρίων ορίζεται πως είναι ακριβώς τα ίδια με τα καθήκοντα των αντίστοιχων δικαστικών λειτουργών της τακτικής ποινικής δικαιοσύνης. Άλλωστε, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 175 ΣΠΚ, οι Εισαγγελείς, Αντεισαγγελείς και Ανακριτές των στρατιωτικών Δικαστηρίων εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τις διατάξεις του ΣΠΚ και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι μοναδική ιδιορρυθμία της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η οποία λειτουργεί θετικά για την εξειδίκευση των λειτουργών της και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνακόλουθα, αποτελεί το γεγονός της μη υπάρξεως ξεχωριστού στρατιωτικού εισαγγελικού κλάδου στον οποίο υπηρετούν αποκλειστικά οι στρατιωτικοί εισαγγελείς, καθώς όλα τα μέλη του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων εναλλάσσονται στα καθήκοντα δικαστή, ανακριτή ή εισαγγελέα, με αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος. Ο βαθμός του προέδρου και των στρατοδικών που μετέχουν στη σύνθεση των πρωτοβάθμιων στρατιωτικών δικαστηρίων, μεταβάλλεται ανάλογα με το βαθμό του κατηγορουμένου (άρθρο 178 ΣΠΚ), ενώ ο βαθμός των στρατιωτικών δικαστών που μετέχουν ως μέλη στη σύνθεση του δικαστηρίου δεν εξαρτάται από το βαθμό του κατηγορουμένου. Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις μεταβολές αυτές:

Κατηγορούμενος Πρόεδρος Στρατοδίκες

1. Στρατιώτης μέχρι Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον και Υπολοχαγός Α΄ ή Β΄ Λοχαγοί

2. Λοχαγός Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον Α΄ ή Β΄ Ταγματάρχες

3. Ταγματάρχης Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον Α΄ ή Β΄ Αντισυνταγματάρχες

4. Αντισυνταγματάρχης Στρατιωτικός Δικαστής Τουλάχιστον Α΄ Συνταγματάρχες

5. Συνταγματάρχης Μέλος Αναθεωρητικού Τουλάχιστον Δικαστηρίου Ταξίαρχοι

6. Ταξίαρχος Μέλος Αναθεωρητικού Τουλάχιστον Δικαστηρίου Ταξίαρχοι αρχαιότεροι του κατηγορουμένου

7. Υποστράτηγος Αναθεωρητής Β΄ Τουλάχιστον Υποστράτηγοι αρχαιότεροι του κατηγορουμένου

8. Αντιστράτηγος Ο Πρόεδρος του Τουλάχιστον Αναθεωρητικού Αντιστράτηγοι Δικαστηρίου αρχαιότεροι του κατηγορουμένου

9. Στρατηγός Αντιπρόεδρος του Στρατηγοί Αρείου Πάγου ή αρχαιότεροι του Αρεοπαγίτης οριζόμενος κατηγορουμένου από την Ολομέλεια του Α.Π.

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του δικονομικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα περιλαμβάνονται οι διατάξεις για τη δικαιοδοσία των στρατιωτικών Δικαστηρίων. Βασικός κανόνας είναι ότι σε αυτά υπάγονται μόνο όσοι έχουν την ιδιότητα του στρατιωτικού κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης καθώς και οι αιχμάλωτοι πολέμου (άρθρο 193 παρ. 1 ΣΠΚ). Ορισμένες, βέβαια, διατάξεις του ουσιαστικού μέρους του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα έχουν ως υποκείμενα των εγκλημάτων και ιδιώτες. Αυτό, όμως, δεν δημιουργεί πρόβλημα, καθώς οι παραβάτες των ποινικών αυτών διατάξεων ιδιώτες δωσιδικούν στα αρμόδια γι’ αυτούς κοινά ποινικά Δικαστήρια. Ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου, εφόσον έχει επιληφθεί μίας τέτοιας περιπτώσεως, θα πρέπει να παραπέμψει την συγκεκριμένη υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Προβλέπεται επίσης (άρθρο 193 παρ.2 ΣΠΚ) ότι οι στρατιωτικοί δεν υπάγονται στα στρατιωτικά, αλλά στα κοινά ποινικά δικαστήρια για:

α. μη στρατιωτικά εγκλήματα που διαπράττουν κατά τη διάρκεια της αδείας, αργίας ή διαθεσιμότητας, όταν αυτές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες ή κατά τη διάρκεια της λιποταξίας τους

β. πλημμελήματα και πταίσματα που διαπράττουν στο ακροατήριο οποιουδήποτε κοινού ποινικού δικαστηρίου, αν αυτά δικαστούν αμέσως σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ

γ. παραβάσεις των νόμων για τη διεξαγωγή των δημοσίων εκλογών ή δημοψηφίσματος

δ. τα εγκλήματα της ναυταπάτης, πειρατείας και μονομαχίας καθώς και τα εγκλήματα που τελούνται κατά τη διάρκεια μονομαχίας

ε. παραβάσεις του τελωνειακού και δασικού κώδικα και των νόμων περί θήρας και αλιείας στ. παραβάσεις των φορολογικών νόμων και του αγορανομικού κώδικα, με εξαίρεση τις πράξεις του άρθρου 154 του ΣΠΚ

ζ. κακουργήματα και πλημμελήματα που με ειδικούς νόμους υπάγονται στα εφετεία και

η. εγκλήματα που διαπράττουν σε βάρος οργάνων της Ελληνικής Αστυνομίας, όταν τα όργανα αυτά εκτελούν τα καθήκοντά τους ή για λόγους που έχουν σχέση με αυτά.

Στο Τρίτο Κεφάλαιο, ρυθμίζεται η διαδικασία που ακολουθείται στο στάδιο της προδικασίας. Ορίζεται, λοιπόν, ότι ο Εισαγγελέας του Στρατοδικείου ασκεί την ποινική δίωξη και μπορεί να παραγγείλει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως που θα διεξαχθούν από Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων ή τους ανακριτικούς υπαλλήλους των άρθρων 33 και 34 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρέχεται, όμως, και η δυνατότητα στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας να διατάξει προανάκριση για οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη (άρθρα 200 και 201 ΣΠΚ).

Το Τέταρτο Κεφάλαιο, αναφέρεται στα ένδικα μέσα, ορίζοντας αυτά που επιτρέπονται κατά των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων και κατά των βουλευμάτων των δικαστικών συμβουλίων αυτών, καθώς και τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται στην άσκηση των ενδίκων μέσων (άρθρα 203-212 ΣΠΚ).

Στο Πέμπτο Κεφάλαιο, ορίζεται ότι οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται πλήρως και στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων (άρθρο 213 ΣΠΚ) και καθορίζεται η αντιστοιχία των όρων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (άρθρο 214 ΣΠΚ). Προβλέπεται, επίσης, ότι είναι υποχρεωτικός ο διορισμός Δικηγόρου ως συνηγόρου υπερασπίσεως στα στρατιωτικά κακουργήματα, εκτός, βέβαια, εάν ο κατηγορούμενος δηλώσει ότι θα υπερασπιστεί ο ίδιος τον εαυτό του (άρθρο 215 ΣΠΚ). Με δεδομένο ότι στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων εφαρμόζονται, για όσα θέματα δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση, οι αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, κρίθηκε περιττό να περιληφθούν στο δικονομικό μέρος του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα ειδικές διατάξεις για την πολιτική αγωγή και την αιτιολόγηση των αποφάσεων των στρατιωτικών δικαστηρίων.

Στο Έκτο και στο Έβδομο Κεφάλαιο, προβλέπονται ειδικές δικονομικές διατάξεις που διαφοροποιούν τη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο.

Ορίζεται ότι ως έδρα Στρατοδικείου μπορεί να οριστεί η έδρα Σώματος Στρατού ή Μεραρχίας ή Μονάδος που ενεργεί μεμονωμένα ή ανεξάρτητα, αλλά, ακόμη, και η έδρα Στόλου ή Μοίρας ή Ναυτικής Διοίκησης ή Αεροπορικής Διοίκησης, Βάσης, ή Πτέρυγας (άρθρο 217 ΣΠΚ). Ρυθμίζεται, επίσης, ποιοι τοποθετούνται στα στρατιωτικά Δικαστήρια σε πολεμική περίοδο ως Πρόεδροι, Στρατιωτικοί Δικαστές, Εισαγγελείς, Αντεισαγγελείς και Ανακριτές των στρατιωτικών δικαστηρίων και ότι τα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο δικάζουν πάντοτε με πενταμελή σύνθεση (άρθρα 218 και 219 ΣΠΚ). Ορίζεται ακόμη, η αρμοδιότητα των Στρατοδικείων σε πολεμική περίοδο (άρθρο 221 ΣΠΚ), καθώς και ότι με διαταγή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μπορεί να υπαχθούν στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο στρατιωτικές μονάδες ή τμήματα ή σχηματισμοί ή υπηρεσίες του ίδιου κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων που δεν υπάγονται σε αυτά, αλλά βρίσκονται στο χώρο επιχειρησιακής ευθύνης της μονάδας όπου λειτουργεί το στρατιωτικό δικαστήριο (άρθρο 222 ΣΠΚ). Οι διαφοροποιήσεις στη διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων σε πολεμική περίοδο είναι περιορισμένες, ώστε αφενός μεν να ανταποκρίνονται αυτά καλύτερα στις ανάγκες της πολεμικής περιόδου, χωρίς όμως να παραβλάπτονται αφετέρου, τα στοιχειώδη δικαιώματα των κατηγορουμένων στρατιωτικών.

Γενικά, οι ιδιαίτερες αυτές ρυθμίσεις αποσκοπούν να κατοχυρώσουν τις βασικές εγγυήσεις του κατηγορουμένου και από την άλλη, επιδιώκουν την ταχύτερη απονομή της Δικαιοσύνης σε πολεμική περίοδο. Προβλέπεται, για παράδειγμα, ότι εφόσον προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις σε βάρος του κατηγορουμένου, η κύρια ανάκριση μπορεί να περατωθεί με απευθείας κλήση αυτού στο ακροατήριο, εάν συμφωνεί και ο Ανακριτής και ότι κατά της απευθείας αυτής κλήσεως δεν χωρεί προσφυγή (άρθρο 223 ΣΠΚ). Ορίζεται επίσης, ότι οι διατάξεις που ρυθμίζουν την πολιτική αγωγή δεν έχουν εφαρμογή στα στρατιωτικά δικαστήρια σε πολεμική περίοδο (άρθρο 225 ΣΠΚ) και ότι κατά των βουλευμάτων δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων (άρθρο 227 παρ. 1 ΣΠΚ). Με προεδρικό διάταγμα, ακόμη, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μπορεί σε πολεμική περίοδο να απαγορευθεί ή με περιοριστεί η άσκηση ενδίκων μέσων και κατά αποφάσεων, εκτός, βέβαια, εάν επιβάλλεται η ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 227 παρ. 2 ΣΠΚ). Σε κάθε περίπτωση, δικαιούται και σε πολεμική περίοδο να παρίσταται ο κατηγορούμενος με Δικηγόρο ως συνήγορο υπερασπίσεως, μπορεί όμως, να ορίσει ως συνήγορό του ακόμη και συγγενή ή φίλο. Προβλέπεται, τέλος, ότι εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει ορίσει συνήγορο, ο Πρόεδρος του στρατιωτικού δικαστηρίου διορίζει υποχρεωτικά ως συνήγορο υπερασπίσεως Δικηγόρο ή εάν δεν υπάρχει Δικηγόρος, στρατιωτικό, κατά προτίμηση Δικηγόρο ή πτυχιούχο Νομικής (άρθρο 226 ΣΠΚ).

Τέλος, στο Τρίτο Βιβλίο του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται οι Μεταβατικές Διατάξεις του Κώδικα (άρθρα 229-232 ΣΠΚ) οι οποίες ορίζουν ότι ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας αρχίζει να ισχύει έξι μήνες μετά από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ότι από την ημέρα που αρχίζει να ισχύει ο Κώδικας αυτός καταργούνται ο ΑΝ 2803/1941 «Περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος» και ο ΑΝ 2840/1941 «Περί Εισαγωγικού Νόμου του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος», καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του Κώδικα αυτού ή αφορά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν και, ακόμη, ότι από την ημερομηνία που αρχίζει να ισχύει ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας οι παραπομπές σε άρθρα του προηγούμενου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα που καταργήθηκε, θεωρείται ότι γίνονται στις αντίστοιχες διατάξεις του νέου Κώδικα.

***

[1] Για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των οποίων βλ. ΠΔ 21/2002 (ΦΕΚ Α΄ 12/25.1.2002) «Κανονισμός Οργανώσεως και Λειτουργίας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων και του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου».[2] Για το νομικό status των οποίων βλ. Ν 2304/1995 (ΦΕΚ Α΄ 83, 11.5.1995) «Κύρωση του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων». [3] Το ποιοι θεωρούνται στρατιωτικοί ορίζεται στο άρθρο 5 ΣΠΚ [Έννοια των όρων του Κώδικα]. Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων θα πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαιοδοτικό σύστημα διαπλάθεται, όπως συνέβαινε βέβαια και στον προγενέστερο ΣΠΚ (βλ. Νικόπουλου Α., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, ο.π. σελ. 18), με βάση το υποκειμενικό κριτήριο (κριτήριο του υποκειμένου της πράξεως, του δράστη και των ιδιοτήτων του) και όχι το αντικειμενικό (κριτήριο της πράξεως). Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει με την ποινική δικαιοδοσία επί των ανηλίκων, βλ. άρθρο 113 ΚΠΔ [Δικαστήριο Ανηλίκων], καθώς και με τα ιδιάζουσας δικαιοδοσίας πρόσωπα, βλ. παρ. 7 άρθρου 111 ΚΠΔ [Δικαστήριο Εφετών], παρ. 2 άρθρου 112 ΚΠΔ [Τριμελές πλημμελειοδικείο]. [4] Η περίπτωση τέλεσης εγκλημάτων που τυποποιούνται εντός του ΣΠΚ από πρόσωπα που δεν έχουν τη στρατιωτική ιδιότητα, δεν είναι άγνωστη στα πλαίσια των διατάξεων του Κώδικα. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, στα εγκλήματα της βλάβης ηλεκτρονικών και άλλων μέσων πληροφοριών (άρθρο 20 ΣΠΚ), της υπόθαλψης (άρθρο 41 ΣΠΚ), των παραβάσεων ως προς τα φώτα (άρθρο 83 ΣΠΚ), της απόκρυψης αιχμαλώτου (άρθρο 93 ΣΠΚ), της πρόκλησης πανικού ή αταξίας (άρθρο 95 ΣΠΚ), της εγκατάλειψης πλοίου ή τόπου ναυαγίου χωρίς διαταγή (άρθρο 98 ΣΠΚ), των πράξεων της εγκατάλειψης ή παραπλάνησης πλοίου από πλοηγό και της πλοηγίας σε εχθρικό πλοίο (άρθρα 107, 108 και 109 ΣΠΚ), της απώλειας πλοίου νηοπομπής (άρθρο 110 ΣΠΚ), του αποχωρισμού από συνοδεία (άρθρο 111 ΣΠΚ), της ανυπακοής πλοιάρχου ή κυβερνήτη (άρθρο 113 ΣΠΚ) και πολλών ακόμη εγκλημάτων, υποκείμενο των οποίων μπορεί να είναι και πρόσωπο που δεν φέρει τη στρατιωτική ιδιότητα. [5] Βλ. σχετ., ΥΑ (Εθνικής Άμυνας) Δ.454.2/298093/Σχ.739/31.8.1995 «Χωρισμός του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου σε Τμήματα» (ΦΕΚ Β΄ 777/11.9.1995), με την οποία το Αναθεωρητικό Δικαστήριο χωρίστηκε σε δύο Τμήματα Α΄ και Β΄. Με το ΠΔ 420/1995 (ΦΕΚ Α΄ 242/22.11.1995) ορίστηκε πως το Β΄ Τμήμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να συνεδριάζει και με τόπο συνεδριάσεως τη Θεσσαλονίκη και με το ΠΔ 340/1997 (ΦΕΚ Α΄ 232/21.11.1997) ορίστηκε πως το Β΄ Τμήμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μπορεί να συνεδριάζει εκτός από τη Θεσσαλονίκη και στη Ξάνθη. [6] Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του ΠΔ 282/2001 «Καθορισμός της κατά τόπο αρμοδιότητας των Στρατιωτικών Δικαστηρίων (Στρατοδικείων, Ναυτοδικείων & Αεροδικείων)» (ΦΕΚ Α΄ 197/5.9.2001).[7] Βλ. σχετ., ΥΑ (Εθνικής Άμυνας) Φ.454.1/297561/9-8-1995 «Σύνταξη Πίνακα Αξιωματικών και διαδικασία κληρώσεως αυτών ως στρατοδικών» (ΦΕΚ Β΄ 707/10.8.1995) και ΠΔ 454/1995 (ΦΕΚ Α΄ 268/29.12.1995) «Καθορισμός τρόπου κληρώσεως των αξιωματικών ως στρατοδικών».

Διάρθρωση της ύλης του Ουσιαστικού Μέρους του ΣΠΚ

Α. Το Γενικό Μέρος των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ

Στο Πρώτο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ περιλαμβάνονται οι «Γενικοί Ορισμοί» του Κώδικα (άρθρα 1 έως 6). Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 δίνεται η έννοια του στρατιωτικού εγκλήματος και στη συ­νέχεια καθορίζονται τα τοπικά όρια ισχύος του ΣΠΚ (άρθρο 2). Επίσης προβλέπεται η επί των στρατιωτικών εγκλημάτων ισχύς των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 3) και η μη επιρροή του φόβου στον καταλογισμό της πράξης, εάν το στρατιωτικό καθήκον απαιτεί από το δράστη του στρατιωτικού εγκλήματος να εκτεθεί σε προσωπικό κίνδυνο (άρθρο 4). Η έννοια των όρων του Κώδικα δίνεται στο άρθρο 5 ΣΠΚ, στο οποίο και έγινε προσπάθεια να περιληφθούν οι όροι που χρησιμοποιούνται και στους τρεις κλά­δους των ενόπλων δυνάμεων, προκειμένου να αποφευχθούν στη διατύπωση των διατάξεων του Κώδικα οι συχνές επαναλήψεις και αναφορές σε αυτούς.

Γενικές διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 6 του ΣΠΚ, το οποίο καθορίζει το πότε ο στρατιωτικός θεωρείται ότι βρίσκεται ενώπιον του εχθρού (παρ. 1), ενώ στη συνέχεια ορίζεται ότι ως πολε­μική περίοδος θεωρείται και η ένοπλη στάση, η κατάσταση πολιορκίας καθώς και η γενική επιστράτευση (παρ. 2). Τέλος, στο άρθρο αυτό εισάγεται η έννοια της παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης, σαν τέτοια δε, θεωρείται η γενική επιστράτευση που διήρκεσε περισσότερο από έξι μήνες από την ημερομηνία κήρυξής της. Στην περίπτωση με­ρικής ή παρατεταμένης γενικής επιστράτευσης καθορίζεται ότι ισχύουν οι διατάξεις που εφαρμόζονται σε ειρηνική περίοδο, αν ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (παρ. 3) κι αυτό βέβαια έχει άμεση επιρροή στο είδος και τα όρια των προβλεπόμενων για τα στρατιωτικά εγκλήματα ποινών.

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Γενικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ (άρθρα 7 έως 14), περιλαμβάνονται οι σχετικές με τις προβλεπόμενες ποινές διατάξεις. Οι ποινές που προβλέπονται για τα στρατιωτικά εγκλήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τις κύριες και τις παρεπόμενες. Κύριες ποινές είναι η κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη και η φυλάκιση.[1] Παρεπόμενες ποινές, εκτός από αυτές που προβλέπονται από διατάξεις του κοινού Ποινικού Κώδικα, είναι η καθαίρεση και η έκπτωση (άρθρο 7). Σε σχέση με την ποινή του θανάτου, το άρθρο 8 ΣΠΚ -πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 2 περ. β΄ Ν 3289/2004- όριζε ότι σε όσες περιπτώσεις ο νόμος την προβλέπει διαζευκτικά με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, το δικαστήριο για την επιβολή της πρώτης θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη και τον ενδεχόμενο κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας ή τη μαχητική ικανότητα του στρατού. Καινο­τομία αποτέλεσε η καθιέρωση της δυνατότητας μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβάλλεται για στρατιωτικά εγκλήματα σε χρηματική (άρθρο 11). Η μετατροπή της ποινής που επιβάλλεται για στρατιωτικό έγκλημα γίνεται σύμ­φωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα (άρθρο 82 ΠΚ). Η εισαγωγή του θεσμού της μετατροπής κρίθηκε απαραίτητη για να απο­φεύγονται οι δυσμενείς συνέπειες της φυλάκισης σε άτομα για τα οποία δεν κρίνεται αυτή αναγκαία.[2]

Β. Το Ειδικό Μέρος των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ

Στο Ειδικό Μέρος των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, οι αξιόποινες πράξεις που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση των στρατιωτικών εγκλημάτων «ομαδοποιήθηκαν» και εντά­χθηκαν σε οκτώ κεφάλαια, για την εξυπηρέτηση κατά βάσιν ταξινομητικών περισσότερο αναγκών. Κατά τη διαδικασία ταξινόμησης των στρατιωτικών εγκλημάτων, φαίνεται πως καταβλήθηκε προσπά­θεια να συγκεντρωθούν σε ομάδες τα επιμέρους εγκλήματα που ανήκουν σε αυτές, προκειμένου να αποτελέσουν ξεχωριστά κεφάλαια με δικό τους τίτλο και στη συνέχεια τα διάφορα κεφάλαια έγινε προσπάθεια να ταξινομηθούν κατά «ιεραρχική» σειρά, έτσι ώστε να προταχθούν τα κεφάλαια τα οποία περιλαμβάνουν τα εγκλήματα που στρέ­φονται κατά της συντακτικά διαρθρωμένης πολιτείας, από την πλευρά της εσωτερικής τάξης ή της εξωτερικής ασφάλειας και να ακολουθήσουν αυτά που στρέφονται κατά της στρατιωτικής υποχρέωσης, της πειθαρχίας, της τάξης, του στρατιωτικού καθήκοντος, των εγγράφων και της περιουσίας. Τέλος, ως ξεχωριστό κεφάλαιο τοποθετήθηκε η ομάδα των εγκλημάτων που σχετίζονται με τους αιχμαλώτους και τους αμάχους.

Στο Πρώτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα άρ­θρα 15 έως 31 με τίτλο «Προσβολές κατά της ακεραιότητας της χώρας». Πρόκειται για τα εγκλήματα της προδοσίας (άρθρο 15 ΣΠΚ), της παράδοσης θέσης (άρθρο 16 ΣΠΚ), της συνθηκολόγησης σε μη οχυρωμένη θέση (άρθρο 17 ΣΠΚ), της απιστίας Έλληνα στρατιωτικού (άρθρο 18 ΣΠΚ). Το έγκλημα της βλάβης συγκοινωνιών (άρθρο 19 ΣΠΚ), δια­τυπώθηκε με μεγαλύτερη πληρότητα και σαφήνεια από το αντίστοιχο άρθρο 31 του προγενέστερου ΣΠΚ ως προς την αντικειμενική του υπόσταση, τιμωρούμενο πλέον και ως πλημμέλημα, όταν τελείται από αμέλεια.

Η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας δεν άφησε αδιάφορους τους συντάκτες του Κώδικα και για το λόγο αυτό προχώρησαν στη διατύπωση διάταξης για την προστασία των εγκαταστάσεων που είναι προορισμένες για τη συλλογή, αποθήκευση, επεξεργασία ή μετάδοση πληροφοριών χρήσιμων για την πο­λεμική προετοιμασία της χώρας («Βλάβη ηλεκτρονικών και άλλων μέσων πληροφοριών», άρθρο 20 ΣΠΚ). Η θέσπιση διάταξης με ανάλογες ποινές, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου αυτού, αποτέλεσε προσπάθεια ουσιαστικής προστασίας της λειτουργίας μηχανικών, ηλεκτρονικών ή οποιωνδήποτε άλλων εγκαταστάσεων που είναι προορισμένες να συλλέγουν, αποθηκεύουν, επεξεργάζονται ή μεταδίδουν πληροφορίες χρήσιμες για την πολεμική ικανότητα της χώρας, προβλέφθηκε μάλιστα και η τέλεση της πράξης από αμέλεια, τιμωρούμενη στην περίπτωση αυτή σε βαθμό πλημμελήματος.

Στο άρθρο 21 ΣΠΚ (βλάβη στρατιωτικών πραγμάτων) προβλέφθηκε η ποινή της καθείρξεως για τον στρατιωτικό ο οποίος σε πολεμική περίοδο αλλοιώνει ή με οποιονδήποτε τρόπο καθιστά ανέφικτη ή δυσχεραίνει τη χρήση πολεμικών μέσων, προμηθειών και κάθε είδους εγκαταστάσεων (άλλων από αυτές που προβλέπονται στα άρθρα 19 και 20 ΣΠΚ), θέτοντας με τον τρόπο αυτό σε κίνδυνο τη μαχητική ικανότητα του στρατεύματος. Τέλος, στα άρθρα 22 έως και 31 ΣΠΚ, τυποποιήθηκαν ως στρατιωτικά εγκλήματα οι διάφορες πράξεις κατασκοπείας.[3]

Στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα «Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής υποχρέωσης» (άρθρα 32 έως και 45 ΣΠΚ), δηλαδή τα εγκλήματα της ανυποταξίας, λιποταξίας, ομαδικής λιποταξίας, λιποταξίας στο εξωτερικό, αυτομολίας, υπόθαλψης, πρόκλησης και προσποίησης ανικανότητας και αποφυγής της στρατιωτικής υπηρεσίας. Κρίθηκε επιβεβλημένη, ιδιαίτερα λόγω της σημασίας που αποδίδεται στην προστασία θεσμών οι οποίοι εξασφαλίζουν τη στρατιωτική προπαρασκευή της χώρας, η θέσπιση πρόβλεψης ποινής για την πράξη της ανυποταξίας ακόμη και όταν τελείται σε ειρηνική περίοδο, οπότε στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 32 στοιχ. α΄ ΣΠΚ, προβλέπεται πλέον και τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος.[4] Στο έγκλημα της λιποταξίας, καταργήθηκε η διάκριση που γινόταν για τους αξιωματικούς σε ειρηνική περίοδο και έτσι το έγκλημα της «παρά­νομης απουσίας αξιωματικού» (βλ. άρθρο 48 προγενέστερου ΣΠΚ), χαρακτηρίστηκε πλέον επίσης ως λιποταξία, όπως ακριβώς ισχύει και για τους οπλίτες, αφού η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος είναι η ίδια.

Περαιτέρω, σε αντίθεση με το προγενέστερο νομικό καθεστώς, θεσμο­θετήθηκε η έμπρακτη μετάνοια του λιποτάκτη στο εσωτερικό της χώρας, ως δυνητικός λόγος δικαστικής άφεσης της ποινής, αλλά μόνο σε ειρηνική πε­ρίοδο και μόνο για οπλίτη -και όχι αξιωματικό- που λιποτακτεί, όταν αυτός επανέρχεται αυθόρμητα μέσα σε δέκα ημέρες από τη συ­μπλήρωση της προθεσμίας που κάθε φορά προβλέπεται.[5] Στην περίπτωση αυτή μπορεί το δικα­στήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Στο άρθρο 41, που αναφέρεται στην υπόθαλψη λιποτάκτη ή ανυπότακτου ορίζεται, σε αντιστοιχία προς τις ανάλογες διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, ότι ο δράστης, σε ειρηνική περίοδο, μένει ατιμώρητος, αν ο λιποτάκτης ή ανυπότακτος είναι οικείος του.Το Τρίτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής πειθαρχίας» (άρθρα 46 έως 63). Στην ομάδα των εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο έγκλημα της στάσης, που τυποποιείται στο άρθρο 46 και στο έγκλημα της ανυπα­κοής, που τυποποιείται στο άρθρο 53 του ΣΠΚ. Συγκεκριμένα, στο άρ­θρο 46 καθορίζεται ότι οι στρατιωτικοί, υπό τις αναφερόμενες σε αυτό προϋ­ποθέσεις, βρίσκονται σε κατάσταση στάσης, όταν αρνούνται να υπα­κούσουν όχι μόνο στους στρατιωτικούς προϊσταμένους τους, αλλά και στα πρόσωπα που κατά το άρθρο 26 παρ. 2 του Συντάγματος ασκούν την εκτε­λεστική εξουσία ή όταν με οποιονδήποτε τρόπο καθιστούν αδύνατο σε αυ­τούς να τους απευθύνουν μία τέτοια πρόσκληση.

Περαιτέρω, καθιερώθηκε ως αξιόποινη και η προπαρασκευή του εγκλήμα­τος της στάσης (ένωση για στάση, άρθρο 48 ΣΠΚ), ενώ αντίθετα, παρά τη πρόβλεψη του εγκλήματος της ομαδικής απείθειας (άρθρο 47 ΣΠΚ), δεν τυποποιήθηκε ως αξιόποινη πράξη και η ένωση για ομαδική απείθεια, όπως συνέβαινε στο άρθρο 65 του προγενέστερου ΣΠΚ (Α.Ν. 2803/41).Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 53 ΣΠΚ, προβλέπει πως ο στρατιωτικός ο οποίος λαμβάνει προσταγή από τον αρχηγό του να εκτελέσει οποιαδήποτε υπηρεσία και αρνείται να υπακούσει ή παραλείπει την εκτέλεσή της, τιμωρείται σε ειρηνική περίοδο με φυλάκιση, ενώ σε πολεμική περίοδο με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη και αν η πράξη τελέσθηκε ενώπιον του εχθρού με θάνατο ή ισόβια κάθειρξη. Στο άρθρο αυτό, υπάρχει δεύτερη παράγραφος η οποία σαφώς ορίζει ότι δεν είναι άδικη η πράξη της ανυπακοής, αν η προσταγή ή η υπηρεσία είναι προδήλως παράνομες. Το πραγματικό της αξιόποινης αυτής συμπεριφοράς σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ΣΠΚ, έγκειται στην άρνηση (ρητά) υπακοής σε διαταγή αρχηγού για εκτέλεση υπηρεσίας, καθώς και στην παράλειψη (σιωπηρά) εκτελέσεως της υπηρεσίας η οποία νομίμως διατάχθηκε. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι ως «αρχηγός» νοείται κάθε στρατιωτικός που αναλαμβάνει νόμιμα τη διοίκηση οποιουδήποτε τμήματος του στρατού, πρόκειται δηλαδή για τον ιεραρχικά προϊστάμενο, ο οποίος σε συγκεκριμένη περίπτωση είναι λειτουργικά αρμόδιος να ενεργοποιήσει υποχρέωση υφισταμένου του για εκτέλεση υπηρεσίας, ανεξαρτήτως του βαθμού τον οποίο φέρει.[6]

Οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να πληρούνται για τη συγκρότηση του εγκλήματος είναι οι ακόλουθες: Πρώτον, ύπαρξη σχέσης υπηρεσιακής εξαρτήσεως, δηλαδή σχέση προϊσταμένου προς υφιστάμενο μεταξύ διατάσσοντος και διατασσομένου. Δεύτερον, ύπαρξη διαταγής του πρώτου προς το δεύτερο, αποβλέπουσα στην εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, η οποία προβλέπεται από τους στρατιωτικούς νόμους και κανονισμούς, (υπηρεσία την οποία είναι νομικά υποχρεωμένος ο διατασσόμενος να εκτελέσει και την οποία νομιμοποιείται να διατάξει ο προϊστάμενος) και τρίτον, από πρόθεση αποποίηση, ρητή ή σιωπηρή, εκτελέσεως της υπηρεσίας από τον υφιστάμενο στρατιωτικό.[7] Κεντρικό στοιχείο για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, αποτελεί η έννοια της «υπηρεσίας». Η υπηρεσία αποτελεί έργο αναγόμενο άμεσα στο μαχητικό προορισμό του στρατιωτικού και κατά το λόγο αυτό, η ανυπακοή θεωρείται πως δεν είναι τίποτε άλλο από την πρόσκαιρη «λειτουργική αυτοαχρήστευση» του στρατιωτικού, όχι όμως γενικά, αλλά ενόψει -και κατά το χρόνο- εξατομικεύσεως ενός συγκεκριμένου υπηρεσιακού προορισμού, που απορρέει ακριβώς από τη μαχητική αποστολή του ως στρατιωτικού.[8] Με άλλα λόγια, ως υπηρεσία θα πρέπει να νοηθεί όχι οποιαδήποτε ενέργεια που ενδεχομένως διατάχθηκε, αλλά μόνο εκείνη η οποία αναφέρεται στα στρατιωτικά καθήκοντα που προσιδιάζουν στο προαναφερόμενο πλαίσιο του λειτουργικού προορισμού του στρατού ως τμήματος της κρατικής μηχανής. Εάν συνακόλουθα, η δοθείσα διαταγή δεν έχει καμία σχέση με την υπηρεσία, όπως αυτή παραπάνω προσδιορίζεται, τότε ο διαταχθείς δεν έχει υποχρέωση να υπακούσει, αφού τέτοια υποχρέωσή του υπάρχει μόνο όταν αυτός διατάσσεται για εκτέλεση νόμιμης υπηρεσίας.[9]

Σε περίπτωση λοιπόν τελείως άσχετης με την υπηρεσία διαταγής, και με την παρατήρηση αυτή κλείνουμε τη σύντομη αυτή εξέταση του άρθρου 53 ΣΠΚ, η άρνηση του διατασσομένου να υπακούσει όχι μόνο δε συγκροτεί το έγκλημα της ανυπακοής, αλλά δεν αποτελεί ούτε πειθαρχικό αδίκημα.[10] Νέα ρύθμιση στον Κώδικα αποτελεί η διάταξη του άρθρου 56 ΣΠΚ, η οποία τυποποιεί ως έγκλημα την πράξη της παράβασης στρατιωτικής εντολής, όταν αυτή τελείται και από αμέλεια, ως έγκλημα μάλιστα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, απαιτώντας την πρόκληση σοβαρού κιν­δύνου για την ασφάλεια της χώρας, τη μαχητική ικανότητα του στρατού, ή ακόμα, τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα στρατιωτικών.Τα εγκλήματα της βιαιοπραγίας κατά ανωτέρου ή κατωτέρου, τα οποία προβλέπονταν στα άρθρα 76 και 112 του προγενέστερου ΣΠΚ, ενοποιήθηκαν στο άρθρο 59 του Κώδικα, αφού με την αξιόποινη αυτή συμπεριφορά προσβάλλεται το έννομο αγαθό της στρατιωτικής υπηρεσίας, ανεξάρτητα από την ιεραρχική θέση του προσβαλλομένου, ως ανώτερου ή κατώτερου του δράστη. Για τους ίδιους λόγους, αλλά και για λόγους ίσης μεταχείρισης, ενοποιήθηκε στο άρθρο 60 του Κώδικα και το έγκλημα της εξύβρισης ανωτέρου με αυτό της εξύβρισης κατωτέρου, καθώς ανήκουν στον ίδιο κύκλο εγκλημάτων. Πέρα από αυτό, στο έγκλημα της εξύβρισης ανωτέρου ή κατωτέρου, θεσμοθετήθηκε (στην παράγραφο 2 του άρθρου 60 ΣΠΚ) η απρόκλητη έμπρακτη εξύβριση, κατά τρόπον ανάλογο με τη διάταξη του άρθρου 361Α του ΠΚ, προκειμένου η στρατιωτική ποινική νομοθεσία να εναρμονισθεί πλήρως με την κοινή ποι­νική διάταξη.Ένας προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, για τις πράξεις που προβλέπονται στα άρθρα 59 παρ. 1 [Βιαιοπραγία κατά ανωτέρου ή κατωτέρου] και 60 παρ. 1 [Εξύβριση ανωτέρου ή κατωτέρου], θεσμοθετήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 61 ΣΠΚ [Λόγος μη επιβολής ποινής], σε περίπτωση βεβαιωμένης δικαιολογημένης αγανάκτησης του δράστη, εάν όμως αυτή ήταν απότοκη αμέσως προηγηθείσης συμπεριφοράς του παθόντος με χαρακτηριστικά ιδιαίτερης σκληρότητας ή βαναυσότητας. Η ρύθμιση αυτή του άρθρου 61 ΣΠΚ είναι παρόμοια με τη ρύθμιση που γίνεται στον κοινό Ποινικό Κώδικα σε σχέση με το αδίκημα της απλής σωματικής βλάβης (άρθρο 308 παρ. 3 ΠΚ).[11] Θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι υπό το κράτος ισχύος του προγενέστερου ΣΠΚ η πράξη της δυσφήμησης κατωτέρου (απλή ή συκοφαντική) αντιμετωπιζόταν μόνο από τις διατάξεις του ΠΚ (δεν αποτελούσε δηλαδή στρατιωτικό έγκλημα), σε αντίθεση με τη δυσφήμηση ανωτέρου (απλή ή συκοφαντική), η οποία προβλεπόταν ως στρατιωτικό έγκλημα. Για λόγους ίσης μεταχείρισης, προβλέπεται πλέον στον Κώδικα, σε ενιαίο άρθρο, το έγκλημα της απλής ή συκοφαντικής δυσφήμησης, είτε ανωτέρου είτε κατωτέρου του δράστη (άρθρο 62 ΣΠΚ): «Στρατιωτικός που δυσφημεί ανώτερο ή κατώτερό του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Αν η δυσφήμηση είναι συκοφαντική, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών».Το Τέταρτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά της στρατιωτικής τάξης» (άρθρα 64 έως 73).[12] Στην ομάδα εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στο έγκλημα των αθέμιτων διαταγών, που τυποποιείται στο άρθρο 72 ΣΠΚ και στο έγκλημα της υπέρβασης πειθαρχικής εξουσίας, που τυποποιείται στο άρθρο 73 ΣΠΚ.Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 72 ΣΠΚ, τιμωρείται ο στρατιωτικός ο οποίος με κατάχρηση της υπηρεσιακής του εξουσίας, απευθύνει σε υφιστάμενό του διαταγές ή διατυπώνει αξιώσεις άσχετες προς την υπηρεσία. Η αξιόποινη συμπεριφορά του εγκλήματος των αθέμιτων διαταγών, ως κεντρικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ΣΠΚ, έγκειται είτε στη διαβίβαση, προς υφιστάμενο στρατιωτικό, διαταγής άσχετης με την υπηρεσία με κατάχρηση της υπηρεσιακής εξουσίας εκ μέρους του διατάσσοντος προϊσταμένου, είτε στη διατύπωση αξίωσης άσχετης με την υπηρεσία με παρόμοια κατάχρηση εξουσίας. Ουσιαστικά με την διάταξη αυτή τυποποιείται σε έγκλημα η κατάχρηση του δικαιώματος υπηρεσιακής επιβολής εκ μέρους του προϊσταμένου στρατιωτικού προς υφιστάμενό του και, συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα σε περίπτωση κατά την οποία απευθύνει μεν ο δράστης μία άσχετη με την υπηρεσία διαταγή, ή διατυπώνει κάποια άσχετη με αυτήν αξίωση, προς άλλον στρατιωτικό, με τον οποίο όμως δεν συνδέεται με συγκεκριμένη σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης.[13] Υπηρεσιακή εξάρτηση θεωρείται ότι υπάρχει όταν ο δράστης συνδέεται με τον δέκτη της διαταγής ή αξίωσης με σχέση προϊσταμένου-υφισταμένου, όταν δηλαδή με βάση την υπηρεσιακή του θέση μπορεί να επηρεάσει ευνοϊκώς ή δυσμενώς την υπηρεσιακή κατάσταση του δέκτη. Κατάχρηση της υπηρεσιακής αυτής εξουσίας[14] υπάρχει όταν η θέση του δράστη ως προϊσταμένου χρησιμοποιείται από αυτόν για τη διαμόρφωση της βούλησης του υφισταμένου και περαιτέρω της διενέργειας από αυτόν πράξεων που δεν έχουν σχέση με την υπηρεσία. Αρνούμενος ο υφιστάμενος να εκτελέσει μια τέτοια, εντελώς άσχετη με την υπηρεσία, διαταγή ή να συμμορφωθεί σε τέτοιου είδους αξίωση, δεν τελεί ανυπακοή, καθόσον δεν υπάρχει κάν διαταγή σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 53 ΣΠΚ, όπου απαιτείται προσταγή για εκτέλεση νόμιμης υπηρεσίας. Το Πέμπτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά των στρατιωτικών καθηκόντων» (άρθρα 74 έως και 139). Στην ομάδα αυτή των εγκλημάτων έγινε προσπάθεια συνένωσης διατάξεων του προγενέστερου ΣΠΚ, των οποίων η α­ντικειμενική υπόσταση ήταν βασικά η ίδια και μόνο η ιδιότητα του υποκει­μένου του εγκλήματος άλλαζε εξαιτίας του όπλου και του κλάδου στον οποίο υπηρετούσε. Έτσι, συγχωνεύτηκαν τα «ναυτικά» και τα «αεροπορικά» εγκλήματα που είχαν προστεθεί στον προγενέστερο ΣΠΚ μετά την έναρξη της ισχύος του. Επιπλέον, όπου κρίθηκε αναγκαίο, στις διατάξεις οι οποίες διαμορφώθηκαν με αυτόν τον τρόπο περιλήφθηκαν και οι στρατιωτικοί του στρατού ξηράς, οι οποίοι εκτελούν παρόμοια καθήκοντα με αυτούς των δύο άλλων κλάδων των ενόπλων δυνάμεων. Η παράλειψη της άσκησης του αναγκαίου ελέγχου των υφισταμένων, ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, που έχει ως αποτέλεσμα την πρό­κληση κινδύνου για την ασφάλεια της χώρας ή τη μαχητική ικανότητα του στρατού, αποτέλεσε αντικείμενο μίας νέας διάταξης στο άρθρο 85 του Κώδικα, με σκοπό την ασφαλέστερη, αλλά και ενεργότερη καταπολέμηση της παράβασης του σημαντικού αυτού στρατιωτικού καθήκοντος εκ μέρους προϊσταμένων στρατιωτικών.[15] Στο Έκτο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα «Εγκλήματα κατά απορρήτων» (άρ­θρα 140 έως 146). Πρόκειται για τα παρακάτω εγκλήματα: Αποσφράγιση, υπεξαγωγή ή καταστροφή εγγράφων ή άλλων αντικειμένων (άρθρο 140 ΣΠΚ), απώλεια απορρήτων (άρθρο 141 ΣΠΚ), παράλειψη διασφάλισης απορρήτων (άρθρο 142 ΣΠΚ), μυστικές πληροφορίες στρατιωτικής σημασίας (άρθρο 143 ΣΠΚ), μετάδοση στρατιωτικών μυστικών (άρθρο 144 ΣΠΚ), ανακοίνωση στρατιωτικών πληροφοριών (άρθρο 145 ΣΠΚ) και υπεξαίρεση ή φθορά ναυτιλιακών εγγράφων (άρθρο 146 ΣΠΚ). Στα άρθρα αυτά, προς αποφυγή κάθε αμφισβήτησης, προβλέπεται ρητά ότι τα έγγραφα, τα βιβλία και άλλα αντικείμενα οποιασδήποτε στρατιωτικής ή διπλωματικής υπηρεσίας προστατεύονται, εφόσον έχει αναληφθεί νομίμως η φύλαξη ή η μεταφορά τους ή εφόσον έχουν χαρακτηριστεί νομίμως ως απόρρητα.Το Έβδομο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνει τα «Εγκλήματα κατά της περιουσίας» (άρθρα 147 έως και 155). Στα εγκλήματα της κλοπής και της υπεξαίρεσης στρατιωτικών πραγμάτων κ.λπ. του άρθρου 147 του Κώδικα, προστέθηκαν νέες διατάξεις οι οποίες προβλέπουν τη δυνατότητα να χα­ρακτηρίζονται στρατιωτικά πράγματα ως πράγματα μικρής στρατιωτικής σημασίας και ευτελούς αξίας, οπότε στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 377 παρ. 1 ΠΚ,[16] ή σε περίπτωση απόδοσής τους να εξαλείφεται το αξιόποινο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 379 ΠΚ, αντί να τιμωρείται ο υπαίτιος, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με την από­πειρα, όπως προέβλεπε η παρ. 4 του άρθρου 115 του προγενέστερου ΣΠΚ. Τα εγκλήματα αυτά δεν χάνουν, βέβαια, το χαρακτήρα τους ως στρατιωτικά εγκλήματα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, πως η παράγραφος 6 του άρθρου 115 του προγενέστερου ΣΠΚ (πλαστογραφία από στρατιωτικούς υπόλογους κατά τη στρατιωτική διαχείριση), αποτέλεσε πλέον στον Κώδικα ξεχωριστή διάταξη (άρθρο 148 ΣΠΚ), η οποία παραπέμπει για τον προσδιορισμό της προβλεπόμενης αξιόποινης συμπεριφοράς, στο περιεχόμενο των διατάξεων των άρθρων 216 (Πλαστογραφία) και 242 (Ψευδής βεβαίωση, νόθευση κ.λπ.) του ΠΚ. Στο Όγδοο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους των Ουσιαστικών Διατάξεων του ΣΠΚ, περιλαμβάνονται τα εγκλήματα που τελούνται από και κατά «αιχμαλώτων και αμάχων». Ελήφθη ιδιαίτερη πρόνοια –σύμφωνα τουλάχιστον με τα διαλαμβανόμενα στην Εισηγητική Έκθεση του ΣΠΚ– στην ομάδα αυτή των εγκλημάτων, ώστε η ρύθμιση και η πρόβλεψή τους να είναι σύμ­φωνες «με τη Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949, η οποία έχει επικυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν 348/1956». Φαίνεται πως το λάθος που γίνεται στην Έκθεση σε σχέση με τον κυρωτικό των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 νόμο, ο οποίος δεν είναι βέβαια ο «Ν 348/1956» αλλά ο Ν 3481/1956 (ΦΕΚ Α΄ 3 /5.1.1956), δεν είναι απλώς ζήτημα αβλεψίας. Οι διατάξεις περί αμάχων και αιχμαλώτων του ΣΠΚ είναι ελάχιστες, γεγονός που αποδεικνύει πως ελάχιστη θα πρέπει να ήταν και η ενασχόληση (ή ο προβληματισμός) σε σχέση με τις δυνατότητες, καθώς και την προοπτική, μίας ευρύτερης προσπάθειας ποινικοποίησης, εντός του πλαισίου του ΣΠΚ, των εγκλημάτων του τμήματος εκείνου του Διεθνούς Δικαίου που έχει πλέον παγιωθεί να ονομάζεται Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο των Ενόπλων Συγκρούσεων.

[1] Σύμφωνα με το άρθρο 7 ΣΠΚ [Είδη ποινών]: «1. Τα στρατιωτικά εγκλήματα τιμωρούνται με τις παρακάτω ποινές: Α. Κύριες: α) Κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη β) Φυλάκιση Β. Παρεπόμενες, εκτός από τις προβλεπόμενες από τον Ποινικό Κώδικα: α) Καθαίρεση β) Έκπτωση 2. Στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος το δικαστήριο μπορεί να επιβάλλει κατά μετατροπή χρηματική ποινή ή κοινωφελή εργασία». Η παρ. 1 του άρθρου 7 ΣΠΚ, αντικαταστάθηκε ως άνω, με το άρθρο 2 περ. α΄ του Ν 3289/2004 (ΦΕΚ Α΄ 227/26.11.2004) «Κύρωση του Πρωτοκόλλου αριθ. 13 στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την κατάργηση της θανατικής ποινής σε όλες τις περιστάσεις». Πριν την αντικατάστασή της είχε ως εξής: «1.Τα στρατιωτικά εγκλήματα τιμωρούνται με τις παρακάτω ποινές: Α. Κύριες: α) Θάνατος β)Κάθειρξη, ισόβια ή πρόσκαιρη γ) Φυλάκιση Β.Παρεπόμενες,εκτός από τις προβλεπόμενες από τον Ποινικό Κώδικα: α) Καθαίρεση β) Έκπτωση». Βλ. περισσότερα για τη θανατική ποινή, παρακάτω, υποσημ. 56. [2] Σύμφωνα με τις προβλέψεις του προγενέστερου ΣΠΚ (ΑΝ 2803/41), απαγορευόταν ρητά η μετατροπή των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές, όταν η πράξη για την οποία καταδικαζόταν ο κατηγορούμενος στρατιωτικός αποτελούσε στρατιωτικό έγκλημα, δηλαδή πράξη προβλεπόμενη από τις διατάξεις του κώδικα αυτού. Βλ. άρθρο 12 προγενέστερου ΣΠΚ: «Απαγορεύεται επί των στρατιωτικών εγκλημάτων η μετατροπή ποινής περιοριστικής της ελευθερίας εις χρηματικήν». [3] Εγκλήματα κατασκοπείας αποτελούν οι εξής πράξεις: αθέμιτη συλλογή πληροφοριών (άρθρο 22 ΣΠΚ), είσοδος σε απαγορευμένους τόπους (άρθρο 23 ΣΠΚ), είσοδος εχθρού σε απαγορευμένους τόπους άρθρο 24 ΣΠΚ), παράνομες απεικονίσεις και παρακολουθήσεις (άρθρο 25 ΣΠΚ), παράνομες επικοινωνίες (άρθρο 26 ΣΠΚ), πληροφορίες στον εχθρό από αιχμαλώτους (άρθρο 27 ΣΠΚ), βοήθεια σε κατάσκοπο (άρθρο 28 ΣΠΚ), προσφορά σε προδοσία και κατασκοπεία (άρθρο 29 ΣΠΚ), απόπειρα και προπαρασκευή προδοσίας και κατασκοπείας (άρθρο 30 ΣΠΚ) και η μη αναγγελία προδοσίας ή κατασκοπείας (άρθρο 31 ΣΠΚ).[4] Υπό το κράτος ισχύος του προγενέστερου ΣΠΚ, η πράξη της ανυποταξίας ήταν αξιόποινη μόνο σε καιρό πολέμου, σε καιρό γενικής ή μερικής επιστράτευσης και σε περίπτωση ενόπλου στάσεως. Δεν υπήρχε πρόβλεψη της πράξης σε καιρό ειρήνης. Βλ. άρθρο 43 προγενέστερου ΣΠΚ (ΑΝ 2803/41) όπως είχε αντικατασταθεί και ίσχυε με το Ν 1032/1949: «Πάς, κατά τον περί στρατολογίας νόμον, εν καιρώ πολέμου, γενικής ή μερικής επιστρατεύσεως ή ενόπλου στάσεως, ανυπότακτος, τιμωρείται με θάνατον, συντρεχουσών δ’ ελαφρυντικών περιστάσεων, με κάθειρξην ισόβιον ή πρόσκαιρον ή με φυλάκισην τουλάχιστον δύο ετών». [5] Βλ. άρθρο 37 ΣΠΚ: «1. Αν ο οπλίτης που σε ειρηνική περίοδο έχει λιποτακτήσει, επανέλθει αυθόρμητα σε διάστημα δέκα ημερών από τη συμπλήρωση των προθεσμιών των άρθρων 33 και 36, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις συνθήκες τέλεσης της πράξης, μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. 2. Η διάταξη της παρ. 1 δεν εφαρμόζεται στις διακεκριμένες περιπτώσεις του άρθρου 33 παρ. 2 στοιχ. α΄».[6] Για την έννοια του «αρχηγού», ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει κάθε φορά με τον ιεραρχικά ανώτερο στρατιωτικό, βλ. Γιαρένη Ε., Η ανυποταξία στρατιωτικού διοικητή σε πολιτική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 260 ΠΚ – Έννοια και στοιχεία του εγκλήματος, ΠοινΧρ ΝΔ΄ (2004) σελ. 108, ΝαυτΠειρ 564/1998 ΠοινΔικ 1999, σελ. 139, ΑναθΔικ 399/1995 Υπερ 1996, σελ. 361. [7] Για τις απαιτούμενες προϋποθέσεις συγκρότησης του εγκλήματος της ανυπακοής βλ. ΑΠ 837/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ (1999), σελ. 440, ΑΠ 738/1995 Υπερ 1996 σελ. 957 (όπου και γίνεται διάκριση μεταξύ ανυπακοής και παράβασης στρατιωτικής εντολής), ΑΠ 1055/1989 ΠοινΧρ Μ΄ (1990), σελ. 330, ΑΠ 527/1986 ΠοινΧρ ΛΣΤ΄ (1986), σελ. 684. [8] Βλ. σχετ., Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, δ΄ εκδ. Σάκκουλας, Θεσ/κη 2005, 184 επ. [9] Για το εννοιολογικό περιεχόμενο της υπηρεσίας στο έγκλημα της ανυπακοής, βλ. ειδικότερα, Παπαδαμάκη Α., Η ανυπακοή του στρατιωτικού ως αξιόποινη πράξη κατά το άρθρο 70 ΣΠΚ, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1987, Γνωμοδότηση Ι. Μανωλεδάκη, Αρμ 1981, σελ. 14, ΑΠ 837/1998 ΠοινΧρ ΜΘ΄ (1999), σελ. 440, ΣυμβΝαυτΠειρ 241/1996 Υπερ 1997, σελ. 1088 επ., με εισαγγελική πρόταση Ν. Παπαδακάκη, ΣυμβΣτρΘεσ 604/1995 Υπερ 1997, σελ. 367 επ., με εισαγγελική πρόταση Σ. Παπασταύρου. [10] Κι αυτό γιατί σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς, κάθε κατώτερος οφείλει υπακοή στους ανωτέρους του και να εκτελεί «άνευ αντιλογίας» τις διαταγές τους, όταν όμως αυτές σχετίζονται με την εφαρμογή των στρατιωτικών νόμων και κανονισμών και όχι σε άλλη περίπτωση. Βέβαια, εάν η διαταγή δεν είναι άσχετη με την υπηρεσία, αφορά δηλαδή στην εκτέλεση συγκεκριμένης υπηρεσίας, είναι όμως «αντικανονική» ή άδικη για το διατασσόμενο στρατιωτικό, τότε αυτός θα πρέπει μεν να την εκτελέσει -γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα έχει διαπράξει το έγκλημα της ανυπακοής, αλλά και πειθαρχικό παράπτωμα- και εν συνεχεία να παραπονεθεί νομίμως. Βλ. σχετ., άρθρο 77 παρ. 1 [Παράπονα], σε συνδυασμό με άρθρο 11 παρ. 11 [Καθήκοντα και ευθύνες των υφισταμένων] του Στρατιωτικού Κανονισμού 20-1, ο οποίος κυρώθηκε με το ΠΔ 130/84 (ΦΕΚ Α΄ 42/10-4-84), «Κύρωση του Γενικού Κανονισμού Υπηρεσίας στο Στρατό».[11] Στον Ποινικό Κώδικα προβλέπεται ότι όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, όμως ο υπαίτιος της πράξης είναι δυνατό να απαλλαγεί από κάθε ποινή, αν παρασύρθηκε στην τέλεση αυτής από δικαιολογημένη αγανάκτηση εξαιτίας μίας αμέσως προηγούμενης πράξης που τέλεσε ο παθών εναντίον του ή ενώπιόν του και η οποία ήταν ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση (βλ. άρθρο 308 παρ. 3 ΠΚ). [12] Οι πράξεις που αποτελούν αυτήν την ομάδα εγκλημάτων είναι οι ακόλουθες: Εξύβριση σκοπού ή φρουρού (άρθρο 64 ΣΠΚ), βιαιοπραγία εναντίον σκοπού (άρθρο 65 ΣΠΚ), άσκοποι πυροβολισμοί (άρθρο 66 ΣΠΚ), μέθη εν υπηρεσία (άρθρο 67 ΣΠΚ), αντιποίηση στολής ή εμβλημάτων (άρθρο 68 ΣΠΚ), παράνομη ανάληψη ή διατήρηση αρχηγίας (άρθρο 69 ΣΠΚ), αυθαίρετη εχθροπραξία (άρθρο 70 ΣΠΚ), παράταση εχθροπραξιών (άρθρο 71 ΣΠΚ), αθέμιτες διαταγές (άρθρο 72 ΣΠΚ) και υπέρβαση πειθαρχικής εξουσίας (άρθρο 73 ΣΠΚ). [13] Βλ. σχετ., Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, ο.π., σελ. 224 επ. [14] Ως προς το ζήτημα της κατάχρησης της υπηρεσιακής εξάρτησης γενικότερα, βλ. Μαγκάκη Γ.-Α., Τα εγκλήματα περί την γενετήσιον και οικογενειακήν ζωήν, Αθήναι 1967, σελ. 82 επ. [15] Βλ. άρθρο 85 ΣΠΚ [Παράλειψη εποπτείας]: «1. Στρατιωτικός που παραλείπει να ασκήσει ή να διατάξει τον αναγκαίο έλεγχο των υφισταμένων του, ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας τους, με αποτέλεσμα να προκληθεί κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας ή τη μαχητική ικανότητα του στρατού, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. 2. Αν η πράξη τελέσθηκε από αμέλεια, επιβάλλεται φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. 3. Οι παραπάνω ποινές επιβάλλονται, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».[16] Άρθρο 377 παρ. 1 ΠΚ [Κλοπές και υπεξαιρέσεις ευτελούς αξίας]: «Αν η κλοπή ή η υπεξαίρεση έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών. Αν όμως η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη».

Ιστορικά Στοιχεία για την Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία της Ελλάδας

Γενικά
Η στρατιωτική δικαιοσύνη, στη μορφή που σήμερα γνωρίζουμε, θεωρείται κατάκτηση της ιδεολογικής έξαρσης που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση[1], αφού έως τότε η απονομή της δικαιοσύνης στο στράτευμα ήταν αποκλειστικά υπόθεση του ανωτέρου διοικητή προς τους υπ’ αυτόν διοικουμένους. Το γαλλικό μοντέλο στρατιωτικής δικαιοσύνης, ακολουθήθηκε έκτοτε από τα περισσότερα κράτη-μέλη της διεθνούς κοινότητας, με μικρότερες ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις, και η χώρα μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση από την πρακτική αυτή, θεσπίζοντας ήδη από το 1822, διαρκούσης της Ελληνικής Επαναστάσεως, την αυτούσια εισαγωγή των σχετικών γαλλικών στρατιωτικών ποινικών κανόνων, με σχετικό Ψήφισμα της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (9.1.1822) για το οποίο βλ. παρακάτω.

Στη χώρα μας, παράλληλα με τις πρώτες προσπάθειες συγκρότησης τακτικών στρατευμάτων κατά το πρότυπο των στρατών των ευρωπαϊκών χωρών, κυρίως με μοντέλο τον τρόπο οργάνωσης των γαλλικών στρατευμάτων, θεσπίστηκε ήδη από το έτος 1822, η συνολική εισαγωγή της στρατιωτικής γαλλικής νομοθεσίας από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, η οποία, θεωρώντας αναγκαία «τη στρατιωτική ευταξία» για να ευδοκιμήσουν τα στρατεύματα και για να «εμποδισθώσι όσα από την αταξίαν προέρχονται κακά», προέβλεψε στο από 9-1-1822 Ψήφισμά της αφενός ότι «τα στρατιωτικά εγκλήματα κρίνονται από πολεμικόν συμβούλιον, διοριζόμενον δι’ αδείας της διοικήσεως και η απόφασις της καταδίκης ενεργείται μετά την επικύρωσιν της Διοικήσεως» (άρθρο η΄) και αφετέρου ότι «ο στρατιωτικός κώδιξ της Γαλλίας με τας αναγκαίας προσθαφαιρέσεις -ο οποίος έχει να εκτεθή δι’ επιστασίας της Διοικήσεως- ισχύει εις το Στρατιωτικόν της Ελλάδος» (άρθρο θ΄).[2] Παρεμφερές ήταν το περιεχόμενο του άρθρου ι΄ του Νόμου υπ’ αριθμ. 8 της 1ης-4-1822[3], όπως επίσης και του άρθρου 99 του «Πολιτικού Συντάγματος» της Γ΄ Εθνοσυνελεύσεως της Τροιζήνας (Μάιος 1827), όπου αναφερόταν ότι «η Βουλή χρεωστεί να φροντίση διά να συνταχθώσι κώδικες: πολιτικός, εγκληματικός και στρατιωτικός, έχοντες ιδιαιτέρως βάσιν την γαλλικήν νομοθεσίαν».

Μετά την απελευθέρωση της χώρας μας από τον Τουρκικό ζυγό και την αποκατάσταση, συγκρότηση και λειτουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους, οπότε και άρχισαν συστηματικά να οργανώνονται τα τακτικά στρατεύματα της Ελλάδας, ο τότε Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επειδή και πάλι δεν ήταν εύκολη η άμεση σύνταξη Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, αρχικά δημοσίευσε στις 7-2-1828 τον «Οργανισμό των Χιλιαρχιών», θέτοντας τη βάση μιας –ατελούς έστω– στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας, προβλέποντας και τη σύσταση στρατιωτικού δικαστηρίου και στη συνέχεια, εξέδωσε το υπ’ αριθμ. ΙΗ΄ Ψήφισμα της 21-12-1828, (το οποίο αποτελούσε έναν γενικό οργανικό νόμο σχετικά με τη διάρθρωση, οργάνωση και λειτουργία του στρατεύματος, καθώς και με την κατάσταση των στελεχών του) με το οποίο έθετε σε εφαρμογή –παγιώνοντας την μέχρι τότε ακολουθούμενη πρακτική– τους στρατιωτικούς και ναυτικούς ποινικούς νόμους, που ίσχυαν ήδη στη Γαλλία.[4] Όλες οι παραπάνω προσπάθειες βέβαια, δεν φαίνεται να είχαν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού μάλιστα ούτε και στη Γαλλία είχε μέχρι τότε οριστικά διαμορφωθεί το κείμενο του ισχύοντος στρατιωτικού ποινικού κώδικα, λόγω αλλεπάλληλων μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, με συνέπεια η απονομή της δικαιοσύνης στα ελληνικά στρατεύματα της εποχής, να ανάγεται κατά βάσιν στη διακριτική ευχέρεια του ανωτέρου κάθε φορά διοικητή.[5]

Τελικά το 1860, τέθηκε σε ισχύ, αφού ψηφίστηκε από τη Βουλή και τη Γερουσία (και κυρώθηκε απ’ τον Όθωνα στις 19-5-1860), ο πρώτος ολοκληρωμένος στρατιωτικός ποινικός κώδικας της χώρας μας, ο οποίος αποτελούσε απομίμηση –και σε πολλά σημεία ακριβή μετάφραση– του Γαλλικού Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα του 1857, ως νόμος ΦπΒ΄ “Περί Στρατιωτικής Ποινικής Νομοθεσίας”, (δημοσιευμένος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 24-10-1860, αρ. φύλλ. 15)[6] και ένα χρόνο αργότερα, δηλαδή το 1861, δημοσιεύθηκε ο νόμος ΧΝΘ΄ “Περί Ναυτικής Ποινικής Νομοθεσίας”, ο οποίος παρέπεμπε γενικά σχεδόν στον πρώτο, αλλά διατήρησε σε ισχύ, ως προς τα κυρίως ναυτικά εγκλήματα τους προγενέστερους «περί αδικημάτων και ποινών Γαλλικούς ναυτικούς ποινικούς νόμους» που είχε εισαγάγει ο Ι. Καποδίστριας.[7]

Τα δύο αυτά νομοθετήματα ήταν προορισμένα για στρατούς εθελοντικούς της εποχής τους και για το λόγο αυτό έπαψαν με την πάροδο του χρόνου να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του εθνικού στρατού, τόσο από την άποψη της καταστολής των εγκληματικών ενεργειών, οι οποίες έθιγαν την ασφάλεια και την πειθαρχία του, όσο και από την άποψη των εγγυήσεων οι οποίες παρέχονταν στους στρατευμένους, στα πλαίσια εφαρμογής της κατασταλτικής λειτουργίας τους. Αποτέλεσμα της παραπάνω καταστάσεως ήταν να ανατεθεί το 1936 από το Υπουργείο των Ναυτικών σε τετραμελή Επιτροπή η οποία εργάσθηκε επί τριετία, η κατάρτιση ενός Προσχεδίου Ναυτικού Ποινικού Κώδικος και ενός άλλου, Ναυτικής Ποινικής Δικονομίας, τα οποία έτυχαν επεξεργασίας ακολούθως, από δύο ειδικές Επιτροπές της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Τελικά όμως, κρίθηκε σκόπιμο να ληφθεί πρόνοια εναρμονισμού των δύο ποινικών νομοθεσιών Στρατού και Ναυτικού, με την κατάρτιση κοινού Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας (ξηράς, θαλάσσης και αέρος) με βάση τα καταρτισθέντα Προσχέδια.

Έτσι, το 1939 πλέον, συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης άλλη, πενταμελής αυτή τη φορά, Επιτροπή, με αποστολή να συντάξει σχέδιο Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο υποβλήθηκε τελικά τον Ιανουάριο του 1941, από τον τότε Υπουργό Δικαιοσύνης Α Ταμπακόπουλο, για έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο, αποτελώντας εν συνεχεία το περιεχόμενο του ΑΝ 2803/1941, ο οποίος υπό τον τίτλο “Στρατιωτικός Ποινικός Κώδιξ” δημοσιεύθηκε στις 21-2-1941 (ΦΕΚ Α΄ 49/21-2-1941). Ο κώδικας αυτός επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ, σύμφωνα με το ακροτελεύτιον άρθρο του, από την 1η Ιουλίου 1941, όμως λόγω της κατάληψης της χώρας από τα γερμανικά στρατεύματα (27-4-41) αναστάλθηκε επ’ αόριστον η ισχύς του με το ΝΔ 223 της 24/26-6-1941.[8] Τελικά ο Κώδικας αυτός τέθηκε ουσιαστικά σε ισχύ στην Ελληνική επικράτεια από 1-1-1954[9] και τροποποιούμενος έκτοτε συνεχώς (με το Ν 2766/1954, το Ν 3459/1955, το Ν 4607/1966, το ΝΔ 1326/1972, το ΝΔ 305/1974, το Ν 200/1975 κ.α.), ίσχυσε μέχρι και την 1-8-1995, παρά τα σημαντικά προβλήματα που αμέσως έγινε αντιληπτό ότι παρουσίαζαν πολλές από τις ρυθμίσεις του.

***

Η ψήφιση του Συντάγματος του 1974, θεωρείται αναμφίβολα ότι οδήγησε τις εξελίξεις προς την κατεύθυνση μεταρρύθμισης της ελληνικής στρατιωτικής δικαιοσύνης, αφού σχετικές με αυτήν διατάξεις περιλήφθηκαν στο Ε΄ Τμήμα του Συντάγματος, το σχετικό με τη Δικαστική Εξουσία. Συγκεκριμένα, στο Δεύτερο Κεφάλαιο του Ε΄ Τμήματος με τίτλο «Οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων» (και ειδικότερα στο άρθρο 96 Σ, το οποίο περιέχει ρυθμίσεις για τα ποινικά δικαστήρια της χώρας), προβλέφθηκε ότι τα σχετικά με τη λειτουργία των στρατοδικείων, ναυτοδικείων και αεροδικείων, στα οποία δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες, ρυθμίζονται με ειδικούς γι’ αυτά νόμους (άρθρο 96 παρ.4α΄ Σ). Κατά τον ίδιο τρόπο (με πρόβλεψη ειδικού νόμου) ρυθμίστηκαν τα σχετικά με το δικαστήριο λειών (άρθρο 96 παρ.4β΄ Σ), καθώς και τα σχετικά με τα δικαστήρια ανηλίκων (άρθρο 96 παρ.3 Σ). Στο άρθρο 96 παρ.5 Σ, εν συνεχεία, προβλέφθηκαν για τους λειτουργούς των στρατιωτικών δικαστηρίων οι ίδιες θεμελιώδεις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, με αυτές που περιβάλλουν και τους λειτουργούς των κοινών ποινικών, διοικητικών, και πολιτικών δικαστηρίων.[10]

Σαφώς ανέκυπτε πλέον από το ίδιο το Σύνταγμα η ανάγκη για μια ευρεία μεταρρύθμιση της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη χώρα μας, τόσο ως προς το περιεχόμενο του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (στο εξής ΣΠΚ), όσο και ως προς τον καθορισμό ενός ξεκάθαρου νομικού status των λειτουργών της. Επιβαλλόταν αρχικά, ενόψει της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 96 παρ. 4α΄ Σ, η απάλειψη όλων των διατάξεων του ΣΠΚ οι οποίες προέβλεπαν την υπαγωγή ιδιωτών -μη στρατιωτικών- στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων. Ακόμη, οι σχετικές με την πρόβλεψη της αναχρονιστικής ποινής των καταναγκαστικών έργων (άρθρο 5 στ΄ προγενέστερου ΣΠΚ)[11] ή με την απαγόρευση μετατροπής σε χρηματική της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής η οποία επιβαλλόταν για στρατιωτικά εγκλήματα (άρθρο 12 προγενέστερου ΣΠΚ) διατάξεις, ήταν από αυτές που θα έπρεπε επίσης να απαλειφθούν στα πλαίσια της ζητούμενης μεταρρύθμισης, όπως επίσης και πολλές από τις διατάξεις του δικονομικού μέρους του προϊσχύσαντος ΣΠΚ, οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με τις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠΔ. Γενικά η αντικατάσταση του προγενέστερου ΣΠΚ, ο οποίος αποτελούσε κατά κοινή ομολογία ένα νομοθέτημα αναχρονιστικό, από έναν καινούργιο, σύγχρονο κώδικα, υπήρξε προϊόν κοινωνικοπολιτικής αναγκαιότητας και προσαρμογής και παρά το γεγονός ότι οι προσπάθειες προς αυτήν την κατεύθυνση ξεκίνησαν ήδη από το 1976, χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν είκοσι χρόνια ώστε να ευοδωθούν και να υλοποιηθεί τελικά η ζητούμενη μεταρρύθμιση της ελληνικής στρατιωτικής ποινικής νομοθεσίας.

Οι σχετικές προσπάθειες ξεκίνησαν το 1976, όταν με την υπ’ αριθμ. Φ. 670/182337/4-9-76 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως, Εθνικής Αμύνης και Δικαιοσύνης, συγκροτήθηκε Επιτροπή με πρόεδρο τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χρήστο Μουστάκη, με στόχο τη σύνταξη σχεδίου νόμου «περί προσαρμογής του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, της Στρατιωτικής ποινικής δικονομίας, ως και των συναφών ουσιαστικών και δικονομικού περιεχομένου διατάξεων προς τας διατάξεις του Συντάγματος…». Η Επιτροπή αυτή υπέβαλε στις 11 Μαΐου 1977 το σχετικό σχέδιο νόμου,[12] το οποίο όμως δεν προωθήθηκε τελικά στη Βουλή προς ψήφιση. Η κατάσταση παρέμεινε ως είχε μέχρι το 1985, όταν με την υπ’αριθμ. 23393/6-3-85 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Δικαιοσύνης συγκροτήθηκε νέα επταμελής Ειδική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, με αποστολή να καταρτίσει σχέδιο νόμου για την τροποποίηση, αναδιάρθρωση και μεταγλώττιση στη δημοτική του ΣΠΚ, η οποία στις 6 Απριλίου 1988 υπέβαλε το σχέδιό της, το οποίο όμως επίσης δεν προωθήθηκε περαιτέρω για ψήφισή του από τη Βουλή. Έτσι, φτάνουμε στο 1991 οπότε με την υπ’αριθμ. 71369/25-7-91 κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας, συγκροτήθηκε άλλη επταμελής Επιτροπή Αναθεώρησης του παραπάνω σχεδίου, η οποία προέβη σε «εναρμόνιση των εννοιών και των διατάξεων του ΣΠΚ προς τις έννοιες του Ποινικού Κώδικα και ιδίως, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι διατάξεις του οποίου θα εφαρμόζονται πλέον ευρύτατα και ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων»[13].

Το αναθεωρημένο αυτό σχέδιο παραδόθηκε στις 30 Ιουνίου 1993 στους αρμόδιους Υπουργούς, χωρίς να προωθηθεί αμέσως προς ψήφιση, και τελικά τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1994, η Επιτροπή ανασυγκροτήθηκε με την Φ.600/ΑΔ611/Σ.69/1-3-94 κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Γ. Κουβελάκη) και του Υφυπουργού Άμυνας (Μ. Μπεντενιώτη), προβαίνοντας στην τελική αναθεώρηση του σχεδίου του ΣΠΚ. Η Επιτροπή, συγκροτημένη από τα προαναφερόμενα μέλη και Πρόεδρο τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο Κονδύλη, επανεξέτασε το προηγούμενο σχέδιό της, κάνοντας σ’ αυτό συγκεκριμένες νομοτεχνικές και ουσιαστικές βελτιώσεις και έτσι, με τη νέα του μορφή -και στη δημοτική γλώσσα- το σχέδιο υποβλήθηκε τελικά στη Βουλή, όπου ψηφίστηκε ως νόμος 2287/1995 με τον τίτλο «Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας» και την 1-2-95, δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Α΄ 20/1-2-95), με χρόνο έναρξης εφαρμογής την 2-8-95. Αυτός είναι και ο ισχύων Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας της χώρας μας.

***

Ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (ΣΠΚ), ταξινομεί το περιεχόμενό του σε τρία Βιβλία. Στο Πρώτο Βιβλίο, περιλαμβάνονται οι Ουσιαστικές του διατάξεις (άρθρα 1 έως και 166 ΣΠΚ), στο Δεύτερο Βιβλίο περιλαμβάνονται οι Δικονομικές του διατάξεις (άρθρα 167 έως και 228 ΣΠΚ) και στο Τρίτο Βιβλίο περιλαμβάνονται οι Μεταβατικές διατάξεις (άρθρα 229 έως 232 ΣΠΚ). Οι βασικές αρχές που διέπουν τον Κώδικα, μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

α. Η δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων παρέμεινε καθαρώς ποινική και εισήχθη σε αυτά πλήρως ο θεσμός της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τα ισχύοντα στον ΚΠΔ.

β. Στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων είτε σε ειρηνική είτε σε πολεμική περίοδο, υπάγονται μόνο οι στρατιωτικοί, εφόσον είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Οι διατάξεις περί συμμετοχής που περιελάμβανε ο προγενέστερος ΣΠΚ επαναλαμβάνονται και στον ισχύοντα ΣΠΚ. Έτσι, εφόσον στρατιωτικοί και ιδιώτες είναι συμμέτοχοι σε μη στρατιωτικό έγκλημα, δικάζονται από τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν σε καμία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων κατά  ιδιωτών, σύμφωνα με τις σχετικές συνταγματικές προβλέψεις.

γ. Το εύρος της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων παρέμεινε στα πλαίσια του προγενέστερου ΣΠΚ, καλύπτοντας εγκλήματα από ολόκληρο το φάσμα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου.[14] Αυτό θεωρήθηκε ότι θα συμβάλλει αναμφίβολα στην ποιοτική αναβάθμιση του έργου των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων και στην εξύψωση, συνακόλουθα, του κύρους των λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης γενικότερα, καθώς και στην καθιέρωσή τους –στην κοινή συνείδηση– ως μελών ενός καθαρώς δικαστικού σώματος απονομής ποινικής δικαιοσύνης, ικανού να διασφαλίσει την προστασία των συμφερόντων της κοινωνίας και του στρατού, υπό καθεστώς απόλυτου σε­βασμού των ατομικών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των δικαζο­μένων. Για το σκοπό αυτό αναγράφηκε μάλιστα κατά τρόπο πανηγυρικό, στο πρώτο άρθρο των Δικονομικών Διατάξεων του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα (άρθρο 167 παρ. 2 ΣΠΚ) ότι οι στρατιωτικοί δικαστές -και αναθεωρητές- περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που προβλέπει το Σύνταγμα για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς. Η ενδεχόμενη έλλειψη των παραπάνω εγγυήσεων, συνεπώς, θεωρήθηκε πως θα επιδρά άμεσα στη νόμιμη συγκρότηση του δικαστηρίου στο οποίο αυτοί θα μετέχουν.

δ. Η διαδικασία ενώπιον των στρατιωτικών δικαστηρίων προσαρμόστηκε πλήρως προς τη διαδικασία των κοινών ποινικών δικαστηρίων, η άσκηση δε της ποινικής δίωξης περιήλθε στο στρατιωτικό εισαγγελέα, ο οποίος ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ.[15]

ε. Ως προς τις ποινές, καταργήθηκε η πρόβλεψη της θανατικής ποινής σε ειρηνική περίοδο, καθιερώθηκε η δυνατότητα μετατροπής, και για τα στρατιωτικά εγκλήματα, των περιοριστικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού ΠΚ και επίσης, επήλθε γενικότερα μία σαφής μείωση των προβλεπόμενων ποινών, ώστε αυτές έπαψαν πλέον να είναι εξοντωτικές, όπως ήταν στον προγενέστερο ΣΠΚ.

***

[1] Για την ιδεολογική ορμή της Γαλλικής Επανάστασης και τις αλλαγές που επέφερε ειδικότερα στην οργάνωση και σύνθεση του στρατού, καθώς και στον τρόπο απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης, βλ. το κλασσικό έργο του γάλλου ιστορικού Ζώρζ Λεφέβρ (1874-1959), “La Révolution Française” που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1930. Η έβδομη αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση του έργου (εκδ. Presses Universitaires de France, 1989), κυκλοφόρησε με ελληνικό τίτλο «Η Γαλλική Επανάσταση», εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 2003, σε μετάφραση Σ. Μαρκέτου. Εκεί και περισσότερες πληροφορίες για το στρατό και τα στρατοδικεία της εποχής, ιδίως σελ. 455 επ.   [2] Βλ. σχετ., Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, “Αι Εθνικαί Συνελεύσεις” εκδ. Βουλής των Ελλήνων, τ. Α΄ (αρ. 3) σελ. 37 και Πανταζόπουλου Ν., Από της “Λογίας” παραδόσεως εις τον Αστικόν Κώδικα, β΄ εκδ., Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 139.  [3] Το οποίο όριζε ότι «εν όσω δεν κατασταθή υπό της Διοικήσεως στρατιωτικός κώδιξ, ο της Γαλλίας θέλει ισχύει εις τον Ελληνικόν στρατόν προσωρινώς, εκτός του παρόντος νόμου και των προσθαφαιρέσεων, τας οποίας θέλει κρίνει αναγκαίας ο Μινίστρος του Πολέμου με την συναίνεσιν της Διοικήσεως».    [4] Βλ. σχετ., Βουγιούκα Κ., Στρατιωτικόν Ποινικόν Δίκαιον – Ουσιαστικόν, παν. παραδόσεις, β΄ εκδ. Σάκκουλα 1985, σελ. 5-6. Είναι βέβαια χαρακτηριστικό και αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι σχετικοί γαλλικοί κανόνες ουδέποτε μεταφράστηκαν επίσημα στην Ελληνική, ούτε βέβαια δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως!! (Βλ. σχετ. Νικόπουλου Α., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας, εκδ. Α. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1988, σελ. 29, υποσημ. 65. [5] Βλ. σχετ., Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, Θεωρητική θεμελίωση & συστηματική ερμηνεία του νέου Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, δ΄ έκδ., Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 5. [6] Βλ. σχετικά, Παπαδαμάκη Α., Οι προσανατολισμοί του στρατιωτικού ποινικού δικαίου κατά την ιστορική του διαδρομή και η ανάγκη της μεταρρύθμισής του, Υπερ 1992, σελ. 709-724, ιδίως 712.[7]Επρόκειτο βασικά για τον γαλλικό νόμο της 22-8-1790 και το Ψήφισμα της Γαλλικής Δημοκρατίας «περί λιποναυτίου» του 1804. Για τα ελληνικά κείμενα, βλ. «Κώδικας Θέμιδος 1821-1931», εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1933, σελ. 395 επ. και 399 επ. [8] Θα πρέπει να σημειωθεί ότι εξαίρεση στην αναστολή εφαρμογής του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα αποτέλεσαν τα ελληνικά στρατεύματα της Μέσης Ανατολής,  τα οποία εφάρμοσαν κανονικά από 1-7-41 τον Κώδικα αυτόν με εντολή της ελληνικής κυβερνήσεως που είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο. Αποτέλεσμα της παραπάνω καταστάσεως ήταν το εξής τραγελαφικό: Τα στρατεύματα που επανήλθαν στη χώρα μας, μετά την αποχώρηση των Γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων, εφάρμοζαν τις διατάξεις του ΣΠΚ (ΑΝ 2803/1941), ενώ οι ένοπλες δυνάμεις που είχαν παραμείνει στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας εφάρμοζαν την παλαιά στρατιωτική ποινική νομοθεσία!! Βλ. σχετ., Γιαννήρη Σ., Ερμηνεία του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, β΄ εκδ., Αθήναι 1959, σελ. 3-4.  [9] Όπως είχε ήδη τροποποιηθεί με τον ΑΝ 493/30.7.1945, ο οποίος ρύθμισε δικονομικά κυρίως θέματα και  αποσαφήνισε την αντίφαση που είχε προκύψει από την παράλληλη ισχύ των δύο στρατιωτικών νομοθεσιών. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι εν συνεχεία ακολούθησε η έκδοση πλήθους νομοθετημάτων (ΑΝ 528/1945, ΑΝ 787/1945, ΝΔ 233/1947, Ν 513/1947, ΑΝ 972/1949, ΝΔ 1311/1949, ΑΝ 1862/1951 κ.α.) που προέβλεπαν την αναστολή βασικών ρυθμίσεων του Κώδικα, οι οποίες σχετίζονταν με τη θέση γενικότερα του κατηγορουμένου, αλλά και με τη διαδικασία ειδικότερα ενώπιον των δικαστικών συμβουλίων και  του ακροατηρίου, ή τη σύνθεση των στρατιωτικών δικαστηρίων, γεγονός που μπορεί ίσως να εξηγηθεί μόνο σε συνάρτηση με τις ιστορικές συνθήκες και το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής εκείνης στη χώρα μας.      [10] «Ειδικοί νόμοι ορίζουν: α) Τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες. β) Τα σχετικά με το δικαστήριο λειών». (άρθρο 96 παρ. 4 Σ). «Τα δικαστήρια του στοιχείου α΄ της προηγούμενης παραγράφου συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από μέλη του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, που περιβάλλονται με τις εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Για τις συνεδριάσεις και αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Τα σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής, καθώς και ο χρόνος που θα αρχίσει η ισχύς τους, ορίζονται με νόμο» (άρθρο 96 παρ. 5 Σ). [11] Αν και στην πράξη, η ποινή αυτή δεν επιβλήθηκε ποτέ από τα στρατιωτικά δικαστήρια, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 10 Α΄ παρ. 4  του προγενέστερου ΣΠΚ (το οποίο είχε προστεθεί με το άρθρο 2 παρ. 2 του ΑΝ 493/1945), τα καταναγκαστικά έργα θα έπρεπε να εκτελούνται κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων, οι οποίοι βέβαια δεν εκδόθηκαν ποτέ. [12] Από την επιτροπή αυτή υποβλήθηκε ένα ακόμη σχέδιο νόμου «Περί Κώδικος Καταστάσεως του Δικαστικού Σώματος των Ενόπλων Δυνάμεων», το οποίο βέβαια επίσης δεν προωθήθηκε περαιτέρω στη Βουλή προς ψήφιση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι παράλληλα με τις προσπάθειες αυτές, επιτροπή αξιωματικών συνέταξε άλλο σχέδιο για την τροποποίηση του ΣΠΚ, το οποίο στις 28-4-1981 διαβιβάστηκε στην Ειδική Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή για επεξεργασία, χωρίς καμία όμως παραπέρα εξέλιξη. Βλ. σχετ., ΕισΕκθΣΠΚ, σε Προβατά Σ., Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας και Στρατιωτική-Στρατολογική νομοθεσία, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σελ. 19.  [13] Βλ. σχετ. ΕισΕκθΣΠΚ, ο.π., σελ. 21.[14] Η δικαιοδοσία των στρατιωτικών δικαστηρίων παρέμεινε ευρεία, γιατί όπως έκρινε η αναθεωρητική επιτροπή «πέραν των άλλων λόγων που συνηγορούν υπέρ της απόψεως αυτής και οι οποίοι λεπτομερώς εκτίθενται στα πρακτικά των συνεδριάσεών της, η επικείμενη έκδοση του θεσμικού νόμου για την κατοχύρωση της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των μελών του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων και η ανάθεση της άσκησης της ποινικής διώξεως στους εισαγγελείς των στρατοδικείων επιβάλλουν τη διατήρηση της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων στη σημερινή έκταση, ώστε τα στρατιωτικά δικαστήρια, υπό τη νέα μορφή τους, ως συγκροτούμενα δηλαδή κατά πλειοψηφία από δικαστές με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία και λειτουργούντα σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, να ασχολούνται με την εκδίκαση εγκλημάτων που καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα του ουσιαστικού ποινικού δικαίου». Βλ. σχετ. ΕισΕκθΣΠΚ, ο.π. σελ. 22.   [15] Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε απολύτως αναγκαία, δεδομέ­νου ότι η εξουσία ασκήσεως της ποινικής δίωξης εις βάρος των στρατιωτικών όφειλε να περιέλθει σε δικαστικό λειτουργό, δηλαδή σε μέλος του δικαστικού σώματος των ενόπλων δυνάμεων, αντί του Διοι­κητή μεγάλης στρατιωτικής μονάδας ή του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, στους οποίους ανήκε μέχρι τότε.